Further tags

Από το also known as (a.k.a.)

Λέγεται προς αντικατάσταση του δηλαδή, λέγε με, βλέπε κλπ.

  1. - Κάποιος, άκα εσύ, θα έχει το πρόβλημα τoυ με την ψηλή του όταν μάθει τα καμώματα μας χτες.

  2. - Ρε, πώς θα πάμε το βράδυ;
    - Άκα;
    - Δεν έχω αμάξι, με άφησε η κουρέλα.

Βλέπε και ότι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)

Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.

Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.

Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.

- Ρε χτες φορμάτ σου λεω! Ήπια μια κάβα και με κουβαλάγανε. Ελπίζω να μην έγινα τελείως ρόμπα.

(από notheitis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης μήκους. Για πολύ κοντούς ανθρώπους.

- Ρε τη τάπα που είναι αυτή η Μαρία.
- Ναι, ένα κι ένα μίλκο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μεγάλο ψεύτη (κατ' αντιστοιχία με το Βαρόνος).

Εικάζεται ότι ο Τσαρώφ είναι ιστορικό πρόσωπο, κανείς όμως δεν ξέρει με βεβαιότητα. Το σίγουρο είναι ότι έδρασε στη Ρωσία κατά την εποχή των Μεγάλων Τροβαδούρων του 16ου αιώνα.

- Μου είπε ο Κρις ότι ο Ντάνης έρχεται σε μια βδομάδα.
- Μην τον ακούς ρε, αυτός είναι μεγάλος Τσαρώφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδεικνύει υπερβολικό χαϊλίκι.

Ο γουόναμπι, ο φλάσυ, ο μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee, εν γένει αυτός που πουλάει αέρα (συνήθως κοπανιστό). Από το αγγλικό wazzaaa (= what's up).

Σημ. Σαν υπερθετικός, έχει ειπωθεί και ο γουαζάμπι (wasabi).

- Κοίτα το γουαζά με το Φερραρικό στην πλατεία.

Βλ. και σχετικά λήμματα πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, πουλάω μούρη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα η οποία ψάχνεται.

Για εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, από το αγγλικό desperate σε συνδυασμό με την γνωστή ταινία.

  1. - Τι ντεσπεράντο είναι αυτή η Αλέκα ρε μαλάκα. Με παίρνει συνέχεια για να βγούμε αλλά είναι μπαζόμπαζο.

  2. - Καλά, ναυάγιο αυτό το μπαρ, τίγκα στη ντεσπερίλα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την ελληνογαλλική μετάφραση της φράσης «τον πούτσο (φάγαμε)», όπου το «φάγαμε» παραγράφεται για λόγους διακριτικότητας. Χρησιμοποιούμε συνήθως την έκφραση αυτή για να υποδηλώσουμε ότι βρεθήκαμε ή θα βρεθούμε σε μια δύσκολη κατάσταση από την οποία θα βρεθούμε μάλλον χαμένοι (βλέπε και τον ήπια).

  1. (σε μπαρ)
    - Ωχ, η Μαρία... φτου και της είχα πει ότι θα μείνω μέσα να διαβάσω και με είδε και έρχεται προς τα δω...
    - Κατάλαβα... λα 'πουτς φίλε μου!

  2. - Πήγατε για 5x5 σήμερα;
    - Ναι..
    - Και...; πώς τα πήγατε;
    - Λα 'πουτς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάση του σεξ η οποία είναι εφαρμόσιμη μόνον αν παρευρίσκονται τουλάχιστον δύο άντρες και μία γυναίκα στην πράξη. Το όνομα της στάσης αυτής προέρχεται από την τοπολογική παράταξη των τριών σωμάτων κατά τη διάρκεια της συνουσίας η οποία θυμίζει τον γνωστό σε όλους Πύργο του Άιφελ στο Παρίσι. Ένας από τους δύο άντρες ικανοποιεί την γυναίκα από πίσω καθώς αυτή, σκυμμένη, κάνει στοματικό έρωτα (κοινώς πίπα ή τσιμπούκι), στον άλλον άνδρα. Καθώς λαμβάνει χώρα η παραπάνω πράξη, οι δύο άντρες κολλάνε τα χέρια τους φιλικά και συγχαρητήρια πάνω από την γυναίκα (το ξενικά λεγόμενο high-five), συμπληρώνοντας έτσι το σχήμα του πύργου του Άιφελ.
Λιγότερο διαδεδομένο αλλά εξίσου σωστό και χρήσιμο είναι το ρήμα που παραπέμπει στην παραπάνω πράξη: αϊφελοπυργώνω.

Αϊφελοπυργώσαμε ένα γκομενάκι εγώ και ο Περικλής χθες, της πόναγε η μέση όλη μέρα σήμερα.

(από DT Jesus, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified