Further tags

Χρησιμοποιείται στην περίπτωση που θες να υποδείξεις σε κάποιον ότι θα τιμωρηθεί σκληρά για κάτι που έκανε σαν να τον εξανάγκαζες σε πίπα με βοϊδόπουτσα που θα έφτανε μέχρι τις αμυγδαλές και θα τις κουδούνιζε.

- Ρε ξέχασα να στείλω το σημαντικό φαξ που μου ζήτησες
- Μα καλά, είσαι φρούτζος; Θα σου κουδουνίσω τις αμυγδαλίτσες!

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται στην περίπτωση που θες να υποδείξεις σε κάποιον ότι θα τιμωρηθεί σκληρά για κάτι που έκανε σαν να τον εξανάγκαζες σε πίπα με αραπόπουτσα που θα έφτανε μέχρι τις αμυγδαλές και θα τις κουδούνιζε.

- Ρε ξέχασα να στείλω το σημαντικό φαξ που μου ζήτησες
- Μα καλά, είσαι φρούτζος; Θα σου κουδουνίσω τις αμυγδαλίτσες!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποκοριστικό του παπάρι. Δεν πρόκειται όμως για το μικρό τσουτσούνι, την ψωλίνα ή το πουτσάκι, ούτε για ακαθορίστου ονομασίας αντικείμενο, το λεγόμενο μαραφέτι, αλλά για ακαθορίστου ονομασίας ενέργεια. Και αντίθετα απο τη χρησιμότητα που έχει το μαραφέτι, που μπορεί να είναι αναπόσταστο κομμάτι της καθημερινής διαβίωσης, το παπαρίκι χρησιμοποιείται κυρίως για ευτελείς σκοπούς, ή κοινώς μαλακίες.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός πράξης ή ενέργειας, που γίνεται κατ' εξακολούθηση, κατά την οποία το άτομο προτιμά χειροκίνητη χρήση όταν υπάρχει αυτοματισμός, που όχι μόνο λύνει τα χέρια αλλά ενδείκνυται, αφού αποφέρει σημαντικά οφέλη μακροπρόθεσμα.

-(Διευθυντής Πληροφορικής στον τζούνι-ο-ρα): Ρε βλήτο, πάλι καρφωτέλες τα dll;
- Ναι, γιατί;
- Τα έχουμε πει 100 φορές, αφού έχουμε νουγκέτ!

- Άσε τον ήπια
- Γιατί, τι έγινε ρε μαλέα;
- Έκανα ρινέιμ το assembly και το είχε καρφωτέλα παντού στα configurations.

- Έβγαλα prepaid να πληρώνω τα skins του LoL, μη δίνω την κάρτα και μου φάνε τα λεφτά.
- Καλά ρε μαλέα, δε βαριέσαι; Εγώ έχω κάρτα με την μισθοδοσία και την κουμπώνω παντού καρφωτέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτυγχάνω με τρομερό και επίδοξο τρόπο τον στόχο μου, σαν να κατουράω - αλλά με στύλ - και αναφωνώ την παραπάνω φράση για δώσω έμφαση στην επιτυχία μου.

Γνωρίζω κάτι πάρα πολύ καλά (κάποια τέχνη, κάποιο άθλημα κλπ) και δε χάνω την ευκαιρία να το αποδεικνύω.

Συνηθίζεται να συνοδεύεται από άλλες λέξεις όπως χρονικά επιρρήματα ως επί το πλείστον.

-Σήμερα έπαιξα διπλό την γιουβέντους, άσσο τη μονακό και Under 3.5 την ρεάλ. - Και; Βγήκε; -Ναι ρε, αφού όλο καλλιγραφίες θα φτιάχνω

Got a better definition? Add it!

Published

Το ντους ή λουτρό με τάληρα, χρήματα, λίρες, χρυσό ή οτιδήποτε πολύτιμο προσφέρει ηδονή σε φιλάργυρους.

Έβαλε ΟΛΑ τα κέρδη από το Casino μέσα σε μια μπανιέρα και έκανε βουτιά να τα καταφχαριστηθεί. Ταληροντούς κανονικό!

Got a better definition? Add it!

Published

Τρισύνθετη λέξη αποτελούμενη από τις: 1. μαϊμού 2. μούτζα 3. λούκι. Συναντάται περισσότερο στον πληθυντικό αριθμό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα καραγκιοζιλίκια υπό τη συνοδεία κίνησης ή και στιγμιαίας πόζας, εκφράσεων προσώπου και γενικά προσποιητής γελοίας εικόνας που κατά βάθος κρύβει επιδειξιοπάθεια. Αυτός-ή που πράττει μαϊμουτζουλούκια είναι συνήθως ποζέρι και καραγκιόζ-μπερντές.

- ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΛ
- Ποιος το 'βαλε;
- Ρονάλντο... κάποιες φορές τα μαϊμουτζουλούκια εντός γηπέδων αποδίδουν. - Τι εννοείς «εντός γηπέδων»;
- Ότι τα κάνει και εκτός, για διαφημιστικές καμπάνιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Το λήμμα δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς την καθοριστική συμβολή του Δύτη των Νιπτήρων, που εδώ, στο σχόλιο 7, έριξε στο τραπέζι τη λέξη που έλειπε, βάζοντάς με στον σωστό δρόμο. Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο προσωπικά, όμως τον ευχαριστώ θερμά για τη βοήθεια. Αυτονόητες είναι οι ευχαριστίες μου και προς τον σύσσλανγκο sarant που είχε την καλοσύνη να φιλοξενήσει την απορία μου στο ιστολόγιό του).

Η λέξη καλτανκανάτι σημαίνει ανάριχτο φόρεμα του πανωφοριού στις πλάτες, χωρίς να περαστούν τα μανίκια, αλλέως αναπεταρίκι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος καταγράφει τη λέξη ως τροπικό επίρρημα (καλτακανά), συνδέοντάς την εσφαλμένα με το τουρκ. kaltak = πόρνη. Εν τούτοις, η λέξη διασώζεται με την μορφή που λημματογραφείται εδώ ήδη από το 1835. Σε σχόλιό μου εδώ είχα διατυπώσει παλιότερα τις ενστικτώδεις επιφυλάξεις μου σχετικά με την Πετροπούλεια ετυμολογία, μαντεύοντας σωστά τη μισή αλήθεια (νταξ, τα μισά). Την υπόλοιπη τη χρωστάω στον ως άνω Λαβαμπό Βουτηχτησί Εφέντη.

Το λεπόν: Η (καρα-ρετρό, εξαφανισμένη πλέον) λέξη προέρχεται από παραφθορά του τουρκ. kartal kanat / kartal kanadı = φτερό αετού, και παραπέμπει ευθέως στην εικόνα 2 φτερών που ανεμίζουν πίσω από τον φέροντα το ένδυμα. Πρόκειται για τούρκικο ιδιωματισμό που σημαίνει ακριβώς αυτόν τον τρόπο φορέματος του παλτού / πανωφοριού / επενδύτη.

Τη μετάφραση των παραδειγμάτων την έκανα με τα χεράκια μου, άρα μάλλον φέρω και τη σχετική ευθύνη γμτ.

ΚΑΛΤΑΝΚΑΝΑΤΙ (το βάλσιμον του επανωφοριού όχι με τα μανίκια περασμένα. Ο Γαζής εσημείωσεν ομώνυμον λέξιν το Αναπεταρίκι: δεν την ήκουσα).

Σκαρλάτος Βυζάντιος εδώ

Η πόρνη, για να ανταπεξέλθει στο κρύο (μην ξεχνάτε πως ήταν σχεδόν γυμνή) καθότανε σε μιά καρέκλα, καβάλα στο μαγκάλι, με ανοιχτά τα σκέλια, ρίχνοντας μια πατατούκα στη ράχη της. Γιαυτό, όταν βλέπουμε κάποιον με ανάριχτο παλτό λέμε: το φόρεσε καλτακανά.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος τα κάνει ετυμολογικώς πουτάνα όλα, στο Μπουρδέλο, εκδ. γράμματα.

20-30 kişilik bir göçmen kafilesi başında bulunan bu ihtiyar, omuzlarına kartal kanadı attığı paltosu ve elindeki asası ile bir yolcudan çok doğu mitolojisindeki yarı tanrı kabile reislerine benziyordu. (Αυτός ο γέρος ο επικεφαλής μιας ομάδας 20-30 προσφύγων, με το παλτό ανάριχτο στους ώμους και το ραβδί στο χέρι, έμοιαζε περισσότερο με ημίθεο αρχηγό φυλής της ανατολίτικης μυθολογίας παρά με ταξιδιώτη).

εδώ

Sekiz köşe kasket vardı başında, ayakkabılarının topukları basılıydı, palto omuzlarında kartal-kanat, sarkık bıyıkları fırça gibiydi [...](Στο κεφάλι φορούσε μια οκτάγωνη τραγιάσκα, τα τακούνια των παπουτσιών του ήταν φαγωμένα, το παλτό ανάριχτο στους ώμους, τα κρεμαστά μουστάκια του σαν βούρτσα [...]

εκεί

Παραπέρα το kartal kanat ως παλιό οθωμανικό ένδυμα, που ακόμα παραπέρα περιγράφεται ως μπολερό με μανίκια που μοιάζουν με φτερά αετού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πνίγω γκολ. Αφορά τον τερματοφύλακα που δέχεται τέρμα που κανονικά θα μπορούσε να είχε σώσει και η παραπληγική γιαγιά του.

Συνήθως από υπερβολική σιγουριά. Καμιά φορά σε κάνει να αναρρωτιέσαι αν είχε πρόθεση και το είχε παίξει στοίχημα σε κάποια χώρα της Άπω Ανατολής.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ το γκολ που «έπνιξε»! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για άτομο αδέξιο, που δεν δείχνει ενδιαφέρον, ζήλο, προσήλωση η επιμέλεια στα έργα του, που κάνει πρόχειρη ανολοκλήρωτη δουλειά, σαν αγγαρεία, τεμπέλικα, βαρετά, στο γόνατο, στο πόδι, με ζημιές και κακοτεχνίες. Η σβάρνα είναι γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις καλλιέργειες για να ισιώνει το χώμα σε χωράφι και να σπάει σβόλους γης. Το ρήμα σβαρνίζω σημαίνει ότι σέρνω κάποιο αντικείμενο απρόσεκτα, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή η προφύλαξη, αδιαφορώντας για τυχόν ζημία που μπορεί να υποστεί η να προκαλέσει.

  1. Στοιχείο λίστας

-Ωχ, σε ποιον πήγες και ανέθεσες αυτή τη δουλειά?! Είναι μεγάλος σβαρνιάρης. Στο τέλος θα αναγκαστείς να την κάνεις εσύ ο ίδιος.

  1. Στοιχείο λίστας

ο εργοδηγός στον εργάτη:- Αν συνεχίσεις να δουλεύεις έτσι σβαρνιάρικα θα πας στο σπίτι σου.

Got a better definition? Add it!

Published