Further tags

Πρόκειται για συνδυασμό του σαμπρέλα + καμπριολέ. Χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες (που δε ντρέπονται να κλάσουν μπροστά σε γκόμενο και καταπίνουν 3 σουβλάκια/sec) όταν τους λες κάτι βαρετό, εκνευριστικό ή μουρμουράς και είσαι κλαψοκώλης.

Τουλίτσα θες να μιλήσουμε για κάτι άλλο; Μου 'χεις κάνει το μουνί σαμπριολέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, εγγυημένα, κάτι παραπάνω από σίγουρα (με τη μορφή επιρρήματος ή επίθετου).

Παλαιός ορισμός της χαρτοπαικτικής διαλέκτου που χρησιμοποιείτο αντί του ελληνικού « αβλεπί », προερχόμενο δε απ' το Γαλλικό «sans voir» (=χωρίς να δω).

Στην ορίτζιναλ εκδοχή του, αφορά το πρώτο ποντάρισμα στα παιχνίδια της πόκας, πριν δουν τα φύλλα τους οι παίκτες, αλλά και σαν ψαρωτικό αντίδοτο σε υψηλό ποντάρισμα ενός παίκτη, πριν ανοίξει ο ντίλερ το τελευταίο φύλλο στο ντεκ. Ήταν πιο συνηθισμένο, σαν έκφραση, στα κυριλέ τραπέζια της υψηλής κοινωνίας (και καλά), με την απαιτούμενη αξάν, σιρμάν (sûrement = βεβαίως). Απευθείας εισαγωγή απ' τα καζινό του Μονακό στο δικό μας Mont Parnasse (σε λίγο θα εμφανιστεί κι ο Κωσταντάρας με την Κοντού, καρφώθηκα!).

Αργότερα μεταπήδησε στο χρηματιστήριο για «προοπτικές» και πάρε - δώσε μετοχών. Είναι συνηθέστερο δε σαν απάντηση διαβεβαίωσης, για περιπτώσεις που απαιτείται μια (στοιχειώδης έστω) πρόβλεψη-πρόγνωση.

Συνώνυμα: αβλεπί, γκαραντί, στάνταρ.

  1. - Τέτοια παιχτούρα και να χαραμίζεται στο πρωτάθλημα της ψωρογιώργαινας;
    - Από του χρόνου τον βλέπω σε καμιά πριμέρα και βάλε.
    - Σάνβουαρ!

  2. - Μάστορα, μου τσιμπάει λαδάκια, βγάζει μπλε καπνό απ' την εξάτμιση κι ανεβάζει θερμοκρασίες.. Πάμε για φλάντζα;
    - Σάνβουαρ! Μη σου πω και ρεκτιφιέ...

(από granazis, 27/04/10)(από granazis, 27/04/10)Στο 7:00. (από patsis, 21/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαπό, σαπώ

Επιφώνημα επιδοκιμασίας: μπράβο, ρισπέκ, σού βγάζω το καπέλο.

- Σαπώ κι από εμένα! Ωραιότατο σημείωμα! (εδώ)

- ωραίος ο παίκτης, καλά ξηγήθηκες, ωραίος, σωραίος, καλή κίνηση, σαπό, σε παραδέχομαι, ωραία εξήγα, καλή εξήγα, καλά του την έφερες, ωραία του την έφερες... (εκεί)

Σαπώ!

Εκ του γαλατικού chapeau, καπέλο. Εκφέρεται και στα αγγλικάνικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λόγος για τον Πρόεδρο της Γαλλίας Nicholas Sarkozy. Το παρατσούκλι- σήμα κατατεθέν του είναι Σαρκοζίξ. Από το «Αστερίξ», για λόγους ευνόητους: Όπως κι ο Γαλάτης, έτσι κι ο Σαρκοζίξ είναι ντούρασελ και κούρασελ. Και δεν ξέρουμε τι μαγικό ζωμό πίνει, ώστε να αντέχει να περιοδεύει όλον τον πλανήτη, «όπου κρίση και χαρά, η Νικόλω πρώτη!», και τις νύχτες, να συνεχίζει να είναι καρλωμένος (η ειδική καύλα προς την Carla Bruni, κατά Μητσικώστα), ώστε να ανταποκρίνεται και στις συζυγικές του υποχρεώσεις. Ναι, ο Σαρκοζίξ είναι ο μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι, ο νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια ναααα.

Από την ανάρρησή του στην εξουσία έχει δημιουργηθεί στον διεθνή τύπο μια σειρά από λέξεις με συνθετικό το «Σαρκό», το υποκοριστικό του, οι οποίες μόλις κάνουν την δειλή εμφάνισή τους στον ελληνικό Τύπο. Παρόλο που δεν ανήκουν στην καθαυτό ελληνική σλανγκ, ζητώ την συμπάθειά σας να τις αναφέρω, γιατί: α) Είναι όλες αντιδάνεια από ελληνικές λέξεις (κατά το «έβρυ γουόρντ χεζ ε γρηκ όριτζιν»). β) Ο Σαρκοζίξ δηλώνει Έλληνας. (Είναι κι Έλληνας κι Εβραίος ο πούστης, απόγονος και των Ελ και των Νεφελίμ, γι' αυτό δεν τον πιάνει κανείς!). γ) Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και στην Ελλάδα, και παρόλο που η Νατάσσα Παζαίτη δεν είναι ούτε μια μουνότριχα της Κάρλα Μπρούνι.

Στην Γαλλία, έχει δημιουργηθεί ένα σαρκόμετρο (Sarkometre), που μετράει την φιλία προς τον Σαρκοζίξ. Από το θερμό προς το κρύο έχουμε:
1. Σαρκολάτρης (Sarkolatre): Κατά το «ειδωλολάτρης», ή κατά την «σαρκολατρία», που είναι από τα σοβαρά αμαρτήματα στην εκκλησιαστική γλώσσα. Ο σαρκολάτρης είναι ο hard-core οπαδός, που θέλει να βλέπει έναν Σαρκοζίξ να γαμεί την Κάρλα και να δέρνει τους μετανάστες των παρισινών προαστίων.

  1. Σαρκόφιλος (Sarkophile): Ο κανονικός οπαδός του Σαρκοζίξ, κατά κανόνα δεξιός και με διάθεση να δει μια Γαλλία τακτοποιημένη μάλλον στα αγγλοσαξονικά πρότυπα.

  2. Σαρκοφοβικός (Sarkophobe): Κατά το «ξενοφοβικός», «ομοφοβικός» κ.ο.κ. Έτσι ονομάζουν τους βδελύσσοντες τον Σαρκό, οι οπαδοί του Σαρκό. Ο όρος υπονοεί πως μία ανορθολογική φοβία προς τον Σαρκό υποκρύπτεται, όπως η αντίστοιχη προς τους ξένους ή τους ομοφυλόφιλους. Κατά τους Σαρκόφιλους, οι «Σαρκοφοβικοί» αποτελούν μια παρά φύση συμμαχία που μοιάζει με τους δικούς μας μαρξορθόδοξους. Δηλαδή είναι αφενός σοσιαλιστές και αφετέρου παραδοσιακές δυνάμεις σε κύκλους Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κτλ. Με λίγα λόγια όλοι όσοι θέλουν να μείνει η Γαλλία όπως ήταν προ Σαρκό.

  3. Αντισαρκωτικός (Antisarko). Κατά το «αντικαθεστωτικός». Έτσι αυτοχαρακτηρίζονται οι αντίπαλοι του Σαρκοζί. Ο όρος υπονοεί ότι δεν πρόκειται για «δυνάμεις αδρανείας», όπως στον όρο «Σαρκοφοβικοί», αλλά για υγιείς αντιεξουσιαστικές δυνάμεις που απλώς θέτουν σε έλεγχο την εξουσιομανία του Σαρκό και την διάθεσή του για άρδην μεταρρυθμίσεις.

  4. Σαρκοφάγος ή Σαρκοβόρος (Sarkophage, Sarkobore). Είναι οι ορκισμένοι αντίπαλοι του Σαρκό, κατά τα ομώνυμα ζώα, και κατά το «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος» ή «Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος». O σαρκοφάγος είναι επίσης αυτός που θάβει τον Σαρκό, σύμφωνα με τους ομώνυμους τάφους της αρχαιότητας. Έχει βγει και περιοδικό με αυτό το όνομα με αποκλειστικό σκοπό την σάτιρα- θάψιμο στον Σαρκό.

Επίσης υπάρχει η έκφραση «Σαρκύλος» (Sarkule), κατά το «Γραικύλος», την οποία χρησιμοποιούν δυσαρεστημένοι οπαδοί του Σαρκό, όταν αυτός κάνει υποχωρήσεις στις μεταρρυθμίσεις και βάζει νερό στο κρασί του, λόγω διαδηλώσεων και της λαϊκής αντίδρασης. Και μια σειρά άλλων ελληνογενών λέξεων, όπως Σάρκωμα, Ενσάρκωση, Σαρκονομία, Σαρκολογία κ.τ.λ.

  1. (Εφημερίδα «Πρωινά Νέα»):
    Ο Καραμανλής έχει ευρεία γκάμα δυνατοτήτων! Τη μια προβάλλει σαν νέος Σαρκοζί αλλά αποδεικνύεται ένας κοινός Σαρκοζίξ.
    Την άλλη σαν Γκόρντον Μπράουν αλλά αποδεικνύεται ένας άλλος Ανδρουτσόπουλος (που τον θυμήθηκα;). Τελικά θα μείνει στην Ιστορία σαν Καραμανλής ο Β’, ο Παντελεήμων!...

  2. (ΜΕΝ 24)
    Ο Σαρκοζίξ ο εργατοκτόνος, γίνεται Ευρωπάρχης καθώς η Γαλλία αναλαμβάνει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης!

  3. (Σε φόρουμ):
    στη «Μοντ», ο Πλαντί δανείζεται μια σκηνή από τον Αστερίξ. Ο μάγος Πανοραμίξ μοιράζει κουταλιές δυναμωτικής σούπας από ένα καζάνι που γράφει επάνω: «Απόκτηση εξουσίας με κάθε τρόπο». Στην ουρά και ο Σαρκοζίξ με κοτσίδες Γαλάτη, στον οποίο ο Δρυίδης μάγος λέει: «Εσύ, Σαρκοζίξ, δεν επιτρέπεται να πάρεις. Έπεσες μέσα στο καζάνι μικρός!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.

- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλική έκφραση που σημαίνει: αναζητήσατε τη γυναίκα. Όταν αναφέρουμε τη συγκεκριμένη φράση εννοούμε πως υπεύθυνη για κάποιο δυσάρεστο συμβάν είναι κάποια γυναίκα. M’ άλλα λόγια στην ατάκα: “πυρ, γυνή και θάλασσα τα τρία κακά του κόσμου”, ανοίγουμε την κουρτίνα 2.

Αν θέλει τώρα ο ποιητής να μιλήσει για διάσημες γυναίκες-αράχνες μπορεί να μιλήσει αρχικά για την Εύα (πρώτη διδάξασα -αυτό το μήλο στο λαιμό μας έχει κάτσει από τότε),τη Μεσσαλίνα (που ’χε κάνει τάρανδο απ’ τα κέρατα τον βλάκα τον Κλαύδιο), την Κλεοπάτρα που πήρε στο λαιμό της τον Αντώνιο, τη μεγάλη Αικατερίνη που υποσκέλισε το βλάκα το σύζυγο της τον Πέτρο το Γ', προτού τον φάει λάχανο και τα λοιπά και τα λοιπά.

Όπως γαρ, λέει και το άσμα, ο Αντώνης ο βαρκάρης ο Σερέτης, για χάρη της Κάρμεν από ψαράς έγινε ταυρομάχος και μετά μακαρίτης.

Ωστόσο κυκλοφορεί και ως παράφραση της φράσης σερσέ λα φαμ, η φράση: σερσέ να φαμ, την οποία έλεγε ο Καραγκιόζης. Η φράση αυτή σημαίνει: αναζητήστε σαν κίνητρο για κάποια κακή πράξη τη μάσα, την απληστία, τον εύκολο πλουτισμό.

Μερικές φορές το σερσέ λα φαμ και το σερσέ να φαμ συνδυάζονται (βλ δεύτερο παράδειγμα).

  1. Σερσέ λα φαμ (ρεμπέτικο άσμα)

Κι αν γυρίζουμε ξενύχτηδες τα βράδυα
κι αν ρομάντσες τραγουδάμε στα σκοτάδια
κι αν τα νιάτα μας τα κάνουμε ρημάδια
και με πόνο τα ποτήρια μας ρουφάμ'
σερσέ λα φαμ σερσέ λα φαμ

Κι αν δεν πάμε στη δουλειά μα και στο σπίτι
κι αν ο έρως μας τραβάει σαν τον μαγνήτη
κι αν γουστάρουμε τον βίο του αλήτη
κι αν δεν έχουμε και σήμερα να φάμ'
σερσέ λα φαμ σερσέ λα φαμ

Κι αν η μοίρα μας ταράζει στα χαστούκια
κι αν στα μάγουλα το δάκρυ κάνει λούκια
κι αν τα τρώμε μέχρι φράγκο στα μπουζούκια
κι αν στη ψάθα κακομοίρηδες ψοφάμ'
σερσέ λα φαμ σερσέ λα φαμ

Συνθέτης:Βασίλης Τσιτσάνης

  1. - Έμαθα που λες πως ο Κώστας μετά από τέτοια περιουσία, είναι πια πανί με πανί. Απ’ ότι ξέρω δεν χαρτόπαιζε. Ξέρεις τι έφταιξε;
    - Σερσέ λα φαμ αλλά και σερσέ να φαμ φίλε. Δύο σε ένα.
    - Δηλαδή;
    - Να….του πέσε από κοντά μια τσουλίτσα, τον έκανε να την ερωτευθεί τρελά, τον παντρεύτηκε και αφού τον έχωσε καλά καλά μες’ το βρακί της, τον κατάφερε να γράψει όλη την τεράστια περιουσία του στο όνομα της και μετά …. τον χώρισε.

  2. (http://www.basketblog.gr/index.php;option=com_content&task=view&id=13392&Itemid=26)

Σερσέ λα φαμ Του Γιώργου Κογκαλίδη
31/07/2008 (21:01)

Θα αφήσει τον... γάμο να πάει για... πουρνάρια; Το ερώτημα πλέον είναι ένα: Ποιος είναι ο «γάμος» και ποια τα «πουρνάρια». Όπως και να ‘χει το ζήτημα, η μέλλουσα κυρία Σύμτσακ ενδέχεται να καθορίσει το μέλλον του παίκτη της ΑΕΚ, ο οποίος ενδέχεται να μείνει εντός κι επί τ’ αυτά, παρότι τα έχει βρει σε όλα με τον Δημήτρη Δρόσο.
Ο φόργουορντ της «Ένωσης» συμφώνησε σε όλα με τον μεγαλομέτοχο του ΠΑΟΚ, αλλά υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Πριν από λίγο καιρό έκανε πρόταση γάμου στην καλή του, η οποία όμως δεν δείχνει διατεθειμένη να φύγει από το «κλεινόν άστυ». Αν δεν ξεπεραστεί η αντίρρησή της, δεν αποκλείεται ο Σύμτσακ να παραμείνει στην ΑΕΚ, καθώς ο Δημήτρης Δρόσος δεν έχει κόψει τους δεσμούς με τη νέα διοίκηση (δεν είναι μυστικό) και έχει υποσχεθεί ότι θα βοηθήσει κατά το δυνατόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επώνυμα, χλιδάτα και γκλαμουράτα αντικείμενα-ονειρώξεις και (κατ' επέκταση) τα υποκείμενα που τα φέρουν ή τα κραδαίνουν.

Εκ του γαλλικού signé («υπογεγραμμένο») δηλ. ρούχα, έπιπλα, πορσελάνες, αυτοκίνητα, πίπες με σήμα το λιοντάρι, γουατεύα, με την υπογραφή ή σφραγίδα γνωστού σχεδιαστή ή πρωτομάστορα.

- Κάτι ενοχλητικό σε πολλά 'σινιέ' εστιατόρια (...) σου φέρνουν υποχρεωτικά ένα μπουκάλι νερό χωρίς να σε ρωτήσουν (και το οποίο χρεώνουν γύρω στα 3 euros). Το πιο ενοχλητικό όμως είναι τις φορές που όταν το τελειώνεις σου ξαναφέρνουν και σου ξαναφέρνουν μπουκάλι χωρίς να σε ρωτήσουν και στο χρεώνουν βέβαια. Την επόμενη φορά θα πω στον/στην σερβιτόρο 'ευχαριστώ για το κέρασμα!' (εδώ)

- Ονειρώξεων λεκέδες και σινιέ κουστούμ' λακέδες (εκεί)

- Taylor Swift: η σινιέ εκδοχή του country girl. (παραπέρα)

- πολυ σινιε ρουχα και σε καταπλικτικες τιμες..πραγματικα μπραβο....υπαρχουν ακομα ανθρωποι που καταλαβενουν τις αναγκες του καταναλωτη!! (παραδίπλα)

Υπάρχουν και τα σχετικά παράγωγα του σινιέ, όπως σενιάρω κάτι, σένιος, σενιαριστός, και ταλιμπάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπακλαβάς στα καλιαρντά εκ των σούκρα= ζάχαρη (πρβλ. γαλλικό sucre) και καρύδα.

Εγώ τώρα θα τζάσω το κελόπαγκρο γιατί το έχω αρχίσει μη τ αφήσω στη μέση και θαρθω από κει. Με φρέσκο βουτυρο την έκανες την σουκροκαρύδα; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουμπλιμέ εκ του γαλλικού sublimé (μτχ. του ρήματος sublimer =εξατμίζω εκ του λατινικού sublimo =σηκώνω, αίρω, μετεωρίζω, αιθεροποιώ) είναι στη χημεία "ο διχλωριούχος υδράργυρος που παρασκευάζεται με κατεργασία του οξίδιου του υδράργυρου με υδροχλωρικό οξύ. Είναι πολύ δηλητηριώδης λευκή ουσία και χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό" (δες).

Αλλά όχι! τώρα πια πιστεύω, πως δε βγαίνει τίποτα. Το δοκίμασα κι αυτό και ησύχασα· τώρα ξέρω στα σίγουρα, πως η αυτοκτονία είναι η μοναδική λύση, γιατί ούτε καταφέρνω ύστερα από τόσες μέρες να ηρεμήσω, ούτε να κοιμηθώ, ούτε καν να περισπάσω την προσοχή μου. Λοιπόν δεν πρέπει και να περιμένω. Καθώς είμαι ιδιοσυγκρασίας νευρασθενικής, δεν αποκλείεται και να τρελαθώ, μόνο ποιος τρόπος να ’ναι άραγε ο καλύτερος. Λένε η μορφίνη... Το βερονάλ... επειδή φέρνουν ύπνο. Παίρνεις μερικές συνηθισμένες αμπούλες μορφίνης, τις σπάζεις μέσα σ’ ένα ποτήρι, και τις πίνεις. Αυτά τα δυο είναι ιδεώδη· γιατί το σουμπλιμέ ή η στρυχνίνη είναι φρικώδη φάρμακα. Ούτε λόγος να γίνεται γι’ αυτά. Θυμάμαι τη Μερόπη, το καημένο το κορίτσι! αυτή αυτοκτόνησε πολύ νωρίς δεκαοχτώ χρονώ, και τι ωραίο, καθώς το θυμάμαι, το μουτράκι της! Όταν μου ’παν πως δε μπορεί κι έτρεξα... τι φριχτές αναμνήσεις διατηρώ! τι πόνους τράβαγε! συσπαζότανε, στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι και φώναζε: «Σώστε με!», «Σώστε με!» «Σώσε με γιατρέ!» μα ήτανε αργά, είχε πάρει μεγάλη δόση σουμπλιμέ, κι είχε μελανιάσει κι είχε παραμορφωθεί το ψημιδευτό της προσωπάκι. Μια Μερόπη αγνώριστη! Βιάστηκε ν’ αυτοκτονήσει... πολύ βιάστηκε! (Έλλη Αλεξίου, "Κενές Ώρες", στου κυρ-Σαράντ)

Ο Ηλίας Πετρόπουλος το περιέχει στα Καλιαρντά (1971) με την παρατήρηση ότι χρησιμοποιείτο επί τρεις αιώνες και ως τις αρχές του 20ου αιώνα ως αντισυφιλιδικό. Δίνει όμως και ως μια γενική μεταφορική σημασία αυτή της σούπας. Φαίνεται ότι στα καλιαρντά χρησιμοποιείται για να σημάνει διάφορα υγρά και φαρμάκια. Βρίσκω μια χαρακτηριστική καλιαρντοχρήση στο Μπου, όπου αναφέρεται σε αυτοχαρακτηριζόμενο ως φαρμακοψώλη.

Εσείς να δείτε πως θα σας αρέσει, όταν θα σας βουέλω ντουπ την φακιροπίπιζά μου στην πούλη και θα σας σουμπλιμεδάρω με μπουλκουμέ την μόστρα. (Καλιαρντοαπειλές στο Μπου).

Βλ. και το λήμμα κατουράω υδράργυρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Cabernet Sauvignon. Ποικιλία κόκκινου κρασιού που απαντάται στην greek ταβέρνα, ενίοτε αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης. Βλέπε και Θήβας Ρήγκαλ.

Μενού
Αγιορείτικο 14 ευρώ
Σοβινιον Μπλαν 24 ευρώ
Καμπερνέ Αχαρνών 16 ευρώ
...
Ταβερνέ Σοβινιόν 5 ευρώ

..προφανής η επιλογή

(από Vrastaman, 28/02/11)(από Vrastaman, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified