Selected tags

Further tags

Το δοχείο με το «γνήσιο» ουίσκι Σκωτίας (demijohn). Ο μισός Τζόν. Ο άλλος μισός την πούλεψε για να σωθεί.

Η ελληνική απάντηση στην πολυεθνική βιομηχανία του πιοτού. Γνήσιο απόσταγμα βιοτεχνίας φτιαγμένο με μεράκι για το κάθε κοροϊδάκι. Από Νέρωνες για μελλοθάνατους.

  1. Τού 'πα του μαλάκα του μπάρμαν να μου βάλει ένα καθαρό και μου έβαλε από την νταμιζάνα, λές και είμαι χτεσινός...

  2. Ποιό Τζόνι ρε μαλάκα; Νταμιζάνα μας έβαλε ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τρώω σοκολατάκια με γέμιση λικέρ (χωρίς να το ξέρω από πριν...) και γίνομαι χάλια...

...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον τιραμισουρεαλισμό, το μπλε δηλώνει επίσης:

  • Την φάση όπου κάποιος έχει πάρει πολλά Βιάγκρα, επειδή υποτίθεται ότι μια από τις παρενέργειες, αν πάρεις πολλά, είναι να τα βλέπεις όλα μπλε. (Σ.ς.: Δεν ξέρω, δεν τα έχω ανάγκη). Γενικά, μπλε είναι η Βιαγκρο-νιρβάνα, Βιαγκρο-μαστούρα. Βλ. και έκφραση «τα βλέπω όλα μπλε».

  • Αγγλιά για την μελαγχολία. Από τα blues, blue mood, κ.τ.λ.

Τα είδε όλα μπλε με την Καυλάουρα ο Επαμεινώνδας. Θεός σχωρέστονε! Και τού 'λεγα: «Δεν είναι κουφέτα τα Βιάγκρα, Νώντα μου!». Δεν μ' άκουγε ο μακαρίτης!

Σχετικό: μπλε περίοδος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δηλητήριο το οποίο καταδικάζονται να πάρουν όσοι παρακολουθούν το δελτίο του Star με αναρίθμητα χαζορεπορτάζ από τη Μύκονο ...

- Πάμε σήμερα κάτω;
- Βαριέμαι ρε μαλάκα..
- Και τι θα κάνεις μεσα ρε;
- Μάλλον θα κάτσω στην τηλεόραση, όλο και κάτι θα 'χει..
- Δες star!
- Ναι, γάματα... θα πάρω μια γερή δόση μυκώνειο, μου φαίνεται!

(από Vrastaman, 26/03/09)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώμα από LSD. Από τα τριπ + πίτα.

Πηγή: GATZMAN.

Μαζευήκαμε όλοι στο μπαφόσπιτο και γίναμε τρίπιτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νηφάλιος στα ποδανά, ή κατά το αναγραμμαντείο.

Πηγή: Παυλέας.

Είστε φαλήνιοι, ή τρίπιτο πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν ο όρος ετυμολογηθεί από το γαλλικό fondement = θεμέλιο, τότε θα λεχθεί «φονταμενταλισμός».

Αν όμως ετυμολογηθεί από το λατινικό fundamentum (ίδια σημασία) θα λεχθεί «φουνταμενταλισμός», που είναι και το σωστότερο. Η λέξη αποδίδεται στα ελληνικά ως «θεμελιοκρατία», «θεμελιωτισμός» και σημαίνει την σκληροπυρηνική τάση για επιστροφή στις πηγές μιας θρησκείας.

Η λέξη, ωστόσο, σλανγκίζεται για να δηλώσει τον σκληροπυρηνικό χασιστή και φουντικό που επιδιώκει την επιστροφή στις πηγές της φούντας.

Εναλλακτικώς, ο σλανγκισμός μπορεί και να σημαίνει ότι ο θρησκευτικός φουνταμενταλισμός είναι η «φούντα των λαών» για να παραφράσω τον Μαρξ.

Έχει φουνταμενταλιστικές τάσεις, «χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στην φύση» το σύνθημα ζωής του.

Η φουνταμενταλίστρια με την χρυσή φωνή (από Vrastaman, 28/03/09)

Σχετικά: Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπύρα: προκύπτει από τη δημώδη φράση «ο καλύτερος μεζές της τσικουδιάς είναι η μπύρα» που χρησιμοποιούν όσοι δεν πίνουν ούτε από χαρά ούτε από λύπη αλλά από το πρωί –και άλλα τέτοια... Για τις συναναστροφές τους αυτές υφίστανται τις αναμενόμενες κοινωνικές κιρρώσεις...

- Κοπέλια, να μην πάρομε τσικουδιές επαέ, γιατί είναι νερό, μόνο λέω το για μπύρες, και συνεχίζομε με ρακές στου Χρήστου...
- Ναι, μρε, ένα μεζέ, γιατί ξεροσφύρι από το πρωί θα μασε θερίσει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλος-χρόνος-κλασικό χίπικο σύνθημα. Θυμίζει και sex, drugs & rock n' roll, θυμίζει και Jean-Jacques Rousseau για τα καλά του φυσικού ανθρώπου. Το νόημα είναι η επιστροφή στις φυσικές αξίες, όπως το γαμήσι, μακριά από τις επιτηδεύσεις του καπιταλισμού και με λίγο χασισάκι για ακόμη μεγαλύτερο πασιφισμό. Σύγκρινε: Αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι.

«Χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση» το νέο σύνθημα ζωής του Πέρι απ' όταν πήγε να ζήσει στο Αμπιτζάν. Δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από την ζούγκλα, τον Πιερ, και τον Ουίλι τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί.
(Σ.ς.: Μετά φταίω εγώ που τον κράζω σε κάθε παράδειγμα;).

Αααα, η φύση... (από Galadriel, 07/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως παρατηρεί η χρήστρια Mes, το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλάμα. Οπότε το σνιφάρω είναι ηχομιμητική λέξη που δηλώνει την εισπνοή από την μύτη μαζί με άλλη ουσία, τα δάκρυα και μύξες στα Μικυμάου, ή συνηθέστερα κάποια ναρκωτική ουσία, όπως η κοκαΐνη. Κοινώς, το να κάνεις μυτιά ή μύτινγκ. Χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει λειτουργία ναρκωτικού.

Συνήθης έκφραση: σνιφάρω γραμμές.

  1. (από την Ελευθεροτυπία)
    «Τώρα σνιφάρω μόνο μουσική. Είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ποσότητα κόκα».

  2. (Από βλόγιον)
    «Σνιφάρω κρατισμό.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified