Καλιαρντή λέξη εκ του γαλλικού bonbon. Σημαίνει την καραμέλα και μεταφορικώς την πεολειχία.

Μπουτ λατσό το τσόλι.. Σαρμελιά γδούπα... Κουραβέλτες... και απανωτές κουραβέλτες... Λατσάαααα... Άβελα πιασμάν στην μπάρα... και μπομπόνα μπουτ... Γδούπα φιλενάς... Γδούπα.... Αχχχχχχχ.... Θέλω να τον αβέλω συνέχεια..... (Από το Μπου).

Αβέλω μπαλόμπα και νάκα η μπόμπα (μπομπόνα)

Άσχετο: Είναι και μια ποικιλία φασολιών που το μικρό στρογγυλό σχήμα τους θυμίζει καραμέλες (δες εδώ) καθώς και είδος άνθους αγριοτριανταφυλλιάς.

Φασόλια μπομπόνα

Σχετικοάσχετο: Είναι και γουτσωνύμιο παλαιάς κοπής (δεκαετία 1950 κιέτσ' κατά τον Σφυρίζοντα) τύπου μπουμπού.

Δεν την συνιστω σε κανεναν, ειναι μια ξανθια μπομπονα, κατι σαν τριτοκλασατη τραγουδιστρια σε σκυλαδικο της εθνικης. (Σχετικοάσχετο παράδειγμα από το Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified