Η λέξη προέρχεται εκ της αγγλικής λέξης support (υποστηρίζω) και έχει ανάλογη σημασία.

Πιο συγκεκριμένα, εκφέροντας τον όρο, μπορεί να μιλάμε για:

  • υποστήριξη ατόμου, ή ομάδας ατόμων

    Και εγω στην Ισπανια τη Βαλενθια σαπορτάρω.
    Δες

  • υποστήριξη γνώμης, άποψης

    ναι καλη μου νεράιδα(sic) δεν αντιλέγω. Δικαιωματικά μπορώ να κάνω λάθος,after all δεν σαπορτάρω και ούτε πολυσυμπάθησα το ιντερνετικό καμάκι ποτέ,για αυτό το σατιρίζω.
    Δες

  • παροχή ηθικής βοήθειας

    Μεγάλε, δεν πας καλά. Πρέπει να σε σαπορτάρει Γιαλομολόγος.

  • παροχή υλικής βοήθειας, ή εργασίας προς κάποιο άτομο, οργανισμό, κλπ. Αυτή η εργασία μπορεί να δρα επιβοηθητικά στην προσπάθειά κάποιου, μπορεί όμως να αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να ολοκληρωθεί ένα απαιτητικό πρότζεκτ

    Σε εργασιακό χώρο, ένας υποψήφιος υπάλληλος που προορίζεται για να αναλάβει υπεύθυνος κάποιου πολύπλοκου πρότζεκτ, κάνει κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις.

  • Δεν μπορώ να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο πρότζεκτ, εξ ολοκλήρου.
  • Μην ανησυχείς, στη δουλειά σου, θα σε σαπορτάρουν κατάλληλα, δυο άτομα. Θα είναι οι βοηθοί σου.
  • Και τι θα γίνει με τα στοιχεία για τα οικονομικά και τα θέματα συμβάσεων που χρειάζομαι προκειμένου να κάνω τη δουλειά μου;
  • Μην ανησυχείς υπάρχουν εξειδικευμένα άτομα, που θα σε σαπορτάρουν κατάλληλα.

Σαπορτάρουν ομπρέλα (από Vrastaman, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified