Selected tags

Further tags

Επίσης «μπριζόλα», «μπριτζόλα» ή «μπριζολίδιο» σημαίνει η μπριζολοειδής, αλλά δυσάρεστη μυρωδιά που αναδύεται κατά τη καύση τιγρέ σπορακίων κάναβης, που έχουν παραπέσει στο «γάρο» ή «μπάφο» ή «κανόνια» κατά το στρίψιμο κάτω από δυσμενείς συνθήκες (βροχές, πάρκα, σκοτάδι, σε εξωτερικούς χώρους κ.λ.π.)

-Άντε γεια μας και οι μπάτσοι μακριά μας.
-Πω ρε μαν τι μπριζόλα είναι αυτήηη μύρισε τ' αμάξι!

Προφανώς (;) η κομμέ εκδοχή. (από xalikoutis, 26/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον άγιο Ιωάννη Βαπτιστή σχηματίζεται ο Ιωάννης Βαδιστής (ή και με οριστικό άρθρο Ιωάννης ο Βαδιστής) που αποτελεί χαριτωμενίστικη μετάφραση στα ελληνικά της μάρκας ουίσκι Johnnie Walker.

Εδώ έχουμε σλανγκαθαρεύουσα (για το φαινόμενο βλ. σχόλιο Βίκαρ στο άνευ καλαμακίου), ενώ για όσους προτιμούν πιο λαϊκότροπες γλωσσικές μορφές, υπάρχει και η μετάφραση Γιάννης που πορπατάει. Επίσης, υπάρχει και το Ιωάννης Περιπατητής που παραπέμπει και στην περιπατητική.

Πάσα: Δεινόσαυρος.

  1. Πάρε μαζί σου καμιά πορτοκαλάδα” (Ιωάννης ο βαδιστής, Ελληνας τζόκει επί πάγου) (Εδώ).

  2. Ιάκωβος Ομόλογος (James Bond!) και το Ριχάρδος θαλαμηπόλος (Richard Champerlain!) να μην λησμονούνται Αντε, και το Ιωάννης Βαδιστής-ο Τζόννυ που ..πορπατάει [αυτό ειναι ..Αθηνόδωρος Προύσαλης-«Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη») (Εδώ).

  3. βλέπω, τώρα, αχνά τον λογότυπο του Ιωάννη Βαδιστή. (Εδώ)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από παίχτες παιχνιδιών RPG και MMO για να δηλώσει πως οι χαρακτήρες των παιχτών δεν διαθέτουν ικανοποιητικό αριθμό ή και καθόλου μπάφς (αγγλ. buffs), δηλαδή ξόρκια που ενισχύουν άμυνα, επίθεση, μαγική ενέργεια κλπ, για να μπορούν να νικήσουν ένα δυνατό τέρας, μία ομάδα τεράτων ή μία αντίπαλη ομάδα παιχτών.

  2. Αυτός που δεν βρίσκεται (ακόμα) υπό την επήρεια χασίς, γνωστό και ως μπάφο, με αποτέλεσμα να μην διαθέτει την ίδια καλή διάθεση (ή να μην την έχει ακούσει ακόμα) όπως οι υπόλοιποι, που είναι ήδη μπαφαρισμένοι.

  1. Και στις γκόμενες έτσι λες όταν γελάνε; Κάτσε να φέρω τον μεγάλο μου με full buffs; Είσαι μικρός και αμπαφάριστος; εε; (Από εδώ)

  2. Εγω σαν hunter εχω γυρω στα 130 fr αμπαφαριστος και πινω 1 μονο fr potion.Τωρα οταν βγαινουν τα sons,σταματαμε ολοι το dps στον ragn, τα παμε στους warriors και κανουμε assist στον main hunter. (Από εδώ)

  3. - Μας κάλεσε ο Αρτέμης για βραδιά best of ιρανικού κινηματογράφου. - Κουλ, περνάμε μία από Λιβάδι πρώτα γιατί Τεχεράνη και αμπαφάριστος με την καμία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται στην βόρεια Ελλάδα και θέλει να δείξει τον βαθύ εθισμό που έχουν μερικοί άνθρωποι από την κατανάλωση γύρου στα άπειρα σουβλατζίδικα της βορείου Ελλάδος, αλλά και την δυσκολία που υπάρχει ακόμα και αν καταβάλεις προσπάθειες να σταματήσεις την κατανάλωσή του.

- Πραγματικά δεν μπορώ να σταματήσω να τρώω σάντουιτς. Έχει παντού γύρω σουβλατζίδικα και μυρίζει συνέχεια. - Τι να κόψεις παιδί μου... κόβεται αυτό το πράγμα... γυρωίνη είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αντίθετο του αμπαφάριστος. Και πάλι για τους παίχτες RPG και MMO παιχνιδιών, εδώ δηλώνεται πως διαθέτουν αρκετά μπάφς (αγγλ. buffs), με τη μόνη διαφορά ότι μπορεί να χρησιμοποιείται από τους παίχτες ως δικαιολογία για τη φυσική τους βλακεία, αφού το χαζό τους παίξιμο είχε ως αποτέλεσμα την ήττα της ομάδας από τον αντίπαλο ή το τέρας που προσπαθούσαν να νικήσουν.

  2. Αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια χασίς ή αλλιώς μπάφου, για αυτό και έχει αδικαιολόγητα πολύ καλή διάθεση (την έχει ακούσει, έχει κάνει κεφάλι, έχει γίνει).

  1. οτι μπορει ο rogue να ηταν μπαφαρισμενος η να ειχε άμυνα απο spells χρησιμοποιοντας τα κλασσικά spell resistance,fire,shadow,holy,frost,nature,arcane δε το σκεφτηκες ε; (Από εδώ)

  2. re man; mpafarismenos eisai;
    mou milas gia to ti skeftomai gia to pws tha pratw kai to
    pws tha aisthanomai, enw den me kses re man; (Από εδώ)

  3. καλύτερα να τον προειδοποιήσεις παρά να τον αφήσεις στα δίκτυα της πουτανίτσας!!!να είναι προετοιμασμένος,μπαφαρισμένος πως το λένε...!!! (Από εδώ)

(από allivegp, 27/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπεριφορά μεθυσμένου ατόμου που δεν συμβαδίζει με τις υπάρχουσες κοινωνικές συμβάσεις και τους αποδεκτούς κώδικες συμπεριφοράς.

- Άσ' τα να πάνε ρε φίλε. Ο Χριστάρας ξεφτιλίστηκε στις μπύρες προχθές, και τρέχαμε να τον μαζέψουμε από την Βριλησσού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική συνθηματική φράση που χαρακτηρίζει τους οργανωμένους κάφρους των ελληνικών πετάλων. Προσκολλάται σε όσους έχουν κάνει χρήση τσιό ή και άλλων ναρκωτικών ουσιών πριν ή και κατά τη διάρκεια των αγώνων της αγαπημένης τους ομάδας.

- Πωωωώ ρε φίλεεε...Τσέκαρε τον Άκη πώς φωνάζει. Είναι πάλι έτοιμος να σπάσει από την ζουζού. στάνταρ έχει πιει τα δικά του..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντίθεση με το μπριζώνω, η έκφραση αυτή είναι πιο συγκεκριμένη και αναφέρεται σε μια στιγμιαία αναλαμπή της διάθεσης και το πέρασμα σε μια πιο ενεργητική φάση της.

Ενδεχομένως αυτό μπορεί να προκληθεί από τυχαίους παράγοντες (διαταραχές ορμονών, πιο συχνό στο ασθενές φύλο, ας με συμπαθάνε οι κυρίες αλλά έτσι είναι πάρτε το χαμπάρι επιτέλους) ή κι από ουσίες που δεν άπτονται νομιμότητας, κυρίως σκόνες και άλλα χαποειδή σκευάσματα που «σε κάνουν όλους να τους αγαπάς και να χορεύεις τρανς».

Στον πληθυντικό «τρώω μπρίζες» δηλώνει διάρκεια και εν γένει (μ)πριζωμένο άτομο. Τουλάχιστον για μια περίοδο δικαιολογείται, μετά όμως είσαι κι εσύ (μ)πριζωμένος ή (μ)πρίζας ή κωλοφωτιάς...

  1. - Μη μου μιλάτε σήμερα, μη μου μιλάτε απόψε... Έφαγε κάτι μπρίζες σήμερα η γυναίκα μου και με πέταξε έξω απ' το σπίτι.
    - Πάλι τα ίδια ε; Μη χολοσκάς ρε συ, θα της περάσει μόλις κατέβουν τα γαμοοιστρογόνα...

  2. - Πωππππω δδδδικέ μου έφφφαγα μια μπρίζζζζα σου λλλέω, τττιιτιι ήταν αυτό που μού 'δωσες ρε μλκ;
    - Τεφαρίκι πράμα σου λέω, απ' τα εργοστάσια του υπαρκτού σοσιαλισμού της Ολλανδίας όχι κιούσπα από φτουσγύ...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ουσιαστικού μπουρδέλο συν την κατάληξη -άζω, το ρήμα μπουρδελιάζω λαμβάνει τις εξής σημασίες:

  1. Την κυριολεκτική σημασία: Μπουρδελιάζω ίσον πηγαίνω μπουρδελότσαρκα, είτε αυτό σημαίνει ότι περνάω απ' έξω χαζεύοντας τα αξιοθέατα, είτε ότι εισέρχομαι εις τα ενδότερα των ιδρυμάτων αυτών δια την σύναψη γνωριμιών με τη βιβλική έννοια του όρου.

  2. Την μεταφορική σημασία, η οποία χωρίζεται στα εξής σκέλη:

α) Μπουρδελιάζω ίσον ρεμαλιάζω, με την έννοια του γλεντάω μέχρι τελικής πτώσεως και εξαντλήσεως (σωματικής ή / και οικονομικής), το ρίχνω στις κάθε είδους καταχρήσεις.

β) Χαλάω ή καταστρέφω κάτι, το κάνω πουτάνα ή μπουρδέλο, του γαμάω τη μάνα κλπ συναφείς εκφράσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται αναφορικά με υλικά πράγματα (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κλπ).

γ) Στον διαδικτυακό λόγο, μπουρδελιάζω ενίοτε σημαίνει ότι αναρτώ οφ-τόπικ μηνύματα και σχόλια με αποτέλεσμα να καταστρέφω τη ροή του νήματος και να εκτρέπω το λόγο. Χρησιμοποιείται δηλαδή ως συνώνυμο του τρολάρω και του σπαμάρω.

Συνώνυμο: ξεμπουρδελεύομαι, ξεμπουρδελιάζω.

  1. Το αγαπημένο μου είναι να μπουρδελιάζω Κυριακή πρωί είναι τόσο ήρεμα κ ήσυχα τα μπουρδέλα υπολειτουργούν οι κοπέλες είναι πιο χαλαρά κτλ. Ότι φάτσα συναντάς στο βαρδάρη ξέρεις για τι δουλεία έχει έρθει. (Από εδώ, ακατάλληλο κάτω των 18)

2α. Ξυπνάς. Και διψάς ..Νιώθεις το κεφάλι σου πιο βαρύ και από την Φρύνη Αρβανίτη , το κορμί σου σαν 80χρόνου που τον «γλέντησαν» ματατζήδες επειδή κατέβηκε σε πορεία για το συνταξιοδοτικό, ανάσα χαλυβουργική από τα τσιγάρα και τα ξίδια, στόμα που αντί για σάλιο έχει σιδηρόστοκο και το μόνο πράγμα που θες είναι μια λεκάνη με νερό να πετάξεις μέσα το αφυδατωμένο συκώτι σου.. καταφέρνεις να καθίσεις στο κρεβάτι και να ψελλίσεις ..
-..Μπουρδέλιασα.. (Από εδώ)

2β. ΑΝ λοιπόν τα φέρει η ζωή και ο Μπιτσαξής μείνει χωρίς δουλειά, μπορεί να στείλει το βιογραφικό του στη FIFA και να κάνει αίτηση πρόσληψης. Σαν ειδικός περί της βίας. Και για να πούμε και του στραβού το δίκιο, πολύ καλά έκανε και απαγόρευσε τις μετακινήσεις των οπαδών. Κι ας φωνάζει σήμερα ο Μαρινάκης κι αύριο ο Πατέρας. Πήγανε οι Παναθηναϊκοί στην Καβάλα, τα μπουρδελιάσανε. Πήγανε οι Ολυμπιακοί στις Σέρρες τα κάνανε μαντάρα. Στο επόμενο εκτός έδρας ματς λοιπόν δεν πάει κανείς. (Από εδώ)

2γ. Πωπω εντάξει το μπουρδελιάσαμε το τόπικ. Δυστυχώς. Απλά όταν ο dr. red φωνάζει «κοπρίτες, κοπρίτες» κτλ. για εργαζόμενους ανθρώπους διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα φυλλάδων σαν τον πρώτο θέμα που κάνουν ανακαλύψεις σαν την «κληρονομική τρομοκρατία», λογικό είναι να υπάρχουν αντιδράσεις. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δόκιμο Flocaccino είναι κυριολεκτικά (με λίνκι) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα τ. τούρτα που προσφέρουν τα Flocafé, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ, σε μια μεγάλη σειρά από γεύσεις, όπως Oreo, μπισκότο, βανίλια, καραμέλα, σοκολάτα και δεν συμμαζεύεται.

Το σλανγκικό φλοκατσίνο είναι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα ή και ρόφτυμα τ. φραπέ, που προσφέρει η αλυσίδα Flocafe, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ. Ετυμολογείται λαδή από το φλόκι (= χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί < ιταλικό flocco < λατινικό floccus, και λόγω προφανούς ομοιότητας τα εκτοξευόμενα συμπλέγματα σπέρματος) και την κατάληξη -τσίνο που παραπέμπει σε φραπέ.

Ως υπηρεσία φραπενείου (στριπτιτζάδικου, κωλόμπαρου, μασατζίδικου, τσιμπουκάδικου και άλλων -αδικων) αποτελεί συνώνυμο για το φραπέ με γάλα, δηλαδή σημαίνει την υποβολή σε αυνανισμό υπό κορασίδος έως και της ποθούμενης εκσπερμάτισης. Διακρίνεται έτσι από το απλό φραπέ, όπου καθώς η πριβεδιά προσμετράται σε ορισμένο αριθμό τραγουδιών (στα στριποκλαμπάκια τουλάχιστον), κινδυνεύει ο φραπέλληνας αν το τραγούδι τελειώσει αιφνιδίως να χρειαστεί να συνεχίσει σόλο. Αντιθέτως, η υπηρεσία φραπέ με γάλα ή χαριτωμενιστί φλοκατσίνο αποτελεί δέσμευση εκ της κορασίδος ότι ο υπεσχυμένος φλοκοπόταμος θα επιδιωχθεί έως εσχάτων ανεξαρτήτως ασματικών ενδεχομενικοτήτων. Φλοκατσίνο, βεβαίως, αποκαλείται δίκην αστεϊσμού μόνο από τους μπουρδελιάρηδες, καθώς από τα ίδια τα κορίτσια αποκαλείται αραμπιστί μεν «σε κάνω τελειώσει», ουκραναϊζεριστί δε φίν-j-ιsh.

Ο όρος φλοκατσίνο εκφέρεται είτε ως χτύπημα, είτε ως ρόφημα, και στην αφήγηση γενικά σεχουαλικώνε ιστοριώνε ανεξαρτήτως φραπενέδων. Περιγράφει αυτές τις πηδυλλιακές στιγμές, που άλλοι από μας (όσοι διαθέτουν «ατζέντες με ονόματα», που λέει κι ο ΜΧΣ) τις ζουν σε κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας, ενώ άλλοι μπροστά από λαπιτόπια, όταν η κοπελιά χτυπάει τον βασιλόπουλο των ονείρων της στο γκραν φινάλε και περιμένει έχοντας παραδοθεί άνευ διασπερματεύσεων. Τότε το μεν χτυπάω ένα φλοκατσίνο με υποκείμενο την ερωμένη αναφέρεται σε φραπέ, το δε κερνάω φλοκατσίνο με υποκείμενο τον ερώντα αναφέρεται σε (καλή) πίπα. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλόπουλος δύναται να ανακράξει ως γαμησιάτικη ρίμα «χύνω, χύνω, κερνάω φλοκατσίνο!».

Dedicated to Gatzman, my sweet Frappentine (με την καλή έννοια).

  1. - Ρίξτε μαύρο στο Dolls. Βάζουν όλους τους φραπεδοκράτορες μαζί στον ίδιο χώρο, πάνω στους χιλιοχυμένους καναπέδες και μπορεί να σού 'ρθει και το φλοκατσίνο του διπλανού σου κερασμένο. Πίκρα!

  2. φεραρι ειμαι εγω ενω εσυ............ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
    θα πιεις ολο τ σπερμα μ σν να ταν φλοκατσινο
    (Ποιητικό hip-hop αρρωστούργημα εδώ).

  3. - Το καλαμάκι με σκουφο η χωρίς συναγωνιστή;
    - σε παρακαλω πολυ >:( εχεις δει εσυ(ΝΑΙ ΕΣΥ!!!!) πουθενα να πινουν καφε(φραπε-φρεντο εσπρεσσο,φρεντο καπουτσινο,φρεντιντο,φλοκατσινο,φλοραπινο) και να εχουν ναυλον πανω στην ουρηθρα του καλαμακιου;Σε παρακαλω που θα μας μιλησεις για σκουφους και γαντια καλοκαιριατικα ;D (Εδώ δεν τίθεται ακριβώς όπως στον ορισμό, αλλά ωστόσο προϋποτίθενται τα σχετικά φραπε-λογοπαίγνια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified