Further tags

Σημαίνει «κατάλαβες;», «το 'πιασες;», «μπήκες;».

(Χούλιγκανς - Κάτω τα χέρια απ' τη νεολαία, 1983) (video)

- Πώς τολμάς και μου κάνεις μαθήματα δημοκρατίας; ΣΕ ΡΩΤΑΩ, ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΣ;!
- Έχω μπλέξει! Αλλιώς ξεκίνησα κι αλλού έφτασα... (σ.σ. WTF;!) Παρατήστε με! Υπάρχει τόση ψευτιά παντού!
- Η αλήθεια βρίσκεται στον λόγο του Θεού!
- Χεχ, ε όχι πατέρα... Η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols! Γκέγκε;!
- Θεέ μου, τι αμαρτίες πληρώνουμε...

(από Hank, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται απο τον ιδιοκτήτη του fast food Gantas στο Βόλο.

Hamburger κομπλέ στο οποίο περιέχονται τα εξής υλικά: μπιφτέκι με νωπό κιμά δικό μου που τον φτιάχνω εγώ εδω, κασέρι, μπέικον, πατάτούλες χειροποίητες και σαλατούλα τις αρεσκεία σας. Τραχανάς κομπλέ χειροποίητος με κρητικές μπουκιές, φέτα και λουκάνικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη αναστάτωση, το μπέρδεμα. Η λέξη «κουλουβάχατα» προέρχεται από την Αραβική έκφραση «Kullu Wahad» η οποία σημαίνει «όλα ένα».

Να τη διώξεις αυτή τη καθαρίστρια. Μου κάνει κουλουβάχατα τα πράγματά μου, η μπετούγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό complet. Σημαίνει ολοκληρωμένος. Χρησιμοποιείται για καταστάσεις ή πράγματα που δεν παίρνουν άλλο, που είναι πλέον τίγκα.

Πιάσε και μια σαλάτα και είμαστε κομπλέ.

βλ. και κομπλέντερ, κομπλεδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παροχή σεξουαλικών «υπηρεσιών», μασάζ κ.τ.λ. κατ' οίκον.

- Καλά πώς βγάζει τόσα λεφτά η Σβετλάνα;
- Ξέρεις πόσα πληρώνουν για βίζιτες ρε; Πολλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό.

  1. Ρε Γρηγόρη, σου βρίσκονται τίποτα καπότες ή πάλι με την κάλτσα θα την βγάλω;

  2. (www.bourdela.com) Χώρια που η Βέσυ έχει και κάποιο αφροδίσιο που ελπίζω να μη κόλλησα απο πίπα χωρίς καπότα.

  3. («Επώνυμη») Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.

Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).

- Κοίτα ρε μλκ έναν σφίχτερμαν. Άμα τον τσιμπήσεις, θα ξεφουσκώσει!

(από Τσακ εις την μέσην, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνευ ουσίας ή σημασίας. «Τρέχα γύρευε». «Καλά, χαιρετίσματα». Χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.

  1. - Γιατί δεν πάς στο άλλο βενζινάδικο που την έχει πιο φθηνή;
    - Ε τώρα για 5 φράγκα... κλάιν μάιν...

  2. - Πώς ήταν το πάρτυ;
    - Εμείς κι εμείς ήμασταν. Κλάιν μάιν...

βλ. και πουτς μάιν κλάιν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούλωσ' το, μη μιλάς, κάνε τουμπεκιστάν.

- Ρε σου λέω έχει δίκιο! - Κάνε μόκο και άσε τις παπαριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(πληθυντικός: πάντες) Η μεριά / πλευρά.

  1. (ερωτικά) - Τον παίρνεις απ' όλες τις πάντες.
  2. (στον δρόμο) - Πιάσε την δεξιά πάντα που δεν έχει κίνηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified