Further tags

Διφορούμενο κομπλιμέντο πολλαπλών ερμηνειών με σκοπό να κολακεύσει - πειράξει με την κακή έννοια.

Εμμανουέλα, με αυτές τις διαφανείς πλατφόρμες είσαι σα στριπτιτζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πασπαρτού που την χρησιμοποιούμε σε διάφορες καταστάσεις:

  • Όταν θέλουμε να δείξουμε οτι βαριόμαστε. (παράδειγμα 1)
  • Όταν θέλουμε να περιγράψουμε την κατάσταση κάποιου που είτε είναι χαβαλές ή πιωμένος και γενικά δε την πολυπαλεύει. (παράδειγμα 2)
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε απαξίωση για κάποιο ζήτημα. (παράδειγμα 3)
  • Όταν δεν έχουμε τι άλλο να πούμε (παράδειγμα 4)

    Ενδεχομένως να έχει σχέση με το αρνητικό μόριο «μπα».

  1. - Πάμε για 'κανα σουβλάκι;
    - Μπάουα ρε... (Συνοδεύεται από χαμήλωμα του κάτω βλεφάρου με το δάκτυλο)

  2. - Ο Σάκης δε την παλεύει μία! Είναι τελείως μπάουα!

  3. - Ο Νίκος πήρε Playstation 3!
    - Μπάουα. Χέστηκα κιόλας.

  4. - Μπάουααααα...
    - Ε;;
    - Τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρτι αφιχθείς τηλεοπτικός νεωτερισμός που δηλώνει την έντονη έκπληξη κάποιου για κάτι που του συνέβη, είδε, άκουσε ή του είπαν.

Η φράση ωστόσο μπορεί να λάβει τραγικές διαστάσεις, αν μεταβληθεί από έκπληξη σε παραδοχή του μεγέθους της μαλακίας που μας δέρνει («δε πηδιόμαστε από τα παράθυρα, λέω εγώ...»).

Αν ακούσω ότι το ΔΝΤ τα βρήκε όλα ΟΚ, θα πηδηχτώ από το παράθυρο...

(από Khan, 20/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα «ξεμπράβο» το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πάρουμε πίσω τα εύσημα που είχαμε αποδώσει σε κάποιον που ενώ αρχικά έκανε κάτι καλό, στην πορεία συνέχισε με πατάτες και ανέτρεψε τις προσδοκίες μας.

Το λήμμα δημιουργεί μια αίσθηση ψυχρολουσίας / σκωτσέζικου ντους σε αυτόν που το δέχεται και μας αυτοανακηρύσσει και ακομπλεξάριστους / αντικεμενικούς / μη δογματικούς κριτές που ξέρουμε να λέμε το «μπράβο» όταν κάποιος το αξίζει, αλλά παράλληλα και να τον καταχεριάζουμε όταν τα κάνει νι καπέλο.

Συνώνυμο: είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης/

Μετά το «Μπράβο» στον Γ.Α.Π. για τη στήριξη της Ε.Ε. προς την Ελλάδα την 25η Μαρτίου, του οφείλουμε ένα μεγάλο «Ξεμπράβο» για την ανάμειξη του ΔίΝεΤου τον Απρίλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γιαντομπουτσότητα ή καθαρευουσιάνικα γιατομπουτσότης είναι φυσική έννοια που εκφράζει το πόσο για τον πούτσο είναι ένας άνθρωπος, ένα αντικείμενο, μία ενέργεια (=το παράγωγο αυτού που ενεργείται), ένα κτίριο, μια αφίσα, ένα αυτοκίνητο, ένα κομματικό σύνθημα, μια πεντάσχημη κοπέλα, το βίδεο που κάηκε και γενικώς κάθετί γύρω μας.

Η ανάγκη μέτρησης της γιαντομπουτσότητας έχει οδηγήσει μία χουτζουμιστική διαπανεπιστημιακή ομάδα -αποτελούμενη από επιστήμονες του ΑΠΘ και του ΠΠ- στην ανάπτυξη νέας μονάδας μέτρησης που πλέον έχει αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα. Η μονάδα ονομάζεται βαθμός γιαντομπουτσότητας - διεθνώς γιαντομπούτς (αγγλ.: yudobooch, τουρ.: yadobuç)- και συμβολίζεται με GDB κατ' αντιστοιχία με το διεθνώς αναγνωρισμένο GTP.

Η παραπάνω επιστημονική ομάδα, μετά από εξαντλητικές έρευνες που κόστισαν:

  • 35 λίτρα φραπέ
  • 21 λίτρα γάλα (για μέσα στον φραπέ)
  • 1 φυτεία ζάχαρης (επίσης για μέσα στον φραπέ)
  • 73€ για 11 μερίδες πατσά,

κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ιδανική μέτρηση της γιαντομπουτσότητας είναι σε κλίμακα GDB από 1 έως 7 (μέγιστη γιαντομπουτσότητα: GDB=7, ελάχιστη: GDB=1). Σημειώνεται, δε, ότι συνήθως αντικείμενα, συμπεριφορές και άτομα με GDB≤3, είναι ανάξια γιαντομπουτσικής αναφοράς.

1. Παράδειγμα προ της έρευνας (ντιμπέιτ υποψηφίων δημάρχων):
- Πώς σας φαίνεται, κ. Μπιχλιμπίδη, η πρόταση του αντιπάλου σας να μαζεύονται τα σκουπίδια από το κέντρο της πόλεως και από τα τουριστικά αξιοθέατα μέρα μεσημέρι ουτωσώστε να αποθαρρύνονται οι τουρίστες και να εκλείψουν τα παράπονα από τις γιαγιάδες που νιώθουν μειονεκτικά και ενοχλούνται όταν περίεργοι τουρίστες τις ρωτάν διάφορα σε γλώσσες που δεν κατανοούν; Αντιλαμβάνεστε τι συμπλέγματα κατωτερότητος δημιουργούνται...
- Κοιτάχτι, η προύτασ' έχει πουλλά θετ'κά σ'μεία και πρέπ' να τ'ν συζητήσ'μι αλλά πιστεύου ούτι ου βαθμούς γιαντομπουτσότητος -που λεν και οι προυτευουσιάν'- των τουριστών που επ'λέγουνι τα χουριά μας, δεν επιτρέπ' παρερμινείις και σπέκουλις επί του θέματους.

2. Παράδειγμα μετά την έρευνα (φοιτητές στο πολυτεχνείο):
- Ρε μαλάκα, είδες τον Διόδωρο πώς την πλευρίζει την Ευμορφία, μου φαίνεται σύντομα θα την τσιμπίσει την γκόμενα.
- Τι λε ρε, αυτήν την ξέρω, είναι γιαντομπούτς-εφτά (GDB=7) θα τον πιλατεύει ένα εξάμηνο και μετά μην την είδατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Είναι η ελληνοποιημένη απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού «unbeliavable» και σημαίνει «απίστευτο»!

Ωχ!!! Πώς το κανες αυτό ρε φίλε;; ανπιστεύαμπλ!!!

You\'re unpisteftable (από Vrastaman, 11/02/11)

βλ. και unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.

Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά- υβριστικά ο νεοφιλελεύθερος. Αρχικά είχαμε το νεοφιλελές που είναι κάτι σαν κομμέ του νεοφιλελεύθερος με ένα κάπως αμυδρό πλην υπάρχον λολοπαίγνιο με το λελές- φλώρος κιέτσ', εβέντσουαλι όμως οι μάσκες πέφτουν και αυτοί που ήθελαν να κράξουν τους νεοφιλελέδες ή φιλελέδες (το ίδιο κάνει) ως λελέδες το κάνουν πιο ευθαρσώς και ρητά με το νεολελές, που έχει το πλεονέκτημα αφενός ότι παραπέμπει στο νεοφιλελές με σαφήνεια, και αφεδύο ότι έχει ένα γελοίο γκροτέσκο ζενεσεκουά, ένα kitsch-value, σαν το να είσαι λελές να είναι ιδεολογία, η οποία μάλιστα να επιδέχεται και επικαιροποίηση ώστε να έχουμε διάκριση μεταξύ κλασικών λελέδων και νεολελέδων νέας κοπής.

  1. Αυτό δηλαδή που ψάχνουν οι τζογαδόροι της οικονομίας, οι νεολελέδες. (Εδώ).
  2. Η Νορβηγία θα πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις σε Ρομά. Άμεσα να διαμαρτυρηθούν οι νεολελέδες στην Ελλάδα παρακαλώ. (Τουίτερ).
  3. Eίπαμε, οι άνθρωποι πάνω από τους αριθμούς! Τι δεν καταλαβαίνετε ρε νεολελέδες... (Εδώ).
  4. Νεολελέδες, είστε η προσωποποίηση της σημερινής κοινωνικής παρακμής. Οσο πρόδηλα παρακμιακή είναι η προσπάθεια κάποιων να νομιμοποιήσουν την ομοφυλοφιλία και όλα τα συναφή (βλέπε Gay Pride) άλλο τόσο είσαστε κι εσείς, που εκφράζετε ουσιαστικά την "κοινωνική ομοφυλοφιλία"... Το σύστημα θα σας "ξεράσει" όμως γιατί όλα τα παράσιτα τελικά αποβάλλονται μαζί με τα απόβλητα του κάθε οργανισμού, διαμέσου της γνωστής διαδρομής... (Νεοφιλελέ-bashing εδώ).
  5. ρε ξεφτίλες νεολελεδες αγωνιστειτε για καποια αξια στη ζωη σας και αφηστε τα κομματα . για κανα φραπε ειστε και κανα κλαμπακι .απαιδευτοι. (ksipnistere).
  6. Εξ επόψεως θρησκευτικιάς είναι μιλιτάντιος Αθεϊστής του κινήματος του Νέου Αθεϊσμού, κινούμενος στα όρια του τζιχαντικού Πασταφαριανισμού. Πολιτικώς, είναι νεολελές- libertarian και, φιλοσοφικώς, δαρβινάκιας εξελικτικιάρης του θανατά. Είναι λάτρης της Επιστήμης σε βαθμό που να θεωρεί εαυτόν τον τελευταίο των λογικών Θετικιστών (the Last of the Theticans), σχεδόν ζωντανό απολίθωμα του ύστερου 19ου αιώνα. Είναι και φαίνεται θιασώτης του Διαφωτισμού και της απόλυτης εμπιστοσύνης του Ανθρώπου στη Λογική, σε μία Λογική πασπαλισμένη με μπόλικο Ηθικό Ρεαλισμό, φυσιοκρατικώς εγνωσμένο. (Από αυτοσαρκαστικό κουκουρίκουλουμ βιτάε ιδεολόγου libertarian).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το φαινόμουνο όπου η αριστερίλα ενιχύεται αρκούδως με αριστεριτζίδικο κλάιν (μάιν) του αριστερού της πασοκοδεξιάς τσέπης.
Για πολλές-πολλές δεκαετίες, κάθε σοβαρός πουτσίας στο Ελλημπάν, έπρεπε να πουλάει αριστεροκλάιν με με το καντάρι, ώστε να δρέπει καρπούς ως γκομενομαγνήτης.

  1. έχουν την εντύπωση οτι μόλις πιάσουν κιθάρα (η 2η γκομενοπαγίδα μετά τους σκύλους και το αριστεροκλαϊν) θα γίνουν μεγάλα ανερχόμενα αστέρια (εδώ)

  2. [...] και όλου του ντεμεκ αριστεροκλαιν συνοθυλευματος που έχει γύρω του ο Τσίπρας (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified