Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:

1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.

Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.

Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...

3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.

Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.

Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.

4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.

  1. «Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)

  2. «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
    Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:

Κάτι θέλω να σου πω που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.

Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω

Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.

Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.

Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.

Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά

  1. –Τι 'ναι αυτή η στοίβα ρε;
    – Ό,τι πιατικό γλίτωσε απ’ τη μπετονιέρα στο 15. – Με μια σφήνα Κάτυ μόνο; Κρύψ’ τα κάσιους και στείλε μπίο.
    – Μπίο γιοκ εδώ και μισή ώρα.
    – Λες να ‘χει καβάντζα η μπουζουκλερί απέναντι;
    – Κι εκείνα από ‘κει ήταν.
    – Πω ρε πούστη μου!! Μα που τα βάζει;
    – Να ψήσω τραχανά με στραγάλια στα μικροκύματα ντεμέκ εξωτικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πωλούνται σε μαγαζί που πας να προμηθευτείς φρου-φρου κι αρώματα, δηλαδή τσιμπιδάκια, χτένες, στρας, σκιές, μάσκαρα, ψεύτικες βλεφαρίδες, όζες, εξτένσιον, φτιασίδια, γενικώς σύνεργα καλλωπισμού και μούνεργα στην υπηρεσία του αξιώματος: "δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν".


Πελάτες της επιχείρησης του "εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται", είμαστε εν δυνάμει όλες οι ανθρωπίνες, από τις Καλλιόπες, τα θήλεα νέας κοπής και τη γυναίκα από σόγια, μέχρι την καλλjόπη, τη γυναίκα-γαρίδα, τη γυναίκα-μπογιατζή και το μουνί καλλιγραφία.
Δεν είν' απαραίτητο να πλήττεσαι από γυναικουλίαση, ούτε να είσαι κουνενές ανθρώπας εδώ και τώρα, για να ψωνίζεσαι ενταύθα, αρκεί μόνο να μην είσαι χαρχάλω, ταγάρω και να μην - λέμε τώρα- έχεις κλείσει ως γυναίκα (αν και η τελευταία που το δήλωσε και που εξ αιτίας της δημιουργήθηκε το λjήμμα, τέτοια μαγαζιά τα 'χε χτίσει, ναούμ').
φινετσάτες Ρωμαίες μετά από treatment με είδη πουτανικής
  1. Από πού τα πήρες αυτά, απ' τα είδη πουτανικής στην Αναγνωστοπούλου; (σλανγκιά του περιβάλλοντός μου -έπεσε στην αντίληψή μου πριν εικοσαριά χρόνια).
    ♥♥♥♥♥♥♥♥♥
  2. Οι τραγουδίστριες στα μπουζούκια ψωνίζουν από καταστήματα με είδη πουτανικής (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μουρλέγκω, μουρλόγκα

Η τρελέγκω, η τρελόγκα η τρελοκαμπέρω.

Καλύπτει όλο το φάσμα των περιπτώσεων, από την αγαθιάρα εκκεντρική που αγαπάμε μέχρι και την σκατόψυχη σόσιοπαθ που, δοθείσης της εξουσίας, θα καλιγουλίσει ούρμπι ετ όρμπι και θα προβεί σε μικρές ή μεγάλες ασχήμιες.

- «Άι γαμήσου, μουρλέγκω», μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του ο Αρίστος... (εδώ)

- Ποιος θα την μαζέψει την μουρλέγκω; Κύριε Αλέξη Τσίπρα, αν πράγματι θέλετε να διατηρήσετε στον ΣΥΡΙΖΑ όλον αυτόν τον κόσμο της Δημοκρατικής Παράταξης που σας εμπιστεύθηκε πριν μερικούς μήνες, καλό θα ήταν να βρείτε έναν τρόπο να ΣΙΩΠΗΣΕΙ η ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΤΑΤΗ κυρία Κωνσταντοπούλου. (εκεί)

Φτηνό λολοπαίγνιο από μπλογκ 3ης κατηγορίας

- Tι λές μαρή ;;;; Μουρλόγκα.....Το παιδί μου να μην με αγαπά ; Που με λέει και "μανούλα"... και κάνω τσίσααααα από τη χαρά μου δεν το συζητώ... (αρχετυπική Ελληνίδα Μάνα, παραπέρα)

- σαν την άλλη τη μουρλόγκα την εναλλακτικιά που ισχυρίστηκε ότι μετά το σουβλάκι είναι καλύτερα να πιεις βυσινάδα και τσάι του βουνού αντί για ποτό με ανθρακικό.(παραδίπλα)

Εκ του βεν. murlo ("χαζός") και των γαμοσλανγκοκαταλήζεων -έγκω και -όγκα.

Αγγλιστί: Batshit crazy woman.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατήγορία γυναικών που αν έπαιζε μπάλα θα 'ταν ο Τσιάρτας. Με λίγα λόγια ωραίες κοπέλες ιδιαίτερα κομψές και αέρινες με μια χάρη ένα κάτι που άμα θέλουν μπορούν, αλλά δε θέλουν...

Ασπαζόμενες όμως το δόγμα τσιάρτα (Έλα μωρέ ποιος τρέχει τώρα; άραξε, έχει και ίσκιο και άμα βγάλουμε 2-3 μπαλιές πέρασε η μέρα) καταλήγουν να γίνονται συχνά γκόμενες αστερίες και θεωρώντας ότι αφού είναι καλές γκόμενες το χρέος τους το 'καναν όποτε οι άντρες πρέπει να κάνουν όλοι τη δουλειά συμπεριλαμβανομένου του να καυλώνουν από μόνοι τους. Τέλος, συχνά είναι πιο βαρετές και από ούγγρο τροβαδούρο.

-Μαλάκα τι ωραία κοπελίτσα αυτή εκεί!!!
-Άσε την ξέρω... Τσιάρτας είναι... Άμα πας να τη μιλήσεις πάρε και ένα gameboy να περνάει και η ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τις γυναίκες που βάφονται τόσο πολύ, ώστε γίνονται σαν ανάποδο γαμώτο.

- Χάχα! Κοίτα την γκόμενα ρε. 5 κιλά στόκο έβαλε στην μάπα της! Σκέτος Πικάσσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ χοντρή γυναίκα που μοιάζει με φάλαινα, η Φάλαινα Άντερσον. Προφ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το φαλαινοθηρικό, χρησιμοποιημένο και από τον Μάρκο Σεφερλή.

Γιατί μπορεί εμείς να είμαστε ένα niche κομμάτι της αγοράς αλλά το βυζί κανείς δε μπορεί να το σνομπάρει, ειδικά αν η βυζοφέρουσα δεν είναι φαλαινοθηλυκό. (Από το θρεντ «Βυζοπούλες σε μπουρδέλα» του μπουρντέλα ντοτ κομ).

(από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified