Further tags

Λέξη της ναυτικής σλανγκ.

Η ξαφνική καταιγίδα που ξεσπάει βίαια, συνήθως μικρής διάρκειας.

Μου θυμίζει το αγγλικό rage (=οργή). Στα γαλλικά πάντως, ouragan είναι η θύελλα.

Εκφράσεις: είναι ραγάνι, κατεβάζει ραγάνι, πετάει ραγάνι.

  1. Ο καιρός έδινε 8αρι τραμουντάνα, αλλά εδώ την νύχτα είχε φτάσει 9άρι γραίγο με το κύμα να μπαίνει ζωντανό στον Εύδηλο και να λούζει το λιμάνι ενώ ο αέρας ήταν ραγάνι. Από εδώ (καταχώριση Νο 6).

  2. Άσχετα το ότι είναι Ιταλός ο πλοίαρχος, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένας τέτοιος όγκος σε πρυμοδέτηση είναι πολύ δύσκολο να ασφαλίσει ιδιαίτερα στην Ηγουμενίτσα σε ένα λιμάνι που από το πουθενά μπορεί να πετάξει ραγάνι, ή να γίνεται χαμός άμα έχει κακοκαιρία. Από εδώ (καταχώριση Νο 16)

  3. «Θα το βγάλω ραγάνι, που θέλει να πει, καταιγίδα σφοδρά μα μικρής διάρκειας. Κι άμποτε Θε μου, το τελευταίο να΄ναι στη ζωή μου. Καλοπέρασα με την πρώτη, τον τυφώνα, στα νιάτα μου, μ΄ακόμα πιο πολύ, χίλιες φορές πιο πολύ, με τούτη, το ραγάνι,** τώρα που μπαίνω στα γεράματά μου. Φτάνει πια.»
    Από το μυθιστόρημα του Βασίλη Λούλη, «Τη λέγανε Μαρία» (1948).

(από Mr. Cadmus, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό: φοντανάκι, φουντανάκι

Μικρό γλύκισμα (σοκολατάκι, ζελεδάκι κλπ.) που χρησιμοποιείται για κέρασμα. Η λέξη προέρχεται από το Γαλλικό fondant που αναφέρεται σε μία βάση ζαχαροπλαστικής (ζάχαρη, νερό κλπ.) που χρησιμοποιείται συνήθως για την κάλυψη ή διακόσμηση κέικ (σε αυστηρά ζαχαροπλαστικούς όρους τα fondant για κάλυψη και διακόσμηση είναι διαφορετικά).

Τα φοντάν αποτέλεσαν μία από τις πιο γλυκιές αμαρτίες των παιδιών μεσοαστικών οικογενειών των δεκαετιών του 60 και 70. Η νοικοκυρά που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να είχε υποχρεωτικά στο σπίτι ανά πάσα στιγμή μια φοντανιέρα με φοντάν. Ήταν ζήτημα τιμής να υπάρχει ένα μικρό γλύκισμα για να κεραστεί ο απρόσμενος επισκέπτης. Ήταν θέμα τιμής για την μεσοαστική νοικοκυρά να έχει φοντάν (Ευρωπαϊκού τύπου γλύκισμα), καθώς τα άλλα εναλλακτικά κεράσματα της στιγμής ήταν τα γλυκά του κουταλιού και το υποβρύχιο, τα οποία ήταν δηλωτικά φτώχειας (μιλάμε για το 60 και το 70, μην κοιτάτε που σήμερα το γλυκό του κουταλιού και το υποβρύχιο είναι λάιφ στάιλ). Συνήθως η φοντανιέρα με τα φοντάν ήταν κρυμμένη σε μυστική τοποθεσία για να αποφευχθεί η κατανάλωση των φοντάν (και άρα το ντρόπιασμα της νοικοκυράς) από τα παιδιά του σπιτιού. Έλα όμως που κάθε παιδί που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να ανακαλύψει την μυστική τοποθεσία και να καταναλώσει ΟΛΑ τα φοντάν!

Ένα άλλο τραγελαφικό που μπορούσε να συμβεί όμως, γινόταν όταν αφενός τα παιδιά του σπιτιού δεν κατάφερναν να ανακαλύψουν την φοντανιέρα και αφετέρου τύχαινε να μην υπάρχει επισκέπτης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν υπήρχε λοιπόν μια ξαφνική επίσκεψη, γινόταν αντιληπτό ότι τα ξεχασμένα φοντάν έχουν αλλοιωθεί και είτε είναι πέραν κάθε σκέψης το κέρασμά τους στον επισκέπτη, είτε το κέρασμα ακολουθούσε (μετά από λίγη ώρα) μακροχρόνια επίσκεψη στην τουαλέτα προς αποβολή του στομαχικού ή εντερικού περιεχομένου (σοκολατάκια ξεχασμένα για τρεις μήνες σε συνθήκες ελληνικού καλοκαιριού αποτελούν το καλύτερο υπόστρωμα ανάπτυξης σαλμονέλας και άλλων βακτηριδίων).

Το φουντάν είναι ουσιαστικά η «βλάχικη» προφορά του φοντάν και έχει γίνει θρυλικό από την αναφορά του από τον Ζήκο (Χατζηχρήστο) στην ταινία «Της κακομοίρας».

- Τι θα σας κεράσουμε;
- Ένα φοντάν θα το έπαιρνα ευχαρίστως!

Ζήκος: Της Κακομοίρας. "Φουντάν" (από lifeingr, 23/07/10)(από Vrastaman, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικός ορισμός υπάρχει και στο γαλλικό.

Τρόπος χτυπήματος στο μπιλιάρδο όπου ο αθλητής σηκώνει τη στέκα σχεδόν κάθετα έτσι ώστε χτυπώντας τη μπάλα αυτή να διανύσει μια πολύ κλειστή παραβολική τροχιά (κάνοντας σχεδόν στροφή U). Αν ο παίχτης είναι άσχετος συνήθως συνοδεύεται και από σκίσιμο τσόχας...

Παραλλαγή του είναι και ο φαλτσοπικές, όπου η στέκα σηκώνεται αρκετά αλλά όχι κάθετα με αποτέλεσμα η μπάλα να διανύσει μια ελαφριά καμπυλωτή τροχιά.

Άσε τους πικέδες γιατί δεν είμαστε να πληρώνουμε τσόχες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του MDMA, αγαπησιάρικο ναρκωτικό δημοφιλές μεταξύ των χίπιδων.

Γαμώ τα πάρτι!!! Μανταμίτσα παντού και ιδρωμένες αγκαλιές σε όλους. Πολύ αγάπη ρε φίλεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πρώτο βήμα προς την διόρθωση του λάθους της φύσης να γεννήσει κάποιον με κάποια πράγματα περισσότερα εκεί ανάμεσα στα πόδια. Ελπίζω μόνο να μην υπάρχουν λήμματα και για τα πιο «βαρβάτα» βήματα. Είναι η λύση, στην οποία καταφεύγει η συμπαθής τάξη των πισωγλέντηδων, ώστε να μεγαλώσει την κόμη των μελών της και να μοιάζουν κατά τι περισσότερο στο θηλυκό γένος (θέλω να ξέρεις εσύ που κοκκίνιζες το λήμμα μέταλ, metal, ότι σε καμιά περίπτωση δεν σε συγκρίνω με τους παραπάνω).

Προέρχεται από το ποστίς ή επί το ευρωπαϊκότερο postiche, παραφρασμένο για να εξυπηρετήσει τους ταπεινούς σκοπούς όσων το χρησιμοποιούν και, θέλω να πιστεύω, όχι κοροϊδευτικά.

Το εξτένσιον των μαλλιών είναι κάτι πολύ φυσιολογικό και, από ότι είδαμε σε γνωστούς τηλεοπτικούς αστέρες, αν χρησιμοποιείται με σύνεση μπορεί να φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα! Οπότε πρέπει να γνωρίζουμε την διαφορά του απλού εξτένσιον από το πουστίς γιατί είναι πιθανόν να προκληθούν παρανοήσεις.

Στους φανατικούς πολέμιους του πουστίς συγκαταλέγονται: Ο Άγγελος Πυριόχος, η (Ρεπορτάζ:) Έφη Μαλτέζου, ένας τύπος που είχε πάει σε κάποιο Big Brother αλλά δεν θυμάμαι και ο Νίκος Καρβέλας, που τα προτιμάει φυσικά (Όχι αλήθεια! Στην εκπομπή του Μάκη είδα το καρύδι, οπότε δεν υπάρχει αμφιβολία!).

- Ρε φίλε, ο Τάκης είναι αυτός με το τακούνι και την μαλούρα;
- Άσε, προχτές τον είδα κι εγώ... Μου φοράει ό, τι πιο κιτς κυκλοφορεί και μιλάει σαν τον πουρουπουπού. Αφού έκανε και πουστίς τα πράγματα δείχνουν προς Συγγρού μεριά...
- Καλά, πριν μια βδομάδα δεν σας είδα μαζί στην Ερμού;
- Τι λες ρε συ; Έχω εγώ λεφτά για ψώνια; Ούτε από κοντά δεν περνάω.
- Όχι, εννοώ...
- Κατάλαβα ρε, πού θα πάει αυτό με τα επιτόκια. Κι εγώ το ίδιο αναρωτιέμαι φίλε μου.

Mein Hair, αυτά τα extenstions δεν φιλοτέχνησε χειρ τις, αλλά πους τις! (από Vrastaman, 21/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από παραφθορά της λέξης μπακαλορεά (γαλλικό πτυχίο) και σημαίνει τον τίτλο τιμής που σχετίζεται με τα μπάχαλα (άτομα, εταιρείες κλπ).

- Η εταιρεία όπου δουλεύεις έχει iso;
- Τέτοιο μπάχαλο και iso; Η εταιρεία μου έχει πιστοποίηση Μπαχαλορεά. Δεν είμαστε τυχαίοι φίλε μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο κινητοποιείται στο άκουσμα της φράσης
«Άντε φέρε μου αυτό...».
Να σημειωθεί ότι το μεσαίο έψιλον προφέρεται ελαφρώς, σαν γιώτα, αποδίδοντας στο λήμμα μια γαλλική εσάνς.

- Χρειάζομαι εκείνες τις βρώμικες κουρελούδες. Άντε φέρε μού τες.
- Α, δεν είναι εδώ ο αντεφέρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified