Further tags

Πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη η οποία σημαίνει τον υπερήλικα, με μία δηκτική ωστόσο χροιά. Σημαίνει δηλαδή τον μεγάλο σε ηλικία και ανίκανο, εξαιτίας της ηλικίας αυτής, για τα περισσότερα πράγματα.

-Όλο το βράδυ μου έκανε καμάκι ο πατέρας του Γιώργου. Δε βλέπει που δεν μπορεί να περπατήσει καλά καλά, θέλει και έρωτες το ραμολί, κατάλαβες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοιτάω, παρατηρώ, κοιτώ επίμονα.

Κοίτα πώς σε κοζάρε αυτή εκεί στη γωνία τόση ώρα, άντε πήγαινε μίλα της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και στον ενικό αριθμό το σώτο, όπως και με όμικρον, το σότο.

Συνήθως αφορά πληροφορία που διαρρέει για να την πατήσουν οι αδαείς ή οι εύπιστοι.

Έλκει την καταγωγή από την αργκό του ιπποδρόμου στον οποίο αφθονούν οι «σοτάκηδες», οι οποίοι όχι μόνο ξέρουν, αλλά και λένε, το άχαστο άλογο. Όσοι παίξουν «τρώνε το σότο».

Πιθανότατα προέρχεται από την ιταλική φράση «sotto voce» που σημαίνει «χαμηλόφωνα».

- Ρε συ, ο Θανάσης λέει να αγοράσουμε «Βαρδασιλάρη». Θα πάει 14 ευρώ.
- Αυτόν ακούς ρε; Αυτός είναι ο Αλβάρο ντε Σότο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπινελίκωμα με μάνες. Θεωρείται το ύψιστο στάδιο ύβρεως προς κάποιον, γι' αυτό κι επιστρατεύεται σε περιπτώσεις εξέχουσας προστριβής. Χρησιμοποιείται προσεκτικά.

ΟΚ ρε φίλε, ντάξ'. Τελευταία φορά όμως. Την επόμενη θα τον αρχίσω στο μάνογουορ και δεν τον σώζει τίποτα και κανένας!

Manowar, Manowar, livin\' on the road... (από Cunning Linguist, 05/05/09)(από xalikoutis, 31/01/15)

Δες και αστοδιάλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό ban (απαγορεύω).

Σημαίνει δεν εγκρίνω, ρίχνω πόρτα, πετάω έξω κ.τ.λ.

- Με κάλεσε η Σούλα στο σπίτι των δικών της στην Εκάλη.
- Εκάλη; Και πώς θα πας; Με τις κάλτσες με τα ξεχειλωμένα λάστιχα που έχεις και το παπί; Θα σε μπανάρει ο πατέρας της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπέροχα, τέλεια. Από το αγγλικό fine. Έκφραση ξεπερασμένη, την χρησιμοποιούσαν πολύ την δεκαετία του '80.

Πήγαμε το Σάββατο στην disco που είχε party με αφρούς και περάσαμε φίνα, έγινε χοντρή φάση σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπερδεγουέη / μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι: Μπερδεμένη κατάσταση, που δε βγαίνει άκρη.

- Ε πώς να γράψω καλά ρε μάνα μ' αυτήν την καθηγήτρια. Κάθε φορά που βγαίνω απ' την τάξη μετά το μάθημά της είμαι και πιο μπερδεγουέη!
- Τι μπαγουδέη παιδάκι μου μου λες... κάτσε διάβασε λέω 'γω!

Δες και μπερδεψοκατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται απο τον ιδιοκτήτη του fast food Gantas στο Βόλο.

Hamburger κομπλέ στο οποίο περιέχονται τα εξής υλικά: μπιφτέκι με νωπό κιμά δικό μου που τον φτιάχνω εγώ εδω, κασέρι, μπέικον, πατάτούλες χειροποίητες και σαλατούλα τις αρεσκεία σας. Τραχανάς κομπλέ χειροποίητος με κρητικές μπουκιές, φέτα και λουκάνικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη αναστάτωση, το μπέρδεμα. Η λέξη «κουλουβάχατα» προέρχεται από την Αραβική έκφραση «Kullu Wahad» η οποία σημαίνει «όλα ένα».

Να τη διώξεις αυτή τη καθαρίστρια. Μου κάνει κουλουβάχατα τα πράγματά μου, η μπετούγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το κομπλέ + μπλέντερ. Συνώνυμο του κομπλέ.

Όταν βράσει, το σβήνεις με κρασί, ρίχνεις και το αλατοπίπερο και είναι κομπλέντερ...

βλ. και κομπλεδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified