Further tags

Απο το αγγλικό «Local»... Χρησιμοποιείται από τους Έλληνες της Αγγλίας για να προσδιορίσουν τους κλασσικούς τύπους με την ασορτί φόρμα, κάλτσα πάνω από το αθλητικό παπούτσι, και καπελάκι (απαραίτητα), οι οποίοι είτε θα σε κλέψουν, είτε θα σε μαχαιρώσουν, είτε και τα 2 ...τα αντίστοιχα δικά μας «καβούρια» ή «κάγκουρες» σε πιο χαρντκόρ έκδοση.

- Μαλάκα σκάνε λοκάλια... Κρύψε τα τσιγάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.

Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).

- Κοίτα ρε μλκ έναν σφίχτερμαν. Άμα τον τσιμπήσεις, θα ξεφουσκώσει!

(από Τσακ εις την μέσην, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι / κάποιος που έχει ή δίνει πρεστίζ.

  1. (www.adslgr.com) ...Η διοργάνωση μετεβλήθη στην πιο γκλαμουράτη και πρεστιζάτη εκδήλωση στην οποία μία...

  2. (www.hri.org) .
    ..για να εισαχθεί το παιδί τους σε ένα όσο γίνεται πιο πρεστιζάτο και υψηλόβαθμο ΑΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκας νεαρής ηλικίας, παιδαρέλι.

- Καλά, εδώ πλακώσαν τα τσουτσούν νταχτιρντί. Πάμε να φύγουμε, θα μας τα ζαλίσουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι στην μόδα. Από το αγγλικό trendy (=μοδάτο, μοδάτος). Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή για αυτούς που ακολουθούν τυφλά την μόδα.

Παραλλαγή: τρέντουλας.

-Κοίτα ρε πώς αλλάζει ο άνθρωπος, ο Γιώργος που πριν δυο χρόνια μας το έπαιζε σκληρός punk τώρα είναι τρέντουλας και τρέχει στα clubs.

(από Khan, 05/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεφτάς, αυτός που τα έχει και τα δείχνει.

- Ρε θα έρθει ο Τάκης απόψε σπίτι μου για κάνα ούζο;
- Σίγα μην έρθει για ούζα ρε. Αφού είναι ματσό, σιγά μην κάτσει μέσα.

Από το ματσωμένος (δες κομμέ). Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφαψίας.

- Είχε μεγάλο στριμωξίδι στο μετρό το πρωί και βρήκε ευκαιρία ένας ψυχάκιας χούφτερμαν να χουφτώσει μια γυναίκα. Έφαγε όμως με τη σειρά του μια τσιμπιά στα παπάρια κι ακόμα σκούζει ο ανώμαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δεν την μπορεί άλλο... δεν την παλεύει. Είναι χάλια, λιώμα.

Άσε μ***α, σήμερα ο καθηγητής μας είναι unpalevable σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το ήμισυ λατινογενής φράση, αφού συντίθεται από το ελληνικό «σαύρα» και το ιταλικό «ραγκάτσα», που σημαίνει κοπέλα.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια κοπέλα είναι πολύ άσχημη.

(εμπνευσμένο από πραγματικό διάλογο σε 5ήμερη εκδρομή λυκείου των Νοτίων Προαστείων)
Αγόρι σε μια κοπέλα γυρισμένη πλάτη αλλά με ωραίο σώμα: -Bella ragazza! (=ωραία κοπέλα)
Το ίδιο αγόρι όταν η κοπέλα γύρισε: -Α!(επιφώνημα φρίκης), σαύρα ραγκάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρεζίλι της κοινωνίας.

Η Ρούλα; Αυτή η ρεντικολέντζα... που παντρεύτηκε τον παππού και τον «έστειλε» την πρώτη νύχτα στα κυπαρίσσια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified