Further tags

Κάνω σκληρή οικονομία.

α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...

β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...

Ψωμί ευλογημένο κατά τας Γραφάς (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός απ' το να *παθαίνεις το όνομα*, όπως λέει ο πρώτος ορισμός, μπορείς να πάθεις και το ... ρήμα!

Όταν με λέτε γκαύλα...Παθαίνω το ρήμα! (εδώ)

Ακριβώς αυτό! Το αξιοσημείωτο λοιπόν γεγονός είναι οτι το "παθαίνω", τα τελευταία χρόνια συντάσσεται και με ουσιαστικά που σημαίνουν ακριβώς το ίδιο με υπάρχοντα -ομόρριζα με τα ουσιαστικά-, ισχυρότατα (και όλα τα λεφτά) ρήματα. Δηλαδή, αντί για ερωτεύτηκα ή μορφώθηκα, κουλτουριάστηκα, εντυπωσιάστηκα, λες: έπαθα έρωτα, έπαθα μόρφωση, έπαθα κουλτούρα, έπαθα ποιότητα, εντύπωση, ευτυχία, θλίψη, ευεξία και άλλα τέτοια πολλά και κουλά.

Σημείωση (γιατί όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας): Συμβαίνει, για λόγους απλοποίησης ή γιατί δεν σού'ρχεται η λέξη να λες π.χ. έπαθα σοκ, έπαθα πανικό, αντί για σοκαρίστηκα ή πανικοβλήθηκα.

Το ρ. παθαίνω χρησιμοποιείται και με δύο ακόμη τρόπους:

  1. Κανονική σύνταξη με νορμάλ (!) ουσιαστικά, π.χ. παθαίνω εγκεφαλικό, αφυδάτωση, ιλαρά, αγκύλωση, ντεζαβού κ.ά., όπου, όταν υπάρχει αργκό αυτή χαρακτηρίζει μόνο το ουσιαστικό, γιατί το παθαίνω παίζει εδώ βοηθητικό, διακριτικό ρόλο (δεν 'παθαίνεις εντύπωση' μαζί του).

  2. Σύνταξη με ευφάνταστα, πειραγμένα ουσιαστικά όπως τα καρασλανγκισθέντα:
    παθαίνω μιλφόπλακα,
    σεντόνι,
    πλάκα,
    κάζο,
    ντουβρουτζά,
    κωλομπέρδεμα,
    λαλά,
    μπακακάο,
    κολούμπρα,
    κοκομπλόκο,
    τραμπάκουλο,
    μουνόπλακα,
    τη μούνα μου.
    Μπορούν να προστεθούν και τα παθαίνω ζημιά και παθαίνω τσιμπουκόφσκι. (Δες παράδειγμα 5).

Σλανγκασίστ: Galadriel, εδώ.

  1. Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)

  2. Πάθαμε ευτυχία για τρια δευτερόλεπτα στο κεντρο. τοσο χιονισε (εδώ)

  3. Είμαι στη φάση που χαίρομαι που έφυγα από το γραφείο στο 9ωρο αντί για 10- ή 11ωρο, μη μου μιλάτε για τις διακοπές σας, παθαίνω θλίψη. (εδώ)

  4. Έχετε μπερδέψει τον έρωτα με πάρτυ. Σε πάρτυ κάνουμε εντύπωση. Στον έρωτα παθαίνουμε εντύπωση (εδώ)

  5. Έπαθα τσιμπουκόφσκι. (εδώ)

  6. Έπαθα αξιοπρέπεια. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υβριδικό γλυκό που προέκυψε από διασταύρωση της μπουγάτσας με το κρουασάν και έκανε πραγματική θραύση, προσελκύοντας το ενδιαφέρον και των διεθνών μέσων ενημέρωσης.

Γρήγορα όμως προέκυψαν σοβαρότατες ενστάσεις:

Η μπουγατσα εχει μια φυση (λεπτο τραγανο φυλλο) και δυο υποστασεις (κρεμα, τυρι). Τα υπολοιπα ειναι σκευασματα αιρετικων.

Το ΚΚΕ καταδικαζει απεριφραστα το Μπουγατσαν

Μεταφορικώς δηλώνει μεταμοντέρνα -πάντα με την κακή έννοια- και τραβηγμένη απ' τα μαλλιά μείξη χωρίς δημιουργικότητα, -κάτι σε σταθεροτυρόπιτα δηλαδή-, καθώς και βλαχομπαρόκ αισθητική.
Έχω την εντύπωση οτι σημαίνει και Ελλαδιστάν, ταιριάζει σαν νόημα και τελειώνει σε -άν, αφού.

Το πολιτικό μπουγατσάν, που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ, απ' έξω Ευρώπη, κι από μέσα κρέμα της αριστερής γιαγιάς από τας Σέρρας ας πούμε, ετοιμάζεται τώρα, που έχει μεγάλη κοινοβουλευτική δύναμη και αντιπρόεδρο στο Ευρωκοινοβούλιο, να καταθέσει αίτημα κατοχύρωσης της ελληνικότητας του μπουγατσάν και με ειδική ανθρωπιστική οικονομική μελέτη των οικονομολόγων του όλων των τάσεων, έτσι ώστε το μπουγατσάν να είναι κεντρική τροφή μη κυβερνητικών οργανώσεων που θα χορηγείται σε αναξιοπαθούντες πληθυσμούς.

Πηγή εδώ

  1. Δηλαδή blues + μπουζούκι. Τύπου μπουγατσάν. (εδώ)

  2. Οι χυλοπίτες γίνανε ταλιατέλες, η μπουγάτσα έγινε μπουγατσάν, τα Goodys γίνανε Burger house και ο Σημίτης πρώτος μάγκας (εδώ)

  3. το μονο καινοτομο προιον που διαφημιστηκε οσο κανενα αλλο στην Ελλαδα της 5χρονης κρισης ειναι το Μπουγατσαν....αυτοι ειμαστε....

  4. Γάλλοι τεχνοκράτες + Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης = μνημόνιο μπουγατσάν

  5. - βγαλτε στον κοσμο εσεις οι δημοσιογραφοι νεους ανθρωπους δημιουργικους με οραμα κ οχι μονο τα Μπουγατσαν....
    - Το μπουρδελο είτε Αριστερό είτε Δεξί μπουρδελο ειναι ! Ελληνικό κράτος! (εδώ)


- Διασκευή εκείνο, διασκευή τούτο. Και ναι μπορεί να ακούσεις διαμαντάκια και άλλα τόσα σαχλά πειράγματα. Απορία μου όμως- έχει στερέψει η γλώσσα, η μουσική, το βίωμα για να 'γεννηθούν' νέα τραγούδια όσων ασχολούνται συνεχώς με διασκευές.?? Μου λείπουν σημερινά δυνατά κομμάτια. Όχι δοκιμασμένα στο χρόνο κομμάτια με νέο φόρεμα...
- [...] και μενα μου λειπουν πολυ τα νεα ακουσματα, θα ρθουν θα γεννηθουν θα δεις [...] την επομενη φορα ομως θα φαμε μαζι μπουγατσαν

Πηγή εδώ
της διασκευής... ... το κάγκελο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχήμα λόγου για τον τύπο που αυνανίζεται υπερβολικά (πάνω από 5 ημερησίως).

Καλά εσύ φίλε από μαλακία άλλο τίποτα ε; Τον έχεις κάνει λάσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχήμα λόγου που μας δείχνει την πολύ περασμένη ώρα η αργοπορία ενός ατόμου.

Γάμησε τα πάλι..Εκατό η ώρα γύρίσαμε σπίτια μας χθές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδίστικος χαρακτηρισμός στομωμένων εργαλείων κοπής, όπως ψαλίδια, κοπίδια, ξυράφια, αλαβάρδες και δεν συμμαζεύεται.

- Μάκη, πιάσε το κοπίδι να ανοίξουμε τις κούτες, ήρθε η παραγγελία. Που' σαι, το πράσινο, γιατί τα άλλα δεν κόβουν ούτε νερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβάλλεται αναφορά στον ορισμό του λήμματος γαμιέμαι, στον οποίο το λήμμα περιλαμβάνεται ως υποπερίπτωση 8: "Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά." Το παρόν είναι αφιέρωμα στη συγκεκριμένη γραμματική μορφή: αόριστος και παρακείμενος.


Γαμήθηκα / έχω γαμηθεί στο: Υφίσταμαι, τώρα, στο παρόν, τις συνέπειες επαναλαμβανόμενης ή / και μεγάλης έντασης ενοχλητικής δραστηριότητας.

  • "Γαμιέμαι": ρήμα ηδονικό, αλλά ταυτόχρονα πρόστυχο και συχνά λεκτικά οδυνηρό, εκφράζει την απόλυτη υπερβολή ταλαιπωρίας, με μόνη υπερθετικότερη (sic) ίσως την αναφορά στο θάνατο.
  • "Στο": η αιτία της αγανάκτησης. Αντίθετα με το απλό "γαμήθηκε" που έχει συνήθως την έννοια της ολικής καταστροφής χωρίς άμεση αναφορά στην αιτία, εδώ τα πράγματα είναι συγκεκριμένα και ξεκάθαρα.

Παρά τον παρελθοντικό γραμματικό χρόνο, υπονοείται παροντική δραστηριότητα: το τρέχον δράμα της έντονης ανάμνησης που έχει χαραχτεί στη μνήμη, ενώ το τσούξιμο - ή η ηδονή - στο οποίο δεν γίνεται άμεση αναφορά, διαρκεί ακόμα.

Στην αρνητική εκδοχή εκφράζει μεταξύ άλλων την κούραση, την εγκαρτέρηση, την ανυπομονησία να τελειώσει το μαρτύριο, αλλά και την ελπίδα: η κατάσταση είναι παροδική, στο Παπουνάνε θα σημάνουν οι καμπάνες. Στη θετική ο άλλος κάθεται απλά και συνεχίζει να απολαμβάνει τον απόηχο του μεταφορικού οργασμού.

Συνώνυμα σλανγκ: η πιπεριά γαμήθηκε, γαμήθηκε το σύμπαν, γαμήθηκε ο Δίας.

Έχω γαμηθεί στη δουλειά για να φτάσω εδώ που βρίσκομαι τώρα, και δεν έχω φτάσει πολύ μακριά εδώ που τα λέμε. (αρνητικό - "Ο Τροπικός του Αιγόκερω", Henry Miller).

Αυτό το τελευταίο αποτέλεσε βέβαια το highlight ενός reward challenge από την Κόλαση, με τον κακομοίρη άχρηστο Chet να έχει γαμηθεί στο ξύλο, με το πρόσωπό του να κουτουλάει σε παγίδες, τον Joel να τον σέρνει μες στις λάσπες, ή να τον αναποδογυρίζει λόγω της δύναμης με την οποία υπερπηδούσε εμπόδια. (αρνητικό - survivor)

Άσε ρε μαλάκα,γαμήθηκα στο τρέξιμο σήμερα. Πριν καμιά ώρα έκατσα αλλά δεν βλέπω να με αφήνουν για πολύ. (αρνητικό)

σαν γα γαμήθηκα στη μάσα...γιγάντια η μερίδα μιλάμε (θετικό)

Ξανά sorry που χάθηκα. Εδώ είμαι, δεν πάω πουθενά. Ξεκίνησα κάτι νέο αυτή την περίοδο αλλά φυσικά δεν είναι αυτός ο λόγος που αραίωσα. Απλά έχω γαμηθεί στη δουλειά (κυριολεκτικά και μεταφορά στην προκειμένη περίπτωση κι όσοι πιάσατε το υπονοούμενο το πιάσατε). (αρνητικό και θετικό - εδώ.)

Γαμήθηκα στο γέλιο μόλις το είδα, δεν κρατήθηκα και το τράβηξα βίντεο, λείπουν κανα δυο λεπτά απ την αρχή. Απολαύστε υπεύθυνα. (θετικό)

- Που σκατα μενεις ρε μλκ, θεσσαλονίκη; εδω ουτε βροχή δεν έχει.
- μαρούσι γαμήθηκε στο χιόνι. (χμμμ θετικά αρνητικά όπως το πάρει κανείς)

Έχει γαμηθεί στη βροχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται για να δηλωθεί ότι κάτι είναι καύλα, σούπερ ντούπερ, έξτρα πρίμα γκουντ, κυριολεκτικά ονείρωξη, αφού, το λέει κι η λέξη, χύνουμε μαζί του. Γιούνισεξ έκφραση. Από γυναίκες βρέχονται βρακάκια. Το λέρωσα βρακάκι, όμως, το λένε αυτοσαρκαστικά και άντρες, είτε σαν πουστοαστείο ότι και καλούα κάνουνε φάνγκερλινγκ με κάτι/κάποιον και βρέχουν τα βρακάκια τους από ενθουσιασμό σαν να είναι γκόμενες, είτε ξερωγώ ότι κάτι είναι ονείρωξη. Από ό,τι βλέπω στο ιντερνέτι λέγεται λιγότερο για σεξουαλικά ερεθίσματα και περισσότερο για μετουσιώσεις, όπως λ.χ. για αυτοκίνητα, βιντεοπαιχνίδια, ταινίες, αθλητικές ομάδες, πολιτικές παρουσίες τέτοια πράγματα.

Παρεμπιφτού το λέρωσα βρακάκι κάνει ρίμα και με τον Βαρουφάκη

Η έκφραση κάνει καριέρα στην εποχή του Ίντερνετ και των σόσιαλ μήντια, καθώς είναι ευχερές σχόλιο σε ένα οπτικοακουστικό ή άλλο ερέθισμα που όντως μας αρέσει ή που είναι ωραιοπαθές και το λέμε ειρωνικά.

  1. -το ειδα χθες στις σερρες στα dragster. μιλαμε για πένα!
    -Ax αυτη η ζαντα στο 92 ειναι φωτιά.
    -όλα τα λεφτά το Ε30 .η ζαντα bbs λέει
    -ρε χριστο ολοκληρο τούμπανο ε30 και συ ασχολεισαι με το 92????? τι να πει κανεις
    -Κ Α Υ @@ ΜΟΥ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ!!! Νομίζω λέρωσα το βρακάκι μου... (Από Autoφοράδα).
  2. μπορω να ομολογήσω πως κατα την διάρκεια του επεισοδίου και ειδικότερα όταν κατέβηκε ο WB με τους commander απο το πλοίο λέρωσα το βρακάκι μου απο την πώρωση:P. (Εδώ).
  3. Ένταξη εγώ ειλικρινά λέρωσα λίγο βρακάκι...καμια σχέση με τα προηγούμενα trailer...epic trailer ας ελπίσουμε για μια ταινία ισάξια του Avengers. (The Amazing Spiderman).

Δευτερευόντως, μπορεί να σημαίνει ότι και καλά κατουρήθηκα από τον φόβο μου ή έκλασα μέντες, και λέγεται βέβαια ειρωνικώς, όταν κάποιος έχει ψαρωτικό υφάκι μάταια.

Ο τύπος έκανε την πλάκα του, μας απείλησε (πωπω ρε μεγάλε είσαι στα ΟΥΚ λέρωσα το βρακάκι μου :P ),εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της περίφημης ρήσης του Καζαντζάκη (;) «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!».

Το γυναικείο αιδοίο, που αποτελεί εν τω προκειμένω απόλυτο σύμβολο της γυναίκας, είναι τόσο βαθύ, σκοτεινό, ερεβώδες, χαοτικό, άγνωστο, ανεξερεύνητο και άραχλο -και ωσεκτουτού τρομακτικά μυστηριώδες- και η μυθικών διαστάσεων επενέργειά του στην γυναικεία όσο και στην αντρική ψυχολογία είναι τόσο πολύπλοκη και μη μετρήσιμη, ώστε μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με τρομακτική και άγνωστη άβυσσο.

Σημ.: στην κυριολεκτική έννοια του όρου μιλάμε για πηγαδομούνοβα... (βλ. Πηγαδομούνοβα, Τατιάνα ή πηγάδω)

- Ρε πούστη μου, τά 'χω παίξει με την Ελένη... Δεν πιάνεται από πουθενά. Είπα να της κάνω έκπληξη κι έπλυνα εγώ τα πιάτα σήμερα και αντί να χαρεί με είπε μαλάκα, που τί την πέρασα, για τεμπέλα;, που όλο κάνω πράγματα όταν δεν χρειάζεται, που τα είχε αφήσει επίτηδες για να δει η μάνα μου ότι μαγειρεύουμε και τρώμε κι ότι δεν μένουμε νηστικοί σ' αυτό το σπίτι, κι ότι άλλη φορά να ρωτάω ... με πήρε από τα μούτρα σου λέω! Και δεν είχε καν περίοδο, να φανταστείς. Να μη σου πω ότι ήταν στις καλές της κιόλας!
- Τι να σου πω φίλε, άβυσσος το μουνί της γυναίκας!...

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified