Further tags

Είμαι σκυθρωπός, στεναχωρημένος, απαισιόδοξος, πεισιθάνατος. Συνώνυμα: τα βάφω μαύρα.

Απο τότε που τον παράτησε η γυναίκα με τα παιδιά έχει κατεβάσει μαύρες πλερέζες, ούτε που μιλιέται. Θ' αυτοκτονήσει καμιά μέρα, κι' άιντε, απο 'δώ παν κι' άλλοι...

(από ironick, 15/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!

Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..

Got a better definition? Add it!

Published

Μικροαντικείμενο (βίδα, παξιμάδι, σφήνα κλπ) που χρησιμοποιείται για την κατασκευή / επιδιόρθωση / συναρμολόγηση άλλου αντικειμένου (μεγαλύτερου και πιο σύνθετου). Το αποκαλούμε έτσι όταν γνωρίζουμε τη χρήση του αλλά δε γνωρίζουμε την ονομασία του.

- Ρε Τάσο… πιάσε ρε αυτό το παπάριτζερ να το βάλουμε στο σασμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απογοητευτικά φτωχό σάντουιτς που διαψεύδει τις προσδοκίες του παραγγείλαντος. Συνοδεύεται δε τις περισσότερες φορές με κιτριτάτες.
Παράφραση του γνωστού πια σε όλους club sandwich.

Είπα κι εγώ θα χορτάσω... Αυτό το κλαψ σάντουιτς όμως ήταν όλο κι όλο δυο ψωμάκια ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που είναι έτοιμο, ή τελείωσε, ή πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Η λέξη προέρχεται από το γνωστό απορρυπαντικό.

-Την τέλειωσες την έκθεση παιδί μου;
-Μάλιστα κύριε καθηγητά. Είναι τζετ!

Ένα τζετ όχι και τόσο τζετ (από protnet, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Από την ελληνική λέξη μπάφος. Συνήθως έτσι ονομάζεται ο μπάφος στα σπίτια των Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν κυρίως στο UK.

- Yo chickano στρίβουμε κάνα μπέιφ;
- Άντε κάνε δουλειά chiiiiiiiiiiiiiiick.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζυγαριά. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως αναφερόμενος στη ζυγαριά της οποίας ο ρόλος είναι το ζύγισμα συνήθως μπάφου αλλά και λοιπών ναρκωτικών ουσιών.

Θα φέρω τζινξ γιατί όταν ο μαν το κόβει με το μάτι πάντα παίζει ψείρισμα...

Jinx, η Halle ως Bond Girl (από Vrastaman, 04/08/09)(από jesus, 20/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φουσκωτή κούκλα με τα ανατομικά και γεννητικά χαρακτηριστικά της γυναίκας, που εξυπηρετεί παθολογικούς αυνανιστές και περιστασιακούς αυνανιζόμενους.

Προτιμάται και από φανατικούς εργένηδες.

Προφανώς, ο όρος προέκυψε απ' το προτέρημα της φουσκωτής έναντι της αληθινής, ν' αναδιπλώνεται και να περιορίζεται, χωρίς πολλά-πολλά, σε μια βαλίτσα μετά τη χρήση.

- Τι μούτρα είναι αυτά ρε Ευγένιε; Μη μου πεις... Τσακώθηκες πάλι με την Τασούλα;
- Άσε ρε Γιωργάκη... ΓΥΝΑΙΚΕΣ... δεν τις ξέρεις ρε; Μ' άρχισε πάλι τα τρελά της, και την έστειλα σούμπιτη... Έτσι όπως πάει, θα ψωνίσω και γω μια απ' αυτές τις μαντάμ ντε σακ ντε βουαγιάζ να βρω επιτέλους την υγεία μου...

(από xalikoutis, 04/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεφαρίκι πράμα, τούμπανο, τζιτζί, γενικά πολύ καλής ποιότητας και αξίας. Προέρχεται απο το «made in england», παραφρασμένο στα ελληνικά.

Άσε μαλάκα, είδες τζάμικο που φόραγε ο Τάκης; Μέγκλα!!!

για μέγκλα γεύση (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified