Further tags

Νεόκοπη απόδοση του smart phone: της θριτζή και βάλε κινητούρας με ακουμπότζαμο, γουίφι, τζιπιές, πάσης φύσεως μπλιμπλίκια και τα πολυσχιδή απλικέησιο που και καφέ ακόμα κάνουν.

Με ένα εξυπνόφωνο μπορείς να δουλεύεις μεμέιλ, να σερφάρεις και να γκουγκλάρεις, να μουσικώνεσαι, να γράφεις μπλογοτεχνία και να γυρίζεις ντοκιμαντέρ, να γιουτιουμπάρεις στο συσιφόνι, να τσατάρεις μέσω εμεσένε με κολλητουμπινάκια και LOLίτες, να τοιουτίζεις τσίου, να βλjέπεις ρουσουσού, να κάνεις e-καμάκι φεϊσμπουκάροντας στο φατσομπούκι με e-πούτανους προσβλέποντας σε επικά τηλεγαμίσια ή τουλάστιχον στην λήψη γυμνημάτων από καμιά ξεμειναμένη φεϊσμπουκλού, να τρολαρμενίζεις στα φλώρουμ φλογομαχόμενος φορ τεχ λουλζ, να ποστάρεις και να (μπαγα)ποντοδοτείς στο σλανγκρ ...

Σε περίπτωση όμως nietwork και η πιο έξυπνη και τρελή κινητούμπα μετατρέπεται σε θλιβερή παντόφλα-τελεφούνκεν, σε χαζοκούτι γουτουπού.

1. Τα εξυπνόφωνα φυσικά είναι ελεύθεροι να το παίρνουν όλοι, κατά προτίμηση οι εξυπνάκηδες, αλλά το σωστό είναι να τα παίρνουν αυτοί που τα χρειάζονται, μολονότι πολλές φορές έχω αναρωτηθεί ποιοι ακριβώς είναι.

2. γκατζετάδες της τουήτα, μπορώ να έχω gps στο εξυπνόφωνο δίχως να χρεώνομαι;

3. Καλησπέρα παίδες, επιτέλους κατάφερα να σας βάλω στο εξυπνόφωνο. Το τσατ πού το κάνετε;

(από σφυρίζων, 05/04/13)(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «manashoo» είναι η μεταφορά των φράσεων: «μάνας σου» και «μάνα σου» στα greeklish. Πρόκειται για μία λέξη ιδιαίτερα προσβλητική και κακιά στον κόσμο των online παιχνιδιών και όχι μόνο!

Όπως όλοι ξέρουμε οι φράσεις: «της μάνας σου» και «η μάνα σου» είναι ιδιαίτερα άγριες και στοχεύουν κατευθείαν στην ψυχή των ανθρώπων.

Συνεπώς με την κομψή λέξη «manashoo» μπορούμε να βρίζουμε όποτε θέλουμε τους συνανθρώπους μας, έχοντας πάντα στιλ και φινέτσα.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: «της μάνας σου» => «μάνας σου» «η μάνα σου (κάνει κακά πράματα)» => «μάνα σου»

Αξίζει να επισημάνουμε ότι η λέξη «manashoo» μπορεί να δοθεί σαν απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση, ή ακόμα και σε απλές προτάσεις όπου ο συνομιλητής μας προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μας επειδή μας αγαπάει (διαβάστε τα παραδείγματα.)

Χρησιμοποιήστε το και θα με θυμηθείτε.

  1. Το «manashoo» ως απάντηση σε ερώτηση:

Chat σε κάποιο online παιχνίδι:
- Re filee poios sou eipe na xwtheis se fight;
- Manashoo.

  1. Το «manashoo» έπειτα από απλή πρόταση:

Chat στο Facebook:
- πωπω ρε πούστη μου πεινάω και σου μιλάω επειδή σε αγαπάω.
- manashoo.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη έννοια,από την αγγλική λέξη spammer και το σπαστικός. Περιγράφει αψεγάδιαστα το ενοχλητικό σκουπίδι του διαδικτύου, περσόνα που προκαλεί την έκρηξη των γεννητικών οργάνων άλλων χρηστών του internet και γίνεται συχνά πυκνά αντικείμενο χλευασμού για το λόγο αυτό.

Συνώνυμα: σπασαρχίδιο (δικτύου), και ντέφια

- Γεια, είμαι ο Στέφανος! Γράψου στο blog μου αν θέλεις, παίξε και το παιχνίδι μου!
- Τι είναι αυτός ο σπαμστικός ρε μαλάκα, σε λίγο θα ζητάει και πίπες...

βλ. και σπαμαρχίδας, Spamστικός, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτίθεται πως επικοινωνεί με τον υπολογιστή του με τηλεπάθεια και πλασάρεται ως μέγας γνώστης για να εντυπωσιάσει, αλλά επί του πρακτέου είναι για τον πούτσοβιτς και γίνεται ως επί το πλείστον ρεζίλι! Ο ψευτοχάκερ δηλαδή.

- Μου είπε το μωρό να πάω να τη βοηθήσω να κάνει φορμάτ και εγκατάσταση προγραμμάτων...
- Εσένα;
- Της είπα ότι έχω μαύρη ζώνη στα κομπιούτερ ο μαλάκας. Δεν ξέρει ότι είμαι χάκσερ!
- Σωστόαστ! Πάρε καπότες φράουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απάνεμο λιμάνι του μπλόγκερ, ο ιντερνετικός ναός του, το ημερολόγιο που καταγράφει με θρησκευτική ευλάβεια πιπεράτα και ευσεβείς πόθους. Ο προσδιορισμός συμπληρώνεται με το πρόθεμα ευλογ- που ειρωνικά ανάγει την αυνανίλα του σε θρησκεία.

- Τι λέει αυτός στο ευλογοσπότ του ρε φίλε;
- Τρόπους να αλλάξεις ζώδιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καμένος μικρομπλογοτέχνης που ξημεροβραδιάζεται με το εξυπνόφωνο ανά χείρας τουιτάροντας δίχως αύριο. Πρόκειται για πρόσφατο φαινόμουνο, καθώς το πρώτο κελάηδισμα έβερ τοιουτίστηκε το 2006 εν είδει σουμουσού. Έκτοτε οι τουιτεράδες αυξήθηκαν και πλήθυναν εκθετικά και πλέον ευθύνονται για το τιττύβισμα και το τιττιττύβισμα (re-tweet) εκατομμυρίων πληροφοριώνε και παραπληροφοριώνε σε όλο τον γλόμπο σε πραγματικό χρόνο. Πέραν της ψώρας που τα διακρίνει, τα τσίου έχουν εξελιχθεί σε σημαντικό εργαλείο μάρκετινγκ, προπαγάνδας, δημοσίων σχέσεων αλλά και κοινωνικών εξεγέρσεων (βλ. αγανακτίστας, αραβικές ανοίξεις, Ιράν, Κίνα και δεν συμμαζεύεται).

Οι τουιτεράδες βρίσκονται στην μπούκα όχι μόνο απολυταρχικών καθεστώτων (π.χ. το 2010 η κινεζούλα τουιτερού Cheng Jianping καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα για κάποιο ατυχές της κρα) αλλά και δυτικοευρωπαϊκών τοιούτων (το 2011 ο David Cameron ως νέος Δημήτρης Μαρούδας απείλησε να μπλοκάρει το τιτιβιστήριο κατά την διάρκεια ταραχώνε).

Α, ας προβώ και στο αναμενόμενο νεοφιλελέ τσίγκλισμά μου (όχι Βράστα, μηηηηη!!!): η εταιρεία Twitter έχει περίπου 2.256 λιγότερους υπαλλήλους από την παλιά ΕΡΤ· #diedwste.

1. Κατηγορία απόλυτο αρσενικό, άντρας μετροσέξουαλ, γιάπης της κακιάς ώρας, Χρυσαυγίτης περιωπής, ψυχωτικός επαναστάτης, κομπλεξικός τουιτεράς, οι γελοίοι βρίσκονται λίγο-πολύ παντού και μουγκρίζουν περηφάνια. Η ποίηση είναι για τις αδερφές και η λογοτεχνία για τους φλώρους. Μην εμπιστεύεστε τις λέξεις. Δεν σημαίνουν.

2. Όταν ένας τουιτεράς φιλοσοφεί, το άγαλμα του Αριστοτέλη παραγγέλνει φρέντο με μαύρη ζάχαρη και ανοίγει το φβ για να παίξει κάντι κρας.

3. Φανατικός «τουιτεράς» ο 19χρονος τρομοκράτης

4. Σημερα έφυγε ένας φίλος τουιτερας, μια αγνη ψυχη..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιά για τα SMS άκα χεσεμές άκα στέλνω μηνυματέισον. Η αποστολή σουμουσού υπήρξε το πρώτο «έξυπνο» απλικέησιο τση κινητούμπας, όταν αυτή ήτο ακόμη ιουράσιος παντόφλα και ουχί εξυπνόφωνο, οι δε χρήστες αυτής homines erecti και ουχί cyborgii.

Αν και παρωχημένο και ακριβό την εποχή των τζαμπέ μουσουνού, σκάϊπ, τσίου και δε συμμαζεύεται, το ταπεινό σουμουσού παραμένει δημοφιλέστατο εργαλείο επικοινωνίας, καμακίου τσε μάρκετινγκ.

1. χαίρομαι που η γιαγιά σου έμαθε να στέλνει σουμουσού.

2. Σύνδεσα και το twitter με το facebook και το linkedin. Piece of cake. Κελαïδάω και πάει παντού. Το direct message είναι τζάμπα. Υποκαθιστώ το σουμουσού. Που κοστίζει.

3. Σε έστειλε σουμουσού to dorabak; Γρήγορα εξορκισμό! Σόι πάει η γκαντεμιά!

4. Δαγκωτό την ψήφισαν τα σουμουσού. Πήραν φωτιά τα κινητά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».

Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».

Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:

  • «μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,

  • «μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.

Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».

Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.

  1. Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.

  2. Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
    (έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)

  3. Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...

  4. Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
    (μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)

  5. Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.

  6. Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από Khan, 01/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατηρεί ο νονός στο Δημόσιο Πρόχειρο vardar «το γράφουν κάθε πρωί φίλοι στο Facebook και συνήθως ακολουθείται από τουλάστιχον τρία θαυμαστικά ή αποσιωπητικά». Πρόκειται για την πρακτική που έχει οδηγήσει στον χαρακτηρισμό καλημεράκιας.

Κυκλαδίτικες καλημέρες! (δες)

(από Khan, 23/10/13)Καλημεράκιας με στυλ (από Khan, 05/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Νεόκοπο κράξιμο προς θείτσες, λυκόπουλα και άλλους ασχετίδηδες που μας κάνουν τα αρχίδια αερόστατα καθώς πελαγοδρομούν με τις ώρες μπροστά απ' το ΑΤΜ.

Ισχύει και για αργοκάραβα και ρεητσαρλίνες σε δημόσιες υπηρεσίες που χειρίζονται τον κομπιούτορα πιο αργά απ' τον θάνατο.

1. Άμα αργήσει κι άλλο ο τύπος στο ΑΤΜ θα πάω και θα τον ρωτήσω σε ποια πίστα είναι...

2. 10 λεπτά μπροστά στο ΑΤΜ... Ή είναι δύσκολη η πίστα ή πάει για high score η θεία μπροστά.

(από σφυρίζων, 31/10/13)(από σφυρίζων, 31/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified