Further tags

Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.

Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.

- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποψίλωση με τσάπες. Μαζί με το γόπινγκ αποτελούν τις δύο πιο διάσημες αγγαρείες του στρατού σε περίπτωση επιθεώρησης του στρατοπέδου.

- Άσε, δεν την παλεύω. Μας έβαλε χτες ο διοικητής να κάνουμε τσάπινγκ 4 ώρες μες στο λιοπύρι. Μου κόπηκαν τα χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ομότιτλη ταινία όπου μια φάλαινα παίζει κύριο ρόλο. Την χρησιμοποιούμε συνήθως για να πούμε εμμέσως ότι μια είναι πολύ χοντρή.

Μαρία:
Σας έδωσε καλό τραπέζι στους onirama η Σαμάνθα μαιτρ;

Κώστας:
Ο free willy εξυπηρετεί μόνο επωνύμους, πάλι μάπα μας έδωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα άτομα που είναι πολύ ποζάρες, με γουστέλλειψη και κάνουν τα πάντα για να τραβήξουν την προσοχή των άλλων, κυρίως με έξαλλη εξωτερική εμφάνιση, χρησιμοποιείται συχνότερα για τις Barbie.

-Είδες τι φοράει πάλι σήμερα; Το μίνι δε φτάνει ούτε στον αφαλό!
-Αφού είναι σουργελέισον ρε!

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μεγάλη καλλιτεχνική παιδεία και αίσθηση της μόδας συνάμα, ή ετσι τουλάχιστον νομίζει. Εκφράζει άψογα τις εφήμερες τάσεις στη μόδα, τη μουσική και τις τέχνες γενικότερα. Συνηθίζει να επιδίδεται σε διάφορα «ινσταλέισιονς» (εξού και η προέλευσις) ή «πρότζεκτς» που είναι συνήθως ετερόκλιτα και εξίσου απαράδεκτα. Το γεγονός ότι δεν έχει ταλέντο σε καμία από τις 14 τέχνες στις οποίες «αυτόν τον καιρό» επιδίδεται, δεν τον πτοεί. Ασχολείται μετά μανίας με την τέχνη του βίντεο άρτ, ράβει τα ρούχα του και είναι συνήθως γκέυ αλλά και dj.

- Θα πάμε Μάκη στο επόμενο πάρτυ Amateur;
- Στάνταρ ρε φίλος... Παίζουν και οι Stileto Scag που είναι πολύ ινσταλέισιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μάζεμα των φύλλων από φαντάρους στο στρατόπεδο, ιδίως το Φθινόπωρο. (Συνήθως με σκούπες, τσουγκράνες και φτιάρια + μαύρες σακούλες) - Δεν θεωρείται ιδιαίτερα βαριά αγγαρεία...

Της ίδιας οικογενείας με τα: γόπινγκ, τσάπινγκ

Ετυμολογία: = Φύλλο + ing (γερούνδιο)

Ομόηχο με το αγγλικό Feeling

- Ξέρεις τι αγγαρεία μας περιμένει σήμερα, ρε σειρά;
- Γόπινγκ και φύλλινγκ... Άσ' τα θα πήξουμε...
- Ωχ φύλλινγκ; Nothing more than feeling!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει γρι Αγγλικά, αλλά προσπαθεί να κολλήσει σε οποιαδήποτε κουβέντα πετώντας κουφές λέξεις/φράσεις greeklish καταφέρνοντας μόνο να γίνει ο περίγελος της παρέας.

Η φράση προέρχεται από πραγματικό περιστατικό που ακούστηκε πρόσφατα σε συζήτηση σχετικά με την δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Prison Break». Ο τύπος που κατοχύρωσε τα δικαιώματα του όρου, πετάχτηκε σαν σφηνόπουτσα στην κουβέντα λέγοντας: «Παιδιά, βλέπετε κι εσείς πρίζο μπρέι;;». Έκτοτε έχει γίνει επίσημα slang όρος.

- Χάι μωρό. Μάι νέϊμ ιζ Μήτσος εντ άι σπικ ίνγκλαντ βέρυ μπεστ! Κεράσει ποτό;
- Πώπω ρε φίλε! Τι πρίζο μπρέι είσαι συ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφραση για αργό πλοίο, τόσο αργό που η επίδοση του ειρωνικά παραλληλίζεται με επίδοση ιστιοσανίδας.

- Καλά, ταξιδεύουμε 8 ώρες με αυτή τη μπακατέλα, κι ακόμα να φτάσουμε. Τον πρηγούμενο μήνα που ταξιδεύαμε με το Χ (καράβι προδιαγραφών), φτάσαμε σε 5,5 ώρες.
- Εμ την τελευταία στιγμή που πήγαμε να κλέισουμε εισητήρια, μόνο με Kaklamanakis lines θα μπορούσαμε να ταξιδέψουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο σκασμός, η ησυχία, το «βούλωσέ το» κτλ. Προέρχεται από παράφραση και ελληνοποίηση του γνωστού πλήκτρου mute που βρίσκεται σε κάθε συσκευή που παράγει ήχο. Λέξη που χρησιμοποιείται τόσο ειρωνικά γι' αυτόν που δεν μιλάει και πολύ, όσο και κυριολεκτικά για τον σπασαρχίδη που δεν βάζει γλώσσα μέσα και μιλάει συνεχώς. Χρησιμοποιείται και με το ρήμα πατάω.

  1. - Μούτα ρε φίλε! Μας έχεις πάρει τα αυτιά πάλι!
    - Άσε μας ρε μαλάκα. Τι να πω, αφού ξέρεις δεν έχω κέφια.

  2. - Ρε Τάκη θα πατήσεις λίγο τη μούτα μπας και σκοράρω με το γκομενάκι; Τόση ώρα μιλιά δεν έβγαλες, τώρα σου ήρθε να ρωτήσεις πόσο δίνει τον άσσο στο 322;

Από φυλάκιο της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άγιος των απανταχού της γης emo.

Παραδείγματα περιττεύουν.

Άη Λάινερ (από poniroskylo, 20/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified