Further tags

Mode αγγλιστί είναι ο τρόπος, η μορφή συμπεριφοράς (<λατ. modus, βλ. modus vivendi, μόδα). Συναντάται συχνότατα στα προγράμματα των υπολογιστών και υποδηλώνει ότι μια εφαρμογή δουλεύει με έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας από τους πολλούς με τους οποίους έχει εφοδιαστεί από τον σχεδιαστή της, με σκοπό να προσαρμοστεί καλύτερα στις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις απαιτήσεις του χρήστη και να αποφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα (βλ. safe mode των windows, edit mode στις βιντεοκάμερες κοκ).

Σλανγκικώς, την έκφραση χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε πως έχουμε εισέλθει σε έναν τρόπο συμπεριφοράς και επιλογών διαφορετικό από τον συνηθισμένο μας διότι, είτε οδηγηθήκαμε από εξωτερικά ερεθίσματα, είτε παρακινηθήκαμε από μια εσωτερική παρόρμηση που μας άλλαξε την ψυχολογία. Η καινοφανής αυτή συμπεριφορά μας μάλλον πρέπει να θεωρηθεί προσωρινή και λογικά τερματίζεται όταν οι καταστάσεις ομαλοποιηθούν, όταν μας περάσει το σκάλωμα που φάγαμε ή, αλίμονο, όταν μας κόψουν όλοι από φίλο.

  1. - Καφεδάκι, τσιγαράκι, μάτι τα περαστικά παστάκια... Αυτή είναι ζωή ρε φίλε...
    - Ξέρεις ότι απαγορεύεται γενικώς το κάπνισμα από το καλοκαίρι ε;
    - Τι μου σπας τ' αρχίδια τώρα; Δε βλέπεις που μόλις ρούφηξα την πρώτη γουλιά μπήκα σε μοντ χαλαρουά;
    - Νταξ ρε φιλαράκι, με συγχωρείς...

  2. - Πού είσαι ρε κολλητέ, πού σε βρίσκω;
    - Στο δρόμο, τρέχω, λέγε!
    - Εεε, τίποτα μωρέ, είμαι κέντρο κι έλεγα να βρεθούμε για καφεδάκι...
    - Αποκλείεται, ήρθε η τελική παραγγελία και τρέχω σαν πούστης...
    - Πότε θα σε δούμε επιχειρηματία μου;
    - Όταν τελειώσω. Τώρα είμαι σε μοντ παλαβομάρας, ούτε σπίτι μου πάω, στο εργοστάσιο κοιμάμαι, γάμησέ τα...
    - Καλά ρε συ, θα πάω να βρω τα παιδιά από το προηγούμενο παράδειγμα...

  3. - Ρε συ, τι σλανγκοσπέκουλα παίζει με τα λήμματα στο slang.gr;
    - Δηλαδή;
    - Από 9967 το πρωί έχουν φτάσει 9992 το απόγευμα και έχουν κολλήσει εκεί!
    - Σλανγκοΐντρικα! Νομίζουν ότι ο ρουμάνος θα δώσει κανένα βραβείο στον 10000ό κι έχουν μπει όλοι σε μοντ αναμονής με έτοιμο λήμμα...
    - Εγώ πιστεύω ότι οι σέρνερ του σάιτ δεν είναι έτοιμοι για τόση λημματολάσπη. Θα γίνει Y2K! Ο ουρανός θα πέσει στα κεφάλια μας! Μετανοείτε!
    - Α ρε Αφελίμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To «κανένα πρόβλημα», το no problem στα σλαβικά. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από ανθρώπους που έχουν έρθει σε επαφή με σλαβική κουλτούρα, ας πούμε Βορειοελλαδίτες, το Πονηρόσκυλο και τον Χανκ.

Μόδιστρος σε πιμί: Σου άλλαξα λίγο τον τίτλο, για να ταιριάζει καλύτερα με τα ειωθότα του σάιτ.
Σλάνγκος: Οκ, νέμα προμπλέμα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η RAM (Random Access Memory) είναι η προσωρινή μνήμη ενός Η/Υ, μέρος ζωτικότατο όσο και απολύτως απαραίτητο για την άρτια λειτουργία του. Όταν χρησιμοποιούμε μεταφορικά την έκφραση «ο τάδε έχει κάψει RAM», θέλουμε να δείξουμε ότι έχει πολύ αδύνατη μνήμη, δεν θυμάται Χριστό, βρίσκεται σε αρχή Αλτσχάιμερ.

- Ρε Μητσάρα, σου έδωκε τελικά ο Ιεροκλής εκείνα τα εκατό που σου χρώσταγε;
- Ποια εκατό ρε Τεό, είκοσι μου χρώσταγε...
- Καλά, έχεις κάψει RAM μου φαίνεται...

(από GATZMAN, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ίντερνετ χρησιμοποιείται όταν ο λογαριασμός κάποιου σε κάποια διαδικτυακή κοινότητα (π.χ. site ή forum) ή σε πρόγραμμα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook, Myspace) απενεργοποιείται (για κάποιο διάστημα ή μόνιμα) από τον υπεύθυνο administrator.

Ενεργητικός τύπος: ρίχνω/ κάνω ban
Παθητικός τύπος: τρώω ban

To ban γίνεται συνήθως για τρεις λόγους: για spamming, για trolling ή για stalking. Δηλαδή το ban το τρώει κάποιος που ποστάρει διαφημίσεις, γαμάει την συζήτηση ή ασκεί ψηφιακή τρομοκρατία ή σεξουαλική παρενόχληση σε άλλους χρήστες.

Αν και το ban είναι ανακούφιση για τους υπόλοιπους χρήστες όταν ρίχνεται σωστά, είναι μέγιστη πίκρα για κάποιον όταν το τρώει κατά λάθος ή από παρεξήγηση.

Στην πραγματική ζωή η έκφραση τρώω/ρίχνω ban μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ανάλογες περιστάσεις (βλ. παράδειγμα 5).

  1. (από εδώ)

«για να μην κουράζω και να μην κολάνε από τα μέλια και τις ρομαντζάδες οι χρήστες του φόρουμ αυτού...

κάνω ban τον εαυτό μου και δεν πρόκειτε να ξαναμιλήσω στο φόρουμ αυτό.
γιατί ρε μοντς κάνετε μπαν τους χρήστες που δεν πρέπει ;»

  1. (από εδώ)
    «ο καθενας λεει τον πονο του...ποιος αλλος θα μας καταλαβει;θα πας στην γκομενα κ θα πεις εφαγα μπαν κ επαθα το ενα κ το αλλο;θα σε κοιταει σαν να της λες οτι ηρθαν εξωγηινοι...»

  2. (από εδώ)

«Αν θα κάνω λίγα Σπαμ
λες να φάω κανά ΜΠΑΝ;

Κανέναν δε θέλω να κοντράρω
παρά μόνο να σπαμάρω

Κάνω όλα τα τόπικ χάλια
άλλα οι συντονιστές τσακάλια»

  1. (η συνέχεια του προηγούμενου, πάλι από εδώ)

«αυτοκράτωρ με φωνάζουν
μπαν τους ρίχνω και τρομάζουν

όλοι να σπαμάρουν θέλουν
και τα τόπικ καταστρέφουν

μεσ τα τοπικ τριγυρνώ
με τα μπαν καραδωκώ

τσικ..τσικ..τσιιιιιιιιιιικ..........ΜΠΑΝ»

  1. Τι έγινε ρε με τη γκομενίτσα που έψηνες; Βγήκατε;
    - Άσε ρε φίλε, μου έδωσε το τηλέφωνό της αλλά από τότε που της είπα να βγούμε έφαγα μπαν!
    - Δηλαδή;;
    - Σταμάτησε να απαντάει στα μηνύματα και δεν σηκώνει το κινητό...

Είναι προσωπικό το δράμα που ξεδιπλώνω μπροστά σας... (από Cunning Linguist, 20/04/09)

Σχετικά: μπανάνα, μπανάκι, μπανιστάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και «ντάλε κουάλε». Από το λατινικό talis qualis, που στο σύγχρονο ιταλικό παίζει σε tale quale (που θα πει «αυτός ο οποίος»).

Άκλιτος επιθετικός προσδιορισμός, για πρόσωπα ή καταστάσεις, που θα πει:

  • ίδιος, μέχρι ακριβώς ίδιος, μέχρι και ολόιδιος (Παρ. 1),
  • παρόμοιος, μέχρι όμοιος, μέχρι και πανομοιότυπος (Παρ. 2),
  • «φτυστός», μέχρι εντελώς φτυστός, με ροχάλα και απ' όλα, σε περιπτώσεις που η ομοιότητα είναι για κακό (Παρ. 3).

    Εννοείται ότι οι τρεις τελίτσες παραπάνω είναι τάλε κουάλε ως ορισμοί, με την έννοια της δεύτερης τελίτσας.

Για να εξασφαλίσω την πληρότητα του παρόντος ορισμού, θα μοιραστώ μαζί σας την γνώση που για άλλη μια φορά μου προσέφερε απλόχερα το γούγλε:

Παίζει και σχετικό της οικονομικής τέχνης, αλλά το βρήκα μόνο στο ξενικό tale quale: «στην αγορά συναλλάγματος, είναι η συνολική τιμή που περιλαμβάνει όλα τα κόστη και στην οποία δεν μπορεί να προστεθεί ο,τιδήποτε επιπλέον» (ανατριχιάσατεhuh; - δεν το 'χω το οικονομικό, δεν το 'χω α-α, σο, αν ξεύρετε παράκληση συνεισφέρετε στα σχόλια).

  1. - Τασία μου τι σύμπτωση! (ματς μουτς) Χρόνια έχω να σε δω! Πώς χαθήκαμε! Πω πω… και τι χαριτωμένο μωράκι! Κοίτα κάτι μάτια γαλανά! Σε ποιον μοιάζει από τους δύο να σας δω, να σας δω… Α, τάλε κουάλε ο μπαμπάς του είναι με αυτές τις ματάρες κι αυτές τις χειλάρες… Φτου, φτου, σκόρδα!!

- Τι γίνεσαι βρε Βούλα, πράγματι, κοίτα σύμπτωση… δεν είναι δικό μας το παιδί, της αδερφής μου είναι και το βγάλαμε βόλτα.

(Συμπέρασμα: η Βούλα γουστάρει τον άντρα της Τασίας, σο, για να χώσει το υπονοούμενο, θα τον έβγαζε ολόιδιο με ένα δέντρο – κάποιος πρέπει να πει στην Τασία να τον πάρει και να φύγει ΤΩΡΑ).

  1. (Συζήτηση για εκκλησούλα από εδώ)

-Το τέμπλο με την ευκαιρία είναι τάλε κουάλε στο στύλε του Άη Γιαννάκη μας με τις απλές στρουφολιδωτές κολονέτες. 18ος ή 19ος; Τι λες;

(Συμπέρασμα: Τα δυο κλησάκια έχουν παρόμοια τέμπλα.)

  1. -…και τι μέρος του λόγου είναι αυτός ο καινούριος της Τζίνας, έμαθες;

- Βρε παιδί μου τον γνώρισα, τι να πω πια γι’ αυτή την κοπέλα…

- Για πε ντε!

- Ε, μου φάνηκε τάλε κουάλε (σ.ς. χχχκ φτου) με τον προηγούμενο παπάρα της, τι σκατά τον μαλακομαγνήτη έχει...

(Συμπέρασμα: οι γκόμενοι της Τζίνας είναι κατά συρροή φτυστοί και για φτύσιμο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μπορούσε να είναι ένα λικέρ Μεταξάς με γεύση λεμόνι (citron στα γαλλικά είναι το λεμόνι), αλλά είναι απλώς ατάκα από ανέκδοτο, όπου ο Βλάχος πάει από το χωριό στην πόλη κι όταν το γκαρσόν του προτείνει «Μεταξάς;», ο Βλάχος το ερμηνεύει ως «Με τα ξας; = Μου τα ξύνεις;» κι απαντά «Γιατί; Ση τρών'; = Σε τρώνε;». Με αποτέλεσμα να έρθει το λικέρ Μεταξάς Citron. Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι. Τέσπα, η φράση δηλώνει καταστάσεις δυοξύνης και ξυσαρχιδισμού ή εναλλακτικώς Βλάχων.

Μεταξάς Σιτρόν είμαστε πάλι μέχρι να βγει η διεθνής οικονομία απ' την μπίχλα!...

Προυσ\'χή στς ιοί! (από knasos, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό très comme il faut, που σημαίνει «πολύ καθώς πρέπει», είναι η επιτομή του ιδανικού των καλοβλαμμένων μικροαστών.

Χρησιμοποιείται για σλανγκοπλάκα από μαγκίτες που έχουν αναθραφεί με γαλλικά και πιάνο, ιδίως (πολύ) παλιότερα, που η γαλλική ήταν η γλώσσα της αστικής τάξης.

Στην εποχή μας σλανγκίζεται επίσης για να δηλώσει το πολύ καθώς πρέπει milf.

Βγήκε η Μενεγάκη στον αέρα μ' ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ τρε κομιλφό!

(από Khan, 19/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκρηκλισμός που σημαίνει: Για έλα δω, γκελ μπουρντά, Λάζαρε δεύρο έξω (που είναι και των ημερώνε).

Για την ακρίβεια λανθάνει απειλητικός χαρακτήρας του ύφους: Για έλα δω πουλάκι μου να σε κανονίσω, πού μου κρυβόσουνα... Ή «για γκελ μπουρντά εις τον οντά για νταχντιρντί».

- Τι βλέπω γιατρέ μου; Καινούργιο κουρεματάκι; Για come to δώθε! Για come to δώθε!

Επακολουθεί φατούρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς τo έχει πήξει το μουνί μας. Χρησιμοποιείται ιδίως στην φανταρική διάλεκτο. Επειδή είναι γαλλοπρεπές και τα γαλλικά, ως γνωστόν, τα αγαπάνε οι σλανγκιστές, όπως και το πιάνο. Ίσως και κατ' επίδραση του πυξ λαξ, που δεν έχει νοηματικά καμία σχέση.

Ασίστ: Πονηρόσκυλο.

- Έτσι, κωλόψαρο, πηξ λα μουν! Θα πήξει η μούνα σου, στραβάδι.

Από φοριαμό στη Λήμνο... (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστιοπλοϊκός όρος που σημαίνει το μεν σοφράνο την προσήνεμη πλευρά του σκάφους, το δε σταβέντο την υπήνεμη.

Δεν χρησιμοποιείται καθόλου ως ιδίωμα από άσχετους με την ιστιοπλοΐα, χρησιμοποιείται όμως ευρέως από τους ιστιοπλόους, είτε για να εξηγήσουν π.χ. πώς να τεντώνουν την σοφράνο πλευρά του πανιού και να καμπυλώνει έτσι η σταβέντο, είτε (και εδώ είναι το ζουμί) να περιγράψουν με ποιο τρόπο κουτούπωσαν το γκομενάκι στην καμπίνα τους μετά από μια μακρά και τρικυμιώδη πορεία μέσα στο Αιγαίο πέλαγος (και όσοι έχουν ταξιδέψει έστω και μια φορά με ιστιοπλοϊκό καταλαβαίνουν τι θέλει να πει ο γερο-καπετάνιος).

  1. Ανάθεμα αν ξέρουν να ξεχωρίζουν το σταβέντο από το σοφράνο και την πλώρη από την πρύμνη.

  2. Όσοι έρθουν σύντροφοι στο ταξίδι μου, να έχουν στο νου τους τα παρακάτω και να συμμετέχουν στο ταξίδι σαν πλήρωμα και καπετάνιοι μαζί. Να κρατούν, μαζί μου, ευλαβικά τη ρότα τού σκάφους, να φουντάρουν το σίδερο, να δένουν τις πρυμάτσες στην μπίντα τού λιμανιού, να αγαντάρουν στα δύσκολα, να μαζεύουν τούς τυχόν ναυαγούς από σταβέντο, και να ρίχνουν τις στροφές τής μηχανής όταν το σκάφος πλέει σοφράνο...

  3. Με έφαγε το γκομενάκι να το πάρω μαζί μου ως την Ικαριά. Μόλις μπήκαμε Ικάριο της άλλαξα τα φώτα στην καμπίνα. Όλο σοφράνο σταβέντο την είχα.

Stavento: Όμορφη. (από Hank, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified