Further tags

ντεκαντάντσια, ντεκαντανσαρία, ντεκαντανσιανός

Όπως και η ντέκα, οι λέξεις αυτές προέρχονται "από την γαλλική décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς»".
Στα ισπανικά προφέρεται έτσι και μάλλον από κει πήραμε την συνώνυμη ντεκαντάντσια. (Ακριβώς το ίδιο προφέρεται και στα ρωσικά (декаданс), γιαυτό σκέφτομαι μήπως επέδρασε κι εδώ η κουκουσλάνγκ...).

Κάπου εδώ όμως τελειώνουν τα δάνεια απ' την ξένην και μπαίνει μπρος το ελληνικό γλωσσικό δαιμόνιο, ώστε να δημιουργηθεί η ντεκαντανσαρία και ο ντεκαντανσιανός που φέρνουν προς λουμπεναρία και λουμπενικός, αντιστοίχως.
Η ντεκαντανσαρία εκτός από καραπαράκμα έχει επιπροσθέτως και μια κάποια προίκα κιτσαρίας, ενώ με την προσθήκη της κατάληξης -ανός, δημιουργείται εύκολο επίθετο για χρήση όπου δει.

  1. παρακμή, ντεκαντάντσια, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ (εδώ)

  2. 3η φορά στα Σκόπια (που ζηλευεις) κ η ίδια μελαγχολία με έπνιξε. ντεκανταντσια, όχι γοητευτική #balkan_trip

  3. "Ντεκαντάντσια και ιντελιγκέντσια", πούλεγε κι ο αείμνηστος Ζαχαριάδης. Κρίμα. (εδώ)

  4. ...πρεπει να ταπεινωθουμε για λιγο .... το κοκορετσι ειναι μια αγνη βουκολικη και καθαρα Ελληνικη ντεκαντάντσια ... Θελω να ντυθω Γκολφω κ να ψαχνω στα λημερια να ταίσω τον Κιτσο , κρατωντας μια σουβλα κοκορετσι. (εδώ)

  5. Συγνώμη, αλλά η δική σας πλευρά τί έχει να προσφέρει στον συγκεκριμένο τομέα; Δε λέω, τζόβενο, τυλιγμένο με σεντόνι, αγνό και αθώο, με το μαλλάκι του, με το μουσάκι, αλλά άντε να το κάνεις γούτσου μία, άντε δύο, μετά; Ενώ το ανταγωνιστικό πακέτο περιλαμβάνει φωτορυθμικά, ηχητικά εφέ, ντεκαντάντσια, τζέρτζελο. Απλά δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. (phorum, RE: θα θέλατε να υπάρχει θεός;)

  6. ειμαι επαρχιώτισσα εγώ παιδί μου δεν τη μπορώ αυτή τη ντεκαντανσαρία που αργώ 3 ποτά στο γύρω-γύρω (εδώ)

  7. "Είμαι ντεκαντανσιανό ακαουν?” Τι τα θες; μια ζωή στο ντεκαντάνς ήταν η καύλα. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ψιλοδοκίμως για να χαρακτηρίσει ένα ινστιτούτο όπου προσφέρεται μασάζ. Είναι, όμως, και ένας από τους σημαντικούς όρους του μπουρδελικού ιδιώματος για να δηλώσει το "μασατζίδικο" (wink wink nudge nudge), δηλαδή το ευαγές ίδρυμα που υπό το πρόσχημα ή την αφορμή του μασάζ προσφέρει εντέλει υπηρεσίες φραπενείου, τσιμπουκάδικου ή και μπριζολάδικου. Πρόκειται για τα λεγόμενα "μασατζίδικα που γαμάς" (ή έστω "μασατζίδικα που φραπάς"), γνωστά και ως λαδάδικα ή λαδομάγαζα.

  1. Happy endings υπάρχουν μόνο στα μασατζίδικα. (Από το Twitter).
  2. ΑΡΧΙΜΠΡΑΒΟΣ- ΠΡΟΑΓΩΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΑΦΙΑΣ- ΣΚΛΗΡΟΣ ΝΤΙΛΕΡ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΜΕ “ΑΙΣΘΗΜΑ” ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΜΑΣΑΤΖΙΔΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ Ο ΜΑΝΙΑΚΟΣ 35ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΚΕΛΕΨΕ 15 ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Μακελειό).
  3. Για ξεκώλιασμα δεν ξέρω... Το κωλοδάχτυλο από μουνάρες σε συνδυασμό με πίπα όμως είναι ωραίο. Μου αρέσει να μου γλύφει τα αρχίδια και τον πούτσο και να έχει ΕΝΑ δαχτυλάκι στον κώλο μου απαλά. Το κάνουν και κάποιες μασατζούδες σε μασατζίδικα που γαμάς και μου αρέσει πολύ. (Από το Greek Foot).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επώνυμα, χλιδάτα και γκλαμουράτα αντικείμενα-ονειρώξεις και (κατ' επέκταση) τα υποκείμενα που τα φέρουν ή τα κραδαίνουν.

Εκ του γαλλικού signé («υπογεγραμμένο») δηλ. ρούχα, έπιπλα, πορσελάνες, αυτοκίνητα, πίπες με σήμα το λιοντάρι, γουατεύα, με την υπογραφή ή σφραγίδα γνωστού σχεδιαστή ή πρωτομάστορα.

- Κάτι ενοχλητικό σε πολλά 'σινιέ' εστιατόρια (...) σου φέρνουν υποχρεωτικά ένα μπουκάλι νερό χωρίς να σε ρωτήσουν (και το οποίο χρεώνουν γύρω στα 3 euros). Το πιο ενοχλητικό όμως είναι τις φορές που όταν το τελειώνεις σου ξαναφέρνουν και σου ξαναφέρνουν μπουκάλι χωρίς να σε ρωτήσουν και στο χρεώνουν βέβαια. Την επόμενη φορά θα πω στον/στην σερβιτόρο 'ευχαριστώ για το κέρασμα!' (εδώ)

- Ονειρώξεων λεκέδες και σινιέ κουστούμ' λακέδες (εκεί)

- Taylor Swift: η σινιέ εκδοχή του country girl. (παραπέρα)

- πολυ σινιε ρουχα και σε καταπλικτικες τιμες..πραγματικα μπραβο....υπαρχουν ακομα ανθρωποι που καταλαβενουν τις αναγκες του καταναλωτη!! (παραδίπλα)

Υπάρχουν και τα σχετικά παράγωγα του σινιέ, όπως σενιάρω κάτι, σένιος, σενιαριστός, και ταλιμπάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία -ίλα, γαλλικής προέλευσης ετούτη, από το ντεμοντέ = ξεπερασμένο, πασέ, περσινά ξινά σταφύλια ένα πράμα. Προσοχή μόνο στους αναγραμματισμούς, γιατί η ντεμοντίλα, αν και γριέντζω μπορεί ακόμα και ψημένους στην αριστερή ιστορικοπολιτικοκοινωνικο- θεωρητικοακτιβιστοσυνδικλπ ορολογία να τους ψαρώσει τόσο που να ψάχνονται στα όρια της προσωπικής νίλας.

  1. - Ελα μου ντε;; Ποιοι είναι άραγε οι αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι πάλης; Μηπως το "Εμπρός λαε εξω από την ΕΕ"; Μπας και είναι το "Εξω οι στρατιωτικές βάσεις και το ΝΑΤΟ"; Α πα πα τετοια ντομεντίλα.
    - έσπασα το κεφάλι μου να καταλάβω τι είναι το "ντομεντίλα"! Είπα και 'γω τόσα χρόνια στο κομμουνιστικό κίνημα μου ξέφυγε όρος; Τελικά μήπως εννοείς "ντεμοντίλα" από το ντεμοντέ;
    - ντομεντίλα έγραψα;; καλά κατάλαβες - ντεμοντίλα! εδώ

  2. Τι ντεμοντιλα θεε μου!!! Τι μας τα δειχνετε βρε παιδια; Ειλικρινα υπαρχει καποιος που να τον νοιαζει;;! αλλού στο νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του béton armé, του οπλισμένου σκυροδέματος, το οποίο εντάσσεται (μάλλον αδοκίμως προς το παρόν) στο ελληνικό κλιτικό σύστημα ως μπετό, προκύπτει ως αρσενικό ουσιαστικό και το μπετός, ο. Μπορεί να σημάνει το μπετόν γενικά, αλλά κυρίως σημαίνει ό,τι και ο μπετόβλακας, δηλαδή αυτόν που έχει ηλιθιότητα συμπαγή σαν μπετόν, αυτόν που είναι στούρνος, τούβλο.

  1. Ακολουθείς την νύχτα της Ευρώπης. Μην είσαι μπετός. Ξημερώνει Αφρική! (Εδώ).

  2. Αν ο άλλος είναι μπετός, είναι απλά μπετός. (Εδώ).

  3. Για να μην σπαμάρουμε το νημα με βλακειες κοιτα τα pm σου. Γιατι τελικα εισαι μπετος του μπετου. (Εδώ).

Καθώς σημαίνει ό,τι και το μπετόν, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορές. Λ.χ. στο ιδίωμα των μποντιμπιλντεράδων, να σημάνει το μπιλντέρι που έχει πολύ συμπαγές σώμα, ή μία τροφή που δεν έχει καθόλου μα καθόλου σαβούρα ή αλεύρι, ή που δεν έχει καλή διαλυτότητα.

ειδικά η κρεατίνη έχει πολύ καλή διαλυτότητα σε σχέση με κάτι τύπου Gaspari που είναι μπετός. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό κέντρο, όπου γίνεται κονσομασιόν, δηλαδή πληρώνεις ακριβά το ποτό μιας κοπέλας του μαγαζιού για να σου κάνει αυτή παρέα και να βγάλετε τα σώψυχα ή και τα σώβρακά σας. Είναι προσφιλές σε άντρες που είτε από χαμηλή αυτοεκτίμηση, είτε για άλλους λόγους, θέλουν να πληρώνουν και για παρέα γυναικεία και όχι μόνο για σεχ. Συνήθως, κονσοματζίδικα λέγονται όχι τα γκλαμουράτα στριπτιτζάδικα νέας κοπής, αλλά παρακμιακά κωλόμπαρα β΄ διαλογής που ως αισθητική φέρνουν σε εϊτίλα, ή και πιο πριν σε τρουμπαίες καταστάσεις, και όπου όχι τόσο νέες και ωραίες κονσοματρίς κρατάνε συντροφιά σε πουτανοκονσόμηδες κυρίους θαμώνες ζαχοπουλάδικων. Κατ' επέκταση, βέβαια, κάθε χώρος που προσφέρει κάποιο είδος κονσομασιόν ή πουτού σε πουτόπιστους μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, είτε είναι κωλόμπαρο, είτε φραπενείο, είτε ακόμη και σκυλάδικο.

"Από τον μαλάκα στο πρώτο τραπέζι"

Ενδεικτική περιγραφή ιδεοτυπικού κονσοματζίδικου από Protnet:

Θα τα συναντήσει κανείς παντού. Από την πιο πολυσύχναστη γειτονιά της Αθήνας μέχρι το πουθενά, στο μέσον του τίποτα. Στα κωλόμπαρα δεν υπάρχει πλέον σώου. Είναι μικρά συνήθως μαγαζιά που θυμίζουν περισσότερο μπουρδέλο παρά μπαρ. Μοιάζουν αρκετά με τις καφετέριες του 80. Πολλά μικρά σαλονάκια με ψηλή πλάτη και ένα μπαρ. Διακόσμηση μίνιμαλ έως μηδέν. Χρώματα, όπως και στα μπουρδέλα, ροζ και μωβ, ή φαίνονται έτσι από το πολύ μπλακ λάιτ.

εδώ

Καθώς, λοιπόν, το κονσοματζίδικο είναι συνδεδεμένο με παρακμή και ντέκα, χρησιμοποιείται κυρίως ως μειωτικός χαρακτηρισμός για μαγαζί. Ορισμένες φορές και μεταφορικά για να χαρακτηρίσει άλλους τόπους που απλώς έχουν αισθητική ζαχοπουλάδικου είτε στη διακόσμηση είτε στην εξυπηρέτηση είτε στη μουσική (βλ. παραδείγματα).

  1. -Σαν σημερα πέθανε ο Α. Παπανδρεου πως και δεν αναφέρθηκε! Α ρε τι θυμηθηκα φανταρος τοτε να μας ξυπναει ο αλλαγης "Πεθανε ο Παπανδρεου!!!!!" "τον πούστη" ο ενας "τον αλητη ο αλλος" "στ' αρχίδια μας" οι περισοτεροι! τελικα πηγα για σκοπια ΑΓΕΑ και ηταν ολοι μεσα Υπουργοι Αργηγοι χεστηκαμε στην χαιρετουρα και στην ορθοστασία (και ας ας εμεναν 60 μερες για το χαρτί). Δεν θυμαμαι τη μερα ηταν αλλα μαλλον ΣΚ ηταν γιατι λέγαμε σημερα πηγε να πεθανει!!! Άσχετο: Αυτο το Tina Bar εδω και 15 χρονια το ακουω ως κωλάδικο και κονσοματζίδικο! ισχυει ή ειναι αστικός μύθος???
    -Τωρα τι σχεση εχει το Tina Bar με τον Ανδρεα Παπανδρεου? Ρε μπας και ειχε παει εκει ο Αντρικος και εμεινε στον τοπο? (Από συμφυρμό σχετικοάσχετων θεμάτων σε μπουρδελοφόρουμ. Ινσέψιο: Να κάνεις μια μπουρδελοσυζήτηση μπουρδέλο).
  2. Η χειρότερη εξυπηρέτηση όλων. Τα παιδιά δουλεύουν σαν σε κονσοματΖιδικο. ΜΗΝ ΠΑΤΑΤΕ (δες).
  3. Αυτός ο ΨΥΧΟΒΓΆΛΤΗΣ σταθμός, που λέτε, είναι πολύ φτωχός. Έχει όλο κι όλο ΕΝΑ σιντι! Και, τι να κάνει, το παίζει ξανα και ξανά, να βγαίνει το μεροκάματο. Έτσι μου ρχεται να πα να τους δωρίσω όλα τα συλλεκτικά σιντί που είχα αγοράσει στα 12, Μπριτνάκι Σπίαρς, Φριστάιλο, Μάμπο νο5 και Limp Bizkit, να ισιώσομε λίγο. [...] Α, ναι, πάντως, ψοφάω να γνωρίσω έναν που να δουλεύει εκεί. Ίσα ίσα για να του πω "Ααα, τα συλλυπητήριά μου για το κονσοματζίδικο που δουλεύεις". Το μόνο που ίσως με παρηγορεί είναι αυτοί που θα δουλεύουν εκεί... και θα έχει παντού ηχεία...και θα δουλεύουν και απλήρωτες υπερωρίες 10ωρα...Ναι, υπάρχουν και χειρότερα. Σκέφτομαι να αρχίσω να στέλνω υβριστικά μηνυματάκια, σε φάση "Συγχαρητήρια για το εμετικό σας πρόγραμμα" ή "Συγχαρητήρια για το κωλάδικο που διατηρείτε". (Ένα κορίτσι που το λέγαν Βάγγο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια σχετικά παλαιά λέξη, την βρίσκω και στη Βικούλα να ορίζεται ως "η γυναίκα που επί πληρωμή κρατά συντροφιά σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης" και να ετυμολογείται (pardon my french): <γαλλικό consommatrice, θηλυκό του consommateur < consommer +‎ -ateur < λατινικά consummo < con + summo, αν και οι ίδιοι οι Γάλλοι μάλλον τη λένε entraîneuse (δες). Συνώνυμα: μπαρόβια, τσαγού, ενώ γενικότερο είναι το καμπαρετζού. Ο όρος υπήρχε τουλάχιστον από την ένδοξη εποχή των τρουμπαίων τη δεκαετία του 1960, ενώ δεν μπορώ να βρω από πότε λέγεται στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με σχετικά άρθρα στο Ιντερνέτι, η κονσοματρίς δεν είναι απαραίτητα πόρνη.

«Η κονσοματρίς δεν καταλήγει απαραίτητα στο κρεβάτι. Η δουλειά περιλαμβάνει τη συντροφιά στο μπαρ με ποτά, είναι φυσικά ερωτικοποιημένη παρέα αλλά δεν περιλαμβάνει το σεξ. Οι άντρες πάνε να πιούνε με γυναίκες, να χαλαρώσουν, αναζητούν την ευκαιρία μιας γνωριμίας και ίσως και μιας σχέσης, το σεξ δεν είναι αυτοσκοπός. Εκεί μέσα ο άνδρας δεν είναι κυνηγός, και δεν έχει ρίσκο. Γι' αυτό και συχνά, οι σχέσεις που δημιουργούνται καταλήγουν ακόμα και σε γάμο. [...] Η έρευνα ξεπέρασε τα δύο χρόνια, ξεκίνησα από Αθήνα, πήγα Ξάνθη, Ιεράπετρα, Τρίπολη, Κόρινθο, Αργος, ουσιαστικά ακολουθούσα κάποιες γυναίκες στις κινήσεις τους με μερικές από τις οποίες έχω ακόμα σχέσεις». Και σε ποιο συμπέρασμα κατέληξε; «Η έρευνα αυτή μου επιβεβαίωσε ότι υπάρχει ένα συνεχές οικονομικών και σεξουαλικών ανταλλαγών ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, από το ευκαιριακό σεξ, την αγοραία σχέση έως και τον γάμο». (Ο ερωτικός μας πολιτισμός).

Σήμερα ο όρος είναι πεπαλαιωμένος, οιονεί μπαμπαδισμός. Μια στριπτιτζού/λικνιτζού/φραπεδιάρα δεν θα αποκληθεί κονσοματρίς, ακόμη κι αν μέρος της δουλειάς που κάνει είναι το πουτό μαζί με τον χουρό. Οι κονσοματρίς είναι περισσότερο όχι αυτές που δουλεύουν στα γκλαμουράτα στριπ-κλαμπ, αλλά σε πιο παρακμιακά κωλόμπαρα, τα κονσοματζίδικα. Συχνά οι κονσοματρίς είναι πιο μεγάλες σε ηλικία, λιγότερο όμορφες και γκλαμουράτες από τις τζούδες και τις τρύπερ, και απευθύνονται σε αντίστοιχης ηλικίας και ωριμότητας (#not) θαμώνες ζαχοπουλάδικων. Ό,τι όμως χάνουν σε ομορφιά και νιάτα το κερδίζουν σε εμπειρία ζωής και ψυχολογία, καθώς έχοντας σπουδάσει στην Εκόλ Νορμάλ Συπεριέρ ντε λα Βι δεν έχουν να ζηλέψουν και πολλά από τις ψυχανάλατες γιαλόμες.

"Μαθαίνω τους πελάτες να διαβάζω"

Οι γυναίκες εκεί στολίζονται με τέτοια επιμέλεια μόνο και μόνο γιατί γνωρίζουν ότι το μάτι του άνδρα είναι πιο εξελιγμένο από το μυαλό του. Συνήθως συναντάς κοπέλες ή μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, την Πολωνία, την Βουλγαρία, τη Ρουμανία και ελάχιστες Ελληνίδες που θέλουν να συμπληρώσουν το εισόδημα τους. Τα σώματα τους σε σχέση με των χορευτριών είναι ταλαιπωρημένα. Περισσότερο πρησμένα και τα μάτια στο πρόσωπο βαθαίνουν, σημαίνοντας κούραση. Οι κονσοματρίς ξέρουν πώς να κάνουν έναν άνδρα να χαρεί. Άμεσα ή υπαινισσόμενα μιλούν για το σεξ. Η φαντασίωση της πιθανότητας της σεξουαλικής συνεύρεσης καλλιεργείται συστηματικά αλλά αναβάλλεται επ’ αόριστον με ταχυδακτυλουργικούς τρόπους. Ικανές να μιλάνε για το πόσο καλές μητέρες είναι πριν αφεθούν. (Εδώ).

Αν πιστέψουμε τα άρθρα του Διαδικτύου, η δουλειά των κονσοματρίς είναι περισσότερο κοντά σε ψυχολόγο παρά σε πόρνη. Βλ. παρακάτω.

Επάγγελμα κονσοματρίς. Με τι ψυχολογία έρχονται οι άντρες στο μπαρ; Έρχονται άτομα που έχουν προβλήματα, παντρεμένοι και απογοητευμένοι πιο πολύ. Ο καθένας εκεί μέσα μπορεί να βγάλει ό,τι του ρθει εκείνη τη στιγμή, ό,τι ανωμαλία έχει. Ένας άνθρωπος έξω δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι αυτός. Οι περισσότεροι απ΄ αυτούς έξω δεν τολμούν να μιλήσουν σε κοπέλα, μου το ΄χουν πει πάρα πολύ, λένε «θα έτρωγα χυλόπιτα». Είναι παντρεμένοι, είναι λεύτεροι, είναι νεαροί, είμαστε κάτι σαν ψυχολόγοι. Λένε σ΄ εμάς αυτά που δεν λένε σε άλλους, κάθε είδους ανωμαλία. Τι σου λένε δηλαδή; Τα προβλήματά τους με τις γυναίκες τους και με κάποιο τρόπο επειδή γινόμαστε ψυχολόγοι τους δένονται μαζί μας. Κι έρχονται, ξανάρχονται, μπορεί να φάνε σκάλωμα μαζί σου και σου λένε τα ίδια και τα ίδια. Εγώ έχω πελάτες που έρχονται και τρεις φορές την εβδομάδα ο καθένας. Έ, δεν θ΄ αλλάξει ρεπερτόριο. Μου λέει «έχω προβλήματα μαζί της, μου κάνει το ένα, μου κάνει το άλλο» Και πολλά κορίτσια παθαίνουν κρίσεις πανικού απ΄ αυτό. Μια φίλη μου που κάνει τη δουλειά 15 χρόνια παίρνει χάπια κατάθλιψης. Πίνει όλο το βράδυ, ξυπνάει το πρωί αισθάνεται τρόμο. Υπάρχει άγχος, μπορεί να φύγει μια κοπέλα χωρίς ένα ευρώ, εμείς δεν έχουμε μισθό. Αν δεν κάνει ποτά Και ποτέ δεν πρέπει να δείξεις ότι έχεις προβλήματα, επικεντρώνεσαι στα δικά του ενώ εσύ αυτό που σκέφτεσαι όταν πηγαίνεις κοντά του είναι τα χρέη σου, η οικογένειά σου, οι περισσότερες έχουν παιδιά. (Εδώ).

Ωστόσο, αυτή η συγκριτικά ειδυλλιακή εικόνα που παρουσιάζεται στο ιντερνέτι ενδέχεται να απέχει από την πραγματικότητα που μπορεί να υποκρύπτει πολύ μεγαλύτερη εκμετάλλευση των γυναικών αυτών. Πάντως το κονσοματρίς είναι ένας όρος που φαίνεται να καλύπτει μια γκρίζα ζώνη, καθώς χαρακτηρίζει γυναίκες που δραστηριοποιούνται όχι μόνο σε κωλάδικα, αλλά και σε σκυλάδικα, που προσπαθούν με διάφορους τρόπους να αυξήσουν τον τζίρο τους. Κατά συνέπεια, είναι και βαριά προσβόλα να πεις μια σκυλού κονσοματρίς.

Κατερίνα Στανίση: Ξέρεις, ειδικά τότε, ο πελάτης είχε μεγάλη δύναμη και πάντα δίκιο. Αν σε ζητούσε ένας θαμώνας κι εσύ δεν πήγαινες, μπορούσε να το πει στον μαγαζάτορα και να σε διώξει. Θα έπαιρνε άλλη τραγουδίστρια, που θα μιλούσε στους πελάτες. Σιγά το δύσκολο! Αλλά δεν υπήρξα ποτέ κονσοματρίς, πάντα ήμουν τραγουδίστρια. Αλλά τότε επιβαλλόταν να πας στον πελάτη να πείτε δυο λόγια. Η νύχτα ήταν σκληρή και αλύπητη. Θα έχανα τη δουλειά μου! Αυτό ήταν τότε το σύστημα. Γιατί να λέμε ψέματα στον κόσμο;». (Εδώ).

Κατ' επέκταση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά ως μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο, ο οποίος προσπαθεί με πλάγιους τρόπους, όπως με σεξουαλικά δελέατα, να αποκομίσει οφέλη. Γενικά στον "χαρακτήρα" της κονσοματρίς είναι να τάζει πολλά και να πραγματοποιεί λίγα, ενώ υποδαυλίζει έναν άπειρο πόθο. Οπότε και μεταφορικά μπορεί να χαρακτηρίσει γυναίκα ή και άντρα που προσπαθεί να κερδίσει το μάξιμουμ που μπορεί προσφέροντας τα λιγότερα.

Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το αρρωστούργημα του μεγάλου μας λογοτέχνη και πολιτικού Πέτρου Τατσόπουλου Η Καρδιά του Κτήνους

-Τι σπούδαζες;
Υπομονή... Υπομονή...
-Πολιτική Επιστήμη.
Η απάντησή μου την έριξε σε βαθύ συλλογισμό. Στενοχωρήθηκε.
-Δουλειά που πήγες και διάλεξες...
Δεν πιστεύω να έπεσα σε πτυχιούχο κονσοματρίς που σνομπάρει τη σπουδαιότητα της δικής μου επιστήμης.
-Δεν σε κατάλαβα.
-Λέω δουλειά που διάλεξες.
Επανάλαβε εκλαμβάνοντας μάλλον την απορία μου για βαρηκοία. Αλλά συνέχισε κι επικάλυψε το παλιό μυστήριο των σπουδών της με νέο:
-Δεν βλέπεις που τους πήραν σβάρνα και τους καθαρίζουν έναν έναν;
Ανησύχησα. Δεν είχα πληροφορηθεί τη συνωμοσία εναντίον των πολιτικών επιστημόνων και ζούσα με την αυταπάτη πως οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, πεθαίνουν από φυσικά αίτια, το πολύ έως τροχαία.
-Άσε που είναι σάπιοι έως το κόκκαλο!
Ήξερε τόσα πολλά για τη διαφθορά του ακαδημαϊκού κατεστημένου;
-Για μια ψήφο πουλάνε την ψυχή τους στο διάβολο.
Όλα τα μαγειρέματα στις εκλογές διδακτικού προσωπικού; Μήπως δούλευε επιμελήτρια τα πρωινά;
-Ποτέ μου δε χώνεψα τους πολιτικούς.
Ένας προβολέας ξάφνου άναψε στο νου μου και φώτισε τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης. [...]
-Γλυκό μου κορίτσι άλλο οι πολιτικοί επιστήμονες και άλλο οι πολιτικοί.

Εδώ

Ακολουθεί μια συγκριτική κωλομπαρολογία που δείχνει μια μετάβαση από το καραμελόδραμα....

"Είμαι του μπαρ, μα είμαι κυρία"

σε μια πιο προσγειωμένη κατάσταση από το Λίλιαν.

Ο τύπος στη γωνία

Σύγκρινε με τον κλάδο των στριπτιτζούδων (και των ηλεκτρολόγων):

Τι κι αν είμαι στριπτιτζού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδογαλλικό που σημαίνει πώς έχει μία γυναίκα σχετικά με τα βυζόμπαλά της, το βυζίκ της, τη βυζική της κατάσταση. Φανταζόμαστε ένα γαλλικό αφηρημένο ουσιαστικό τ. liberté, égalité, vyzobalité. Το βρίσκω βασικά στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, βλ. λ.χ. μπουρδελική λεξικογράφηση βυζιών εδώ.

Άριστη βυζική κατάσταση

  1. Επίσκεψη χθες το απόγευμα 17:00 αμέσως μετά την αλλαγή βάρδιας. Η Μαρίνα μελαχρινή μα με καλή βυζομπαλιτέ και τιμή 20€.
  2. Η Κλεοπάτρα είναι MILF με μικρού μεγέθους (για τα δεδομένα μου) βυζομπαλιτέ και με 20€ έκανε ελεύθερο στοματικό και όλα τα γνωστά πλην κουλουριού. (Αμφότερα και τα δύο από μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη από το γαλλικό ρήμα présenter= παρουσιάζω ή se présenter= παρουσιάζομαι. Σημαίνει έναν τόπο όπου εμφανίζεται κάποιος, αλλά κυρίως το μέρος που παρουσιάζεται η ντάνα, η πόρνη, δηλαδή την πουτανόπιατσα, ή και το σαλονάρισμα, δηλαδή και την ενέργεια της παρουσίασης. Έτσι όπως ακούγεται στα ελληνικά, βέβαια, φέρνει στο νου και πρεζόπιατσα.

Και τώρα μαέστροι γίναν στο πιασμάν
της πούλης μας, στο πρεζαντέ επάνου
και το τσουρνό το σέρνει ρουλεμάν
ντάνες εκαταντήσαμε, Χαβάη Κατελάνου.
(Καλιαρντοστιχούργημα αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified