Further tags

Το πόμολο εσφαλμένα ταύτισε το τραμπάκουλο με το ταράκουλο, με αποτέλεσμα η έκφραση παθαίνω τραμπάκουλο να έχει ψιλοκαθιερωθεί (βλ. εδώ).

Άλλο όμως οι Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως. Το βέρο τραμπάκουλο (> Ιταλ. trabàccolo) υπήρξε espèce de αργοκίνητο ιστιοπλοικό που προ αιώνων μετέφερε εμπορεύματα κι επιβάτες στην Αδριατική.

Η πρώτη εκσλάνγευση του όρου αφορούσε σε εύχοντρους και δυσκίνητους ανθρώπες, κυρίως του ασθενούς φύλου, της συνομοταξίας φακλάνα, μαούνα, θωρηκτό Ποτέμκιν.

Δευτερεύουσα σημασία: υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις στην ιστιογραφία ότι το τραμπάκουλο εκφέρεται κι ως συνώνυμο τση καρπαζιάς.

  1. - Το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.
    (Kitty Darling, εδώ)

  2. - ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη.
    (ΡΤΠ, εδώ)

  3. - Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα.
    (Μ. Καραγάτσης, εδώ)

  4. - Ενα πράμα δμως άπορώ : πώς κρατείς στά λιανά σου τά πόδια, στά καλάμια σου, αυτό τό τραμπάκουλο.
    (Γ. Ξενόπουλος, εδώ)

5.
- θα σου ρίξω ένα τραμπάκουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος αστειάτορας τρολάρει λολαδερά μια φωτογραφία ή ένα σέλφι τρίτων, χωρίς αυτοί να το αντιλαμβάνονται. Ενίοτε γίνεται άθελά του, αλλά συνήθως γίνεται εσκεμμένα και καθ' έξιν.

Νεόκοπο αντιδάνειο εκ του photobombing (φως και βόμβος).

1.
Ο σημερινός φωτοβομβαρδισμός είναι Greek-style. Ατόφιες, αυθεντικές, ενοχλητικές στιγμές φωτοβομβαρδίσματος την ώρα που οι υπόλοιποι απλά ποζάρουν. Αυτό κάνει τη διαφορά! Φορέστε τα κράνη – ξεκινάν οι φωτοβομβίδες!

2.
Όπως και νά ‘χει η φωτοβομβίδα που σκάει την ώρα της φωτογραφίας, στο σωστό σημείο, τη σωστή στιγμή και με τη σωστή γκριμάτσα, είναι τέχνη. Και εμείς τις τέχνες τις γιγαντώνουμε

3.
Η καλύτερη φωτοβόμβα της διοργάνωσης: «Πού πάει αυτό το κάθαρμα;» φαίνεται να λέει ο Άαρον Πολ του Breaking Bad για τον συμπρωταγωνιστή του Μπράιαν Κράνστον.

4.
ο άνδρας που θα δείτε στις παρακάτω φωτογραφίες δεν θέλει να μιλήσει στην κάμερα, αλλά με κάποιον περίεργο τρόπο - απανωτές συμπτώσεις ή καλά οργανωμένο σχέδιο; - καταφέρνει να βρίσκεται συχνά στο φόντο κάποιου τηλεοπτικού πλάνου - και μάλιστα φορώντας σχεδόν πάντα την ίδια λευκή μπλούζα! Είναι η απόλυτη κινούμενη φωτοβόμβα!

(πολλά μύδια είναι κλόπυ ράιτ από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπο σλανγκομιμήδι του (προ)εφηβικού πιπιναριού νέας κοπής, εκ της σύντμησης του αγγλικάνικου «you only live once» (YOLO). Carpe diem, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών λατίνοι, αλλά όχι με την καλή έννοια.

Το γιόλο μεταδίδεται (ταγκαρισμένο ή αμένσιοτο) από καβλαντιζόμενα σβαγκουροπρεπή μειράκια τ. μπιλήμπερ, ντιρέκτιονερ, στάνερ (και δεν συμμαζεύεται), μέσω τοιουίτερ, φατσομπουκιού, ασκεφέμ, ιμάτζιν, κ.ταλ.

Πέον να σημειωθεί ότι τα γιόλο είναι επικίνδυνα για τους νέους μας καθώς συχνά συνεπάγονται ριψοκίνδυνα καφριλίκια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ραπερόνι Ervin McKinness που τιττύβισε το εξής κύκνειο τσίου πριν αφήσει το τελευταίο του yo! στην άσφαλτο: «Drunk af going 120 drifting corners #FuckIt YOLO.»

1
Και επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι ο κόσμος θα καταστραφεί σε λίγες μέρες... γιόλο.

2.
- Γιόλο. - Ποιος ήρθε;
- Γιόλο λέω. - Τι είναι γιόλο; Ξέρω τη Γιόλου το χωριό στα ακάμωτα της Πάφου, ξέρω τη Γιόλα της θεία μας που έχουμε να δούμε από πριν γεννηθείς, κεσκεσέ Γιόλο, παιδί μου;

3.
Αναβάζει η άλλη σέλφι στο αμάξι και γραφει γιόλο και στο επόμενο φανάρι τρακάρει και πεθαίνει.

4.
Γιόλο, γιόλο, κι όλο γιόλο, Ο άντρας μου θα φάει ανφόλο

5.
Τώρα δε λέει ο κόσμος ''πάμε γι'άλλα'' αλλά ''πάμε γιόλο''.

6. «Χέιτερς γκοννα χέιτ. Γιόλο. Σουάγκ. Μπιτς πληζ .» Τσεκουριά στο γόνατο, μπετόβεργα στο σβέρκο. Όχι κατ'ανάγκη με αυτή τη σειρά.

7.
Σιγά ρε γιόλο, που για να κάνεις μπάντζι τζάμπινγκ είχες καταπιεί εφτά ηρεμιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δυο συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες εφαρμογές του λήμμαντος:

Πρώτη έννοια

  1. ♪♫ Χάι πατερούλη άργησα λιγάκι
    Γιατί τραβάω ζόρια μ' ένα φίνο γκομενάκι
    Δε με γουστάρει ο γέρος της που τη γυροφέρνω
    Κι όλο χιτλεριάζει τηλέφωνο σαν παίρνω ♪♫
    (ΗΜΙΖ, Ο κύρης του σπιτιού)

2.
Η εμπειρια μου ειναι οτι οσο πιο πολυ χιτλεριαζει η εργοδοσια τοσο αντιδρουν οι υπαλληλοι και σπαει το spell της ''συνεργασιας''

3. I can't listen to that much Wagner, ya know; I start to get the urge to conquer Poland.
(Woody Allen)

Δεύτερη έννοια

4.
Γειά σας. Έχω καιρό να γράψω αλλά μ αυτά που διαβάζω χιτλεριάζω. Επιτέλους σ αυτό το κράτος...

5.
Ο Χιμενεθ, οταν καναμε κρουση στην Ιντερ τα Χριστουγεννα για εξαμηνο δανεισμο, δε πολυφαινονταν προθυμος να ερθει στην Ελλαδα και τον ΠΑΟΚ, χωρια που χιτλεριασε ο Μουρινιο και δεν τον αφησε να φυγει, γιατι ντε και καλα τον πιστευε, παρ' οτι προερχονταν απο σοβαρο τραυματισμο...

5.
Η όλη ιστορία ξεκινάει από κάποιον που χιτλέριασε και «σε έδωσε» γιατί είδε ότι ένα από αυτά που έχεις και δίνεις στους άλλους είναι δικό του. (Μπορεί να είναι ο πειρατής της διπλανής πόρτας που ξέρει ότι μοιράζεις πειρατικά και είπε να σπάσει τη πιάτσα!)

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός μιας άκρως βαρετής καταστάσης, πληκτικής και κοψοφλεβίτικης φάσης, που λίγο πολύ έχουμε όλοι μας συναντήσει. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και μια κακή ταινία.

Ξενερουά ματ: δίνουμε έμφαση στην ξενέρα, όταν μάλιστα ακολουθείται από απανωτά και όχι τόσο ευχάριστα γεγονότα!

  1. Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος στο σινεμά, ξενερουά ματ η ταινία, άσε που μετά με τραβολογούσαν από τις καφετέριες στα μπαράκια.

  2. Η συνάντηση παλιών συμμαθητών ήταν ότι πιο ξενερουά, ήμασταν ό,τι να 'ναι, σαν άγνωστοι, σαν χαμένοι συγγενείς. Βαρέθηκα τη ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο σλανγκιάρικη εκδοχή του κλισέ (> γαλλ. cliché, στερεότυπο), με τη προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -άρικο (βλ. π.χ. λιμπιντιάρικο, χασιάρικο, κασιδιάρικο).

Περιγράφει προβλέψιμες, τετριμμένες και ντεζαβού μανιέρες, τέχνες, λόγους και άλλοθι. Φοριούνται και αναπαράγονται ad nauseam λόγω βαρεμάρας, έλλειψης φαντασίας ή / και παιδείας, ή απλώς επειδή πουλάνε.

1. «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα του ΣΥΡΙΖΑ» Συγγνώμη για τον κλισεδιάρικο τίτλο του κειμένου. Το κείμενο εναλλακτικά θα μπορούσε να έχει τίτλο: Δεν είμαι αντι-ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντι-εγώ, αλλά δεν μου φάνηκε καλαίσθητο.

2.
Πράγματι δεν είναι υπάρχει πιό κλισεδιάρικο και ντεκαβλέ πράγμα απο τις τσόντες.

3. Οι περιοχές που επισκεπτόμαστε είναι κλισεδιάρικες όσο δεν πάει (μεσαιωνικά κάστρα, ορυχεία, χιονισμένες περιοχές, δάση, κτλ)...

4.
Στην περιπτωσή μου κατάλαβα ότι αυτό το κλισεδιαρικο βιολογικό ρολόι δεν είναι καθόλου κλισεδιάρικο. Είναι αληθινό και κάθε φορά που βγαίνει ο κούκος (το δικο μου ρολοι είχε και κούκο) σου αστράφτει μια και σε ρωτάει; ” Εσυ, κούκου, πότε θα γίνεις μανα;

Got a better definition? Add it!

Published

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως κρεμάντσεστερ γιουνάιτιντ (ή κρε-manchester United) ορίζεται το ομαδικό -από 2 άτομα και πάνω- κρέμασμα (5ος ορισμός) .

Η συγκεκριμένη φράση δεν συναντιέται πλέον συχνά, πέρα μόνο από κάτι κολλημένους στα παλιά τυπάδες. Αξίζει όμως να αναφερθεί πως στα early 00's ήταν στο καθημερινό λεξιλόγιο των νέων.

  1. - Έκανες τίποτα στο κάουντερ χθες ρε νουμπά;
    - Αρχίδια καπαμά, αφού δεν πάτησε κανείς στο λανάδικο. μόνος ήμουν.
    - Κρεμάντσεστερ γιουνάιτεντ όλοι ε;
    - Γάμα τα..

  2. - Τι έγινε με τα γκομενέτα μωρή λινάτσες χθες; Τα γαμώσατε;
    - Άσε φίλε, έπαιξε κρε-manchester United και ξεμείναμε στο χοροπηδάδικο με την ψωλή στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified