Αποφορά (όχι σώνει και καλά οσφρητική), που δημιουργείται όταν αποδομούμενες οι τρασιές παράγουν δυσώδη τρασίλα.
Κατά το τραγίλα, μουνίλα, καφρίλα, αριστερίλα και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός, εκ του trash και της κατάληξης -ίλα.
H μπίχλα στην πατούσα είναι το αισθητικό κερασάκι στην όλη τρασίλα

  1. Πάλι καλά εχω να πω που εκεί στο μέγκα σκεφτήκανε οτι όλοι όσοι θέλουν την πχοιότητα έχουν κ αρκετή τρασίλα μέσα τους! (εδώ)
  2. Ιάπωνες αυνανίζονται τραγουδώντας... (και μετά λέμε οτι έχουμε τρασίλα κι εμείς στην τηλεόραση). (εδώ)
  3. Διαψεύδει τον ΓΑΠ ο Ιβάν Σαββίδης, αυτόν επικαλούνται οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Γουστάρω τρασίλα! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified