Selected tags

Further tags

Πρόκειται για το σύνδρομο που ταλαιπωρεί τους άνδρες που έχουν ως πρότυπο την Andressa Soares και ως εκ τούτου ηδονίζονται από γυναίκες που έχουν μερικά κιλάκια παραπάνω ή, στα πιο προχωρημένα του στάδια, από γυναίκες που ζυγίζουν πολύ παραπάνω από το κοινά αποδεκτό. Η ικανοποίηση των άρρωστων αυτών ατόμων προέρχεται από το μέγεθος των βυζιών, κώλων, μπουτιών, κοιλιών, κλπ. Όσο πιο μεγαλοπρεπή και τεράστια είναι, τόσο περισσότερο ανεβαίνει η λίμπιντό τους. H έκστασή τους είναι μάλιστα οι δίπλες που σχηματίζονται στην κοιλιά των πολυαγαπημένων τους, μεγαλόσωμων γυναικών. Οι μελέτες δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη, αλλά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι διακαής πόθος τους αποτελεί το χώσιμο της μάπας τους στον κώλο ή στα βυζιά μια τέτοιας γυναίκας. Κάτι τέτοιο, εξάλλου, συχνά τους οδηγεί σε οργασμό.

Το όνομα του συνδρόμου προέρχεται από την βραζιλιάνα showgirl Andressa Soares , στην οποία έχουν αποδώσει θεϊκές διαστάσεις.

- Ρε Σάκη, κοίτα το γκομενάκι απέναντι, καλό δεν είναι;
- Ναι... καλό είναι Γιάννη... συ Αποστόλη τι λες;
- Ρε παιδιά, εγώ νομίζω πως είναι πολύ αδύνατη... να για κοιτάξτε εκεί πίσω ... αυτή είναι γκόμενα...
- Πλάκα κάνεις! Τι χοιρομέρι είναι αυτό! Δεν την παλεύει!
- Ναι ρε Αποστόλη... έχει δίκιο ο Σάκης ... τα χέρια της είναι πιο μεγάλα από τα μπούτια μου...!
- Εντάξει ρε παιδιά ...! Αφού με ξέρετε ... με ελκύουν οι πιο ευσωμούλες...! έχω, όπως λέει ο Γιάννης , το σύνδρομο της Andressa Soares...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε «μικρό μου πόνι» εννοούμε τον κοντόκωλο άνθρωπο που, επί πλέον, έχει γεροδεμένα μπούτια.

Άλλως, τσολιάς.

Ρε συ, ο καθρέφτης φταίει ή είμαι πράγματι μικρό μου πόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε Μουνί Έχει μία Χοντρή Φίλη.

Πείτε την αλήθεια, όλοι το έχετε παρατηρήσει!

-Τσέκαρε τα μωρά που έρχονται...
-Ποια μωρά; Εγώ ένα βλέπω, την άλλη που την κυκλοφορεί;
-Δίκιο έχεις... ΚΑ.Μ.Ε.ΧΟ.Φ. γαμώτο, ΚΑ.Μ.Ε.ΧΟ.Φ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ή γέρος, fun της Goth μουσικής και lifestyle, που χλαπακιάζει ασυστόλως burgers, πατατάκια, πίτσες και παιδάκια με το αίμα τους, με αποτέλεσμα να γίνεται παχύσαρκος και να μεγαλώνουν τα βυζιά του. Επιμένει να φορά όμως κολλητά μαύρα και δερμάτινα και μπιχλιμπίδια και να γίνεται ρόμπα στους Goth κύκλους. Από Βισιγότθος.

- Ακούνε οι ελέφαντες Goth; - Ο Λάκης είναι, ο Βυζιγότθος.

(από xalikoutis, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την γνωστή ταινία της Ρένας Βλαχοπούλου «Η Παριζιάνα».

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν απάντηση σε οποιοδήποτε άτομο ισχυρίζεται πως, παρά την παρατεταμένη δίαιτα που ακολουθεί, προς μεγάλη του έκπληξη δεν αδυνατίζει ή αντίθετα παίρνει παραπάνω βάρος. Το όνομα παραμένει πάντα το ίδιο, ανεξαρτήτως του συνομιλητή, ώστε να παραπέμπει στην ευτραφή κυρία της ταινίας.

Μαρία: - Άσε με βρε Πέτρο, ένα μήνα τώρα κάνω δίαιτα και γυμναστήριο και η ζυγαριά με δείχνει ένα κιλό περισσότερο...
Πέτρος: - Δεν φταίει η ζυγαριά... Τρως! Σούζη, τρως!
Μαρία: - Τι τρώω μωρέ; Αφού με σαλάτα και γιαούρτια τη βγάζω κάθε μέρα...
Πέτρος: - Σούζη και ψεύδεσαι και τρως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσ. Αναφέρεται στον τύπο που βγαίνοντας για φαγητό συνήθως σε μεζεδοπωλείο μαζί με παρέα, παραγγέλνει όλο τον κατάλογο, τρώει σχεδόν τα πάντα και μετά απαιτεί να πληρώσουν όλοι εξίσου γιατί, όπως λέει, «μαζί τα φάγαμε».

Ρε Μανώλη, τον είδες το Γιώργο χτες στην ταβέρνα; Έφαγε 3 κιλά παϊδάκια μόνος του και μετά μας έπρηξε και τα πληρώσαμε όλοι μαζί... Τι πάγκαλος είναι ρε αδερφέ μου....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:

1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.

Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.

Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...

3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.

Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.

Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.

4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.

  1. «Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)

  2. «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
    Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:

Κάτι θέλω να σου πω που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.

Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω

Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.

Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.

Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.

Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά

  1. –Τι 'ναι αυτή η στοίβα ρε;
    – Ό,τι πιατικό γλίτωσε απ’ τη μπετονιέρα στο 15. – Με μια σφήνα Κάτυ μόνο; Κρύψ’ τα κάσιους και στείλε μπίο.
    – Μπίο γιοκ εδώ και μισή ώρα.
    – Λες να ‘χει καβάντζα η μπουζουκλερί απέναντι;
    – Κι εκείνα από ‘κει ήταν.
    – Πω ρε πούστη μου!! Μα που τα βάζει;
    – Να ψήσω τραχανά με στραγάλια στα μικροκύματα ντεμέκ εξωτικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξ επόψεως ευαισθησιών των σφίχτηδων, το βρώμικο δεν είναι μόνο το φαγητό με «αμφίβολη ποιότητα και καθαρότητα των συστατικών του» (δες άλλο ορισμό), αλλά κυρίως αυτό που προκαλεί βρωμιά, δηλαδή το φαγητό που περιέχει πολλά λιπαρά.

Πάσα: Jeanoir, encore.

- Ευτυχώς, με την δουλειά που έχω κάνει και την γράμμωση που έχω πετύχει, μπορώ να τρώω και κανά βρώμικο πού και πού, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο σαβουριάζει τον αγλέουρα η κυρα κατίγκω η Φοφώ και έχει κάνει ένα ποπό... σαν πλατεία...

Τώρα κάνει δίαιτα... Κάνει βοδιλάιν.

Τη βλέπεις τη μουντρούχα τη χοντρή, λέει ότι κάνει βοδιλάιν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified