Further tags

ντολτσεβιτισμός, ντολτσεβιτιστής/ -ίστρια

Το ηθικό κίνημα του να ζεις τρυφηλή ζωή, να σ' αρέσει η καλοπέραση. Ντολτσεβιτιστές καλούνται οι φιλήδονοι οπαδοί των απολαύσεων και ακόλουθοι του εν λόγω κινήματος.

Εκ του ιταλικού Dolce Vita (=γλυκιά ζωή) και της κατάληξης -ισμός. Η ομώνυμη ταινία-σταθμός (1960) του Φεντερίκο Φελίνι προκάλεσε στην εποχή της μεγάλο θόρυβο και πάθη αποτελώντας τεράστια εμπορική επιτυχία.
Αϊσέ Νανά, η τουρκάλα που ενέπνευσε με ένα στριπτίζ της τον Φεντερίκο Φελίνι να δημιουργήσει την κλασική ταινία του «Λα Ντόλτσε Βίτα»H Ανίτα Έκμπεργκ βουτά στη Φοντάνα ντι Τρέβι κι ο Φελίνι δημιουργεί μία από τις κλασικότερες σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου, 1960

(...) απ' την ταινία καθιερώθηκαν δύο όροι: ο Παπαράτσο, ο φίλος του Μαρτσέλο έδωσε το όνομά του στους απανταχού ρεπόρτερ ή αλλιώς... παπαράτσι και ο τίτλος, "Dolce Vita" μέχρι σήμερα υποδηλώνει την ευχάριστη, γλυκιά, ανέμελη ζωή, ό,τι δηλαδή έκανε ο ήρωάς μας...

Πηγή εδώ

Μας στόλιζε έτσι η μάνα μας όταν με τον αδερφό μου αρχίσαμε να παρακούμε τις σπαρτιάτικες αρχές της. Εγώ ήμουν η ντολτσεβιτίστρια, ντολτσεβιτιστής εκείνος, χαμένα κορμιά κι οι δυο και πύρκαυλοι θιασώτες του ντολτσεβιτισμού. Μέχρι τώρα δεν είχα ακούσει να λέει κανείς άλλος αυτή τη λέξη, όμως ιδού η σοδειά που δείχνει τον μαμαδισμό της μανούλας, before it was cool:

ΣΠ. ΖΑΓΟΡΑΙΟΣ, 1963. Σε συγχωρώ, γλυκιά μου αγάπη. Παράτησε την ντόλτσε βίτα προτού χαθείς και εσύ μια νύχτα

Και για σαντυγί, λίγοι ανέμελοι ντολτσεβιτιστές περιφέρουν το αχαχούχα τους ως ιερό δισκοπότηρο. (εδώ)

- επάγγελμα;
- ντολτσεβιτιστής (εδώ)

αρχικά δίνω την εντύπωση του στρυφνού αλλά είναι μέσα στο προφίλ που θέλω να προωθήσω: του περιζήτητου ντολτσεβιτιστή εργένη. (εδώ)

-Ανένταχτοι Άφραγκοι Ντολτσεβιτιστές. θα κατέβω στις επόμενες (εδώ)
-Μαζί σου.
-εγώ θα είμαι με τους μετανοημένους ντολτσεβιτιστές που δε θα βγάλουν τη γλυκιά ζωη από τη ζωη τους ποτέ. RT

αργοτερα το παιδι θα μαθει ποσο εξαιρετικα αρρωστημενη ψυχολογικα ηταν κ ειναι η κυρια μανταμ σουσου ντολτσεβιτιστρια του κ@λεου, που σιγουρα δεν τη λες γιαγια! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο. Χαϊδευτικό, φιλικότερο και ευγενικότερο προς τις ιδιαιτερότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα των εν λόγω ατόμων στο άκουσμά του από το εκχυδαϊσμένο τραβέλι.

Από το άκλιτο (αρσενικό ή/και θηλυκό) τραβεστί εκ του Γαλλικού «travesti» και Ιταλικού «travestire» (vestire/ντύνομαι).

Άρρεν που ντύνεται (και ικανοποιείται με το να ντύνεται ή/και να κυκλοφορεί και δημοσίως) με γυναικεία ρούχα, ο παρενδυτικός.

- Όταν λες φίλη εννοείς τίποτα καμιά τράβυ;
- Όχι γυναίκα καλέ. Καλέ Χριστός και Παναγία!
- Πωπω αυτό μου ενισχύει αυτό που είπα περισσότερο! Καλέ Χριστός κι Αποστολάκης!

(Από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου)

(από Mpiliardakias, 09/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάτσος με δίπλωμα.

Μέχρι το 1950 που τα μπουρδέλα ήταν νόμιμα στην Ιταλία, ο τσάτσος έπρεπε να έχει δίπλωμα, πατέντε, από την αστυνομία, για να μπορεί να έχει νόμιμο το μπουρδέλο και φυσικά αφού οι μπάτσοι τον είχαν στο χέρι ήταν και καταδότης της αστυνομίας.

Ρε μαλάκα μη πεις τίποτα στον Πάνο για την διαδήλωση, γιατί αυτός είναι ρουφιάνος πατεντάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πληροφοριοδότης, ο χαφιές, ο ρουφιάνος.

Από το ιταλικό sbirro που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Συνώνυμο: χαφ ρουφ.

Όπως με πληροφόρησε ο σμπίρος μου, κανείς στο Δ.Σ. του ΕΟΠΥΥ δεν επιθυμεί έλεγχο των παραστατικών, γιατί έχουν πολλά να κρύψουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό καριόλης προκύπτει από το θηλυκό καριόλα < ιταλικό carriola που σημαίνει κρεβάτι, η ειδικότερα «κρεβάτι για μικρά μωρά κάτω από το νυφικό κρεβάτι» (δες). Ο συσχετισμός αυτός με το κρεβάτι ήταν που οδήγησε στη σημασία πόρνη για την καριόλα και από εκεί στον αρσενικό σχηματισμό καριόλης, που είναι μια γενικότατη βρισιά για έναν άνδρα χωρίς ηθική, μπαμπέση, κακό, ύπουλο, μοχθηρό κ.τ.ό.

Καριόληδες που ήδη υπήρχαν στο σάιτ: καριόλας, ψιλοκαριολάκος, φερτηκαρταρεκαργιόλη.

1. Θάνατος στη λογική του καριόλη.
Ένα από τα τελευταία κείμενα του Μανώλη Ρασούλη, από το μπλογκ του:

Ο τίτλος δεν εννοεί: θάνατος στον καριόλη. Στη λογική του καριόλη .Αυτό είναι ο χειρότερος θάνατος για τον καριόλη. Ήσυχα κοιμάται η πόλη. Κι όμως αλυχτά η λογική του καριόλη.
Μα για ποιόν καριόλη πρόκειται;
Τώρα οι υπεύθυνες κι ένοχες εξουσίες τον λένε άσωτο.
Ο άσωτος είχε έναν μη άσωτο πατέρα. Που όταν ξεασώτεψε κι επέστρεψε, ο πάτερ φιμίλιας έσφαξε τον ταύρο τον σιτευτό.
Τούτος ο άσωτος ο greek ποιόν έχει πατέρα για να τον συγχωρέσει; Ο ίδιος ο πατέρας του ήτανε μπερμπάντης κι άχρηστος οπότε ο γκρίκ πήρε το στιλ του. Παρ΄τον έναν, χτύπα τον άλλον. Όμως ας μη τα μηδενίζουμε όλα. Θα μπορούσαμε να πούμε συμβιβαστικά: συγχώρεσε τον, δεν ξέρει τι κάνει. Αγνοεί η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του.Κι όμως ο καριόλης είναι καριόλης.
Έκ γενετής; Μπορεί. Πολλοί καριόληδες γεννούν την καριολαρία.
[...]
Εν κατακλείδι – αν και το θέμα (ανάθεμα) χρίζει διατριβών και κειμένων- αν θέλουμε να μιλήσουμε για ζωή, να αναστήσουμε τη ζωή ας φωνάξουμε με ψυχή (βαθιά και ρηχά) και φωνή: Θάνατος στη λογική του καριόλη.
Θάνατος.

2. Μάικ Τάισον: Ο μεγαλύτερος καριόλης στην Ιστορία της πυγμαχίας.

3. Γεράσιμος- Alain Badiou: Είμαι καριόλης μέχρι το κόκκαλο! Θα ήθελα να πω εδώ πως και εγώ ο ίδιος είμαι μαρξιστής, μαρξιστής μέχρι το κόκκαλο, τόσο αυθόρμητα και φυσικά ώστε να μην χρειάζεται να το δηλώνω σε κάθε ευκαιρία… [...] Είναι αλήθεια ότι ο πραγματικός μαρξισμός έκανε σημαντικά βήματα, χάρις στον Λένιν, τον Μάο και μερικούς άλλους ακόμα.
(από Alain Badiou – Η γεροντική άνοια σήμερα: Το ξύπνημα εξαιτίας της ακράτειας ούρων, κεφ. I, σελ. 17).

"Δώστε μου ένα μπιστόλι να σκοτώσω τον γκαριόλη". Άζμα του Χάρρυ Κλυνν ως Διγενή Αντύπα. (από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομμουνιστής στα καλιαρντά, ή, όπως εξηγεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο, ο κόκκινος δημοκράτης, εκ του ρόζος = κόκκινος (< ροζί < γαλλικό rouge ή ιταλικό rosa = τριαντάφυλλο) και του ροβεσπάκης < Robespierre.

Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colggate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 08/10/13)(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τύπος μικρού ξύλινου πλοιαρίου στη περιοχή κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου, χαμηλού και άφρακτου (χωρίς κατάστρωμα) που κινούταν με κουπιά και ιστία (πανιά), φέροντας τρία λατίνια και αρτέμονα» (δες). Ετυμολογείται από το ιταλικό feluca και ίσως πρόκειται για αντιδάνειο < γαλλικό felouque < αραβικό felūka < ελληνιστικό ἐφόλκιον = βαρκάκι που ρυμουλκείται από το καράβι (δες).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον είναι ότι χρησιμοποιείται ως βρισιά παλαιάς κοπής, με την οποία προσάπτουμε ευτέλεια στον υβριζόμενο. Κατά τον πασαδόρο Gatzman δηλώνει κυρίως επιπολαιότητα.

Εϊτίλα αθάνατη:
Τρέχει προς τον Λάκη Τρέχει προς τον Τάκη
Συναντιούνται στα μισα
Αντρικά, βαριά, ζόρικα, κολλάνε τα χέρια χειραψία, ΚΛΑΤΣ, έτσι να ακουστεί ρε παιδί μου, αγκαλιάζονται στο πολύ βαρβατίλα, σαν την αρκούδα που πιάνει θήραμα ρε παιδί μου. χτυπάει ο ένας την πλάτη του άλλου και το παιχνίδι ανεβαίνει λέβελ, φτάνοντας στην επικοινωνιακή ολοκλήρωση.
Που είσαι μωρή τσιμούχα
Ελα μωρή κελεμπία
Καλά;
Καλά!
Που γυρνάς μωρή φελούκα, σε φάγανε οι γκόμενες και χάθηκες
Ααααααααααααντε μωρή γλυμούτσα, τα μάθαμε και τα δικά σου
Αραξε το όχημα να πιούμε καμμιά μπύρα να δροσιστούμε.

(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο εργένης, ο μπεκιάρης. Από το ιταλικό solo (= μόνος) και το τεκνό.

Τ’ αδέρφια μου, μεγαλύτερα, δύο αγόρια. Ο Άγης, ένας παίδαρος, θεολάτσα, οικοδόμος, πήγαινε στη Γερμανία, μάζευε λίγα μπερντέ, ερχόταν πίσω στην πατρίδα, τα έτρωγε με τις γκόμενες, γιατί ήταν μπουτ μουτζοτός, μπουτ μουνάκιας, πάλι καβαλούσε το τρένο και γύριζε πίσω εμιγκρές. Δος του καυλομαξίλαρο και πάρ’ του την ψυχή. Μια δόση έβγαλε καλά φράγκα και μου πήγε στον Μουτζότοπο να τα γλεντήσει, τα ξόδεψε στις σαρμούτες και στις καρακαλτάκες κι έμεινε στο φινάλε ταπί και ψύχραιμος. Οι σούπερ αντρουά λατσεύονται τον Μουτζότοπο κι εμείς οι καραλουμπίνες τον Τζιναβότοπο, το Αδερφοχώρι. Καλόψυχο πλάσμα ο Άγης μας αλλά απότομος χαρακτήρας. Ούτε για στεφάνι έκανε, γέρασε κι ακόμη μπεκιάρης κάθεται, σολότεκνο. Ήτανε μπερδεμένος και με την Αριστερά, με τους λαϊκούς αγώνες. (Αποκατέ).

(από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός της ομάδας της Α.Ε.Κ. εκ του ορίτζιναλ. Έχει μάλλον θετική χροιά αναδεικνύοντας (ενίοτε) τους οπαδούς της Κούλας ως αλήτικα τζόβενα με οριτζιναλιά ένα πράμα.

Σχετικά: φλωρίτζιναλ, αεκάκι, ΑΕΚάρας, Αεκ(ι)τζής, Κούλα, χανούμα, χανούμι, χανούμισσα, τούρκοι, τουρκόσπορος, πριγκιπέσσα.

  1. παντως η αληθεια ειναι οτι τουρκους λενε και τους αεκτζηδες, αλλα δε νομιζω να σηκωνε κανεις στη σκεπαστη τουρκικη σημαια (θα μαζευε αρκετες) παρ'ολο που στα οριτζιναλια παιζουν πολλοι αναρχοαυτονομοι (Εδώ).

  2. Τέλος να πούμε ότι ΑΕΚ θύμιζαν μόνο τα 200 οριτζινάλια που έδωσαν βροντερό παρών στο γήπεδο. (Εδώ).

  3. Ενας μόνο τόλμησε να πάρει το μέρος του Ντέμη κι έφαγε στοαυτοκίνητό του τα γιαούρτια που προφανώς δεν προορίζονταν για τονίδιο: ο Ψαριανός. Και μάλλον κατάλαβε εκείνες τις δύσκολες ώρες,όταν προσπαθούσε να μιλήσει και του ορμούσαν και τον έκραζαν απόκάτω τα οριτζινάλια, τι σημαίνει να έχεις τέτοιους συμμάχους στηνόποια προσπάθειά σου που, από τη στιγμή που δεν θα τους κάνεις τοχατίρι, θα στραφούν εναντίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified