Further tags

Παραλλαγή του Κοκκαλιστάν. Λόγω των ΜΜΕ που έχει υπό τον έλεγχό του ο Λαμπράκης.

- Τι το ψάχνεις; Πού να βρεις το δίκιο σου στην Ελλάδα του Λαμπρακιστάν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέκταση κλασικών χαρακτηρισμών όπως «τσου ρε Λάκη» ή «ίσα ρε». Εξαιρετικά υποτιμητική προσφώνηση.

- Πρόσεχε σε παρακαλώ πως μιλάς.
- Ίσα ρε... Λάκη... γλυκούλη...

Υφάρχουν και χειρότερα... (από nasos, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι υπερευαίσθητος και φοβάται να αναμιχθεί σε οποιαδήποτε ένταση (καλομαθημένος σκατοφλώρος). Η λέξη προέρχεται αρχικά από το ζεύγος Κλούβιου και Σουβλίτσας.

- Πάμε να ξεφορτώσουμε τις παλέτες με τα πλυντήρια;
- Είσαι σοβαρός; Θες να ιδρώσω και να χτυπήσω;
- Σιγά μωρή Σουβλίτσα. Μήπως θες να περιμένω να σου στεγνώσει το μανό;

Κλούβιος και Σουβλίτσα - ρετρό. (από poniroskylo, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τρίο κωμικών ηθοποιών The Three Stooges, που έδρασαν στην Αμερική στις αρχές και μέσα του 20ου αιώνα: Λάρυ, Μόε, Κάρλυ.

Χρησιμοποιούσαν χοντρά αστεία, φυσικό χιούμορ. Οπότε μπορεί να λέγεται για τρίο Αγίας Παρασκευής ή για σάρα, μάρα και κακό συναπάντημα, ή για γελοίους, γκροτέσκους τύπους. Βλ. και τον άλλο ορισμό για τα περαιτέρω.

Τι κάθονται εκεί αυτοί οι μπαγλαμάδες σαν το Τρίο Στούτζες;

(από Dirty Talking, 07/02/09)Και ναζιάρηδες (από Dirty Talking, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια και τα αυτοαναφορικά λήμματα είναι της μοδός, να ευλογήσω κι εγώ τα γένεια μου (στην κυριολεξία εν προκειμένω). «Hank» είναι η συνήθης απόκληση του Henry Chinaski, δηλαδή του alter ego του Αμερικανού συγγραφέα Charles Bukowski. Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στο ότι ο Μπουκόφσκι έχει καταστεί τις τελευταίες δεκαετίες η νο3 αυθεντία, ήτοι μετά τον Γιαλόμα και τον Κούντερα, στο κεφάλαιο σεξ και ανθρώπινες σχέσεις με γαρνιτούρα κουλτούρα να φύγουμε ή «μη γαμάς πολύ, κουλτούρα και λίγο». Βοηθάνε τα εξαιρετικά λογοτεχνικά έργα του Αμερικανού, που συνδυάζουν κοφτερή ψυχολογική (και όχι μόνο) διείσδυση με αυτοσαρκασμό, χιούμορ που σπάει κόκκαλα και καυστική σάτιρα προς το αμερικλάνικο όνειρο- εφιάλτη. Το σλανγκικό ενδιαφέρον είναι ότι στην ελληνική σλανγκ το «Μπουκόφσκι» παρετυμολογείται από το «μπουκώνω», κάτι που δεν είναι ξένο άλλωστε προς την ιδιοσυγκρασία του Αμερικανού συγγραφέα- θιασώτη της κοινογαμίας. Οπότε «μπουκόφσκι» είναι ο κουλτουριάρης, που δεν είναι μόνο του «κουλτούρα και λίγο», αλλά και του «γαμάω/ μπουκώνω πολύ». Ο κουλτουριάρης που παίρνει την ρεβάνς, ο κουλτουριάρης, ναι, αλλά με κάτι αρχίδια ναααα.

(Από νούμερο του Χάρρυ Κλυνν, όπου ο ίδιος υποδύεται γύφτο, και μια ηθοποιός την Μαλβίνα Κάραλη):

Μαλβίνα: Εσύ με τα τσακίρικα μάτια, ναι, εσύ, μ' ανάβεις, αυτά που λες τα είπε κι ο Κούντερα, τα είπε κι ο Μπουκόφσκι!
Γύφτος: Ναι, αλλά άμα σε μπουκόφσκι εγώ, θα πεις τον δεσπότη Παναγιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, αυτός που πιστεύει ότι είναι ο θεός της μπάλας, ότι παίζει φοβερό ποδόσφαιρο. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το «Μαραντόνα» ή το «Ζιζού» (ή και οποιοδήποτε όνομα κορυφαίου ποδοσφαιριστή).

- Καλά, χθες που πήγαμε για 5x5, έβαλα ένα γκολ γαμάτο! Πέρασα 3 αμυντικούς και πριν καλά καλά καταλάβει τίποτα ο τερματοφύλακας, το κάρφωσα στη γωνία!
- Σώπα ρε Πελέ, και τι έχει να λέει αυτό... εγώ έχω βάλει καλύτερα γκολ.

Βλ. και σχετικά λήμματα: άμπαλος, ο και Ampalinho (Αμπαλίνιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολιτικός ή ο συνδικαλιστής που έχει εύκολες τις υποσχέσεις,που θέλει να παραμυθιάζει τους ψηφοφόρους του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται θαθάκιας, κατώτερος των περιστάσεων, υποκριτής και ανίκανος. Ο όρος προέρχεται από την ταινία:«Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Κωνσταντάρα, όπου ο Κωνσταντάρας υποδυόταν τον υπουργό αγροτικής ανασυγκροτήσεως Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, ο οποίος έχοντας εμπιστοσύνη στους αυλοκόλακες του περιβάλλοντός του αγνοούσε τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου και είχε εύκολες τις υποσχέσεις.

- Πλησιάζουν πάλι οι εκλογές.
- Ωχ. Θα μας πρήξουν πάλι τα αρχίδια οι διάφοροι Μαυρογιαλούροι με τα έργα που θα κάνουν, με τα χρυσά κουτάλια που θα μας δώσουν να τρώμε και με τις άλλες παπαριές που θα ακούσουμε. - Αυτοί τη δουλειά τους και μεις τη δικιά μας
- Δηλαδή;
- Μαύρο δαγκωτό στους Μαυρογιαλούρους. Στο καρφί χωρίς επιστροφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ο χτυπημένος από τη ζωή και τις κακουχίες της που παίζει μπουζούκι για να παρηγορηθεί.

Ο όρος έχει βγεί από τον μεγάλο ηθοποιό του έθνους Νίκο Ξανθόπουλο, από την ομώνυμη ταινία Γιακουμής - μια Ρωμαίικη καρδιά.

Συνήθως χρησιμοποιείται για αυτούς οι οποίοι κλαίγονται συνεχώς για την πάρτη τους, με απώτερο σκοπό να τους λυπηθείς και να τους καβατζώσεις (κυρίως οικονομικά). Συνηθίζεται η έναρξη της κλάψας να γίνεται με την λέξη: «Μάνααα...», αφού συνήθως κλαίγονται στη μάνα τους για λύπηση και χαρτζιλίκι.

Υπάρχει φυσικά και η δεύτερη και σημαντικότερη χρήση, η οποία αναφέρεται σε υπερβολικά πλούσια ή νεόπλουτα άτομα, με απαραίτητη προϋπόθεση την κατοχή σκάφους ως μουνοπαγίδα. Συνήθως κυκλοφορούν με πουλοβεράκι στους ώμους και σορτσάκι Nautica και κόβουν βόλτες στις μαρίνες σε ακτίνα κοντινή στο σκάφος. Μιλάνε στο κινητό μεγαλόφωνα και κανονίζουνε το επόμενο μπακουροπάρτυ στο σκάφος. (Ο Γιακουμής της ταινίας κοιμότανε σε βάρκα και όλο το story έπαιζε γύρω από αυτό).

Η χρήση αυτή του όρου γίνεται με εντελώς αντίστροφη λογική από αυτήν του αγαπητού παιδιού του λαού! Σε αντίθεση με τον Ξανθόπουλο - που ήταν χαμάλης στο καρνάγιο - τα άτομα αυτά συνήθως δεν δουλεύουν.

  1. Τάσος: - Ρε συ Πάμπο, πού να σου λέω τι έπαθα... Πάνω που ερχόμουνα με πιάνει λάστιχο, παίρνω λεωφορείο και μου κλέβουνε το πορτοφόλι, με πιάνει εισπράκτορας και τρώω πρόστιμο, το κινητό δεν έχει μονάδες και δεν έχω και τηλεκάρτα! Έχεις κάνα ψιλό για δανεικά; και θα στα φέρω αύριο...
    Πάμπος: - Πού 'σαι Γιακουμή; Το μπουζουκάκι σου και σ' άλλη παραλία...

  2. - Μαλάκα, τι σκάφος είναι αυτό που έχει το πουρέιντζερ;;;;
    - Ναι, ναι... Γιακουμής ο δικός σου...!

(από GATZMAN, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική μέθοδος κάλυψης / απόκρυψης φαλακρών περιοχών μακραίνοντας τα πλαϊνά υπαρκτά μαλλιά και κολλώντας τα με διάφορους τρόπους κατά πλάτος της κεφαλής ώστε να βρουν τα μαλλιά της άλλης πλευράς.

Ο Σπύρος σε λίγο θα ξεκινήσει την αλεφάντεια...

και στις καβλύτερες οικογένειες (από xalikoutis, 26/09/08)έλα, λίγα λόγια, λέμε! (από BuBis, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τσιγκούνης.
  2. Αυτός που έχει πολλά λεφτά.
  1. - Αυτός ο Αντώνης είναι πολύ Σκρουτζ, δεν δίνει τίποτα σε κανέναν!

  2. - Ο ιδιοκτήτης της Microsoft έχει τόσα λεφτά, όσα είχε ο Σκρουτζ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified