Further tags

Η διάσημη μάρκα τσιγάρων Malboro για τους μη αγγλομαθείς.

Ρε Βασίλη, πετάξου ένα λεπτό στο περίπτερο και τσάκω ένα Μάλμπουρο μαλακό.

βλ. και καύλορο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να γνωριστούμε καλύτερα.

Πρωτοακούστηκε στην ταινία Ο κατεργάρης του Δαλιανίδη του 1971.

Η Νόρα Βαλσάμη κόρη πτωχού πλην τιμίου υπαλλήλου (Χρόνης Εξαρχάκος) ερωτεύεται τον κανακάρη του εργοστασιάρχη αφεντικού του πατέρα της και ζητάει την άδειά του για να κάνει πάρτυ για «to know us better», το οποίο παραφράζεται από την αμόρφωτη μάνα της (Κατερίνα Γιουλάκη) σε αζμπέτε. Μια από τις γλυκανάλες του Δαλιανίδη πριν το γυρίσει στις ταινίες κοινωνικής διαμαρτυρίας ή «κουλτούρα να φύγουμε» όπως το Βασικά καλησπέρα σας και Τα τσακάλια.

- Θά 'ρθεις το βράδυ σπίτι να σε γνωρίσουν οι γονείς μου για να με αφήνουν να βγαίνω πιο αργά.
- Το σκουλαρίκι να το βγάλω;
- Όχι καλέ, αφού ο μπαμπάς μου είναι πουρέιντζερ, παλιά άφηνε και ... φαβορίτες.
- Άσε καλύτερα μη μου πρήξει τ' αρχίδια. Δεν είμαι εγώ για αζμπέτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής, από παράφραση του ονόματος, του γνωστού Αιγύπτιου ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ. Πέραν της εύκολα κατανοητής παράφρασης, η φράση προσφέρει και το επιπλέον εφέ της ανάδειξης οπτικών συνειρμών με μεγάλο μέρος της ευγενούς τάξεως των ταριφέων, δηλαδή μαυριδερός, μουστάκι, ανατολίτικο στυλ (ειδικά για τουρίστριες Βορείων χωρών).

Δυστυχώς για τον πραγματικό Ομάρ (γενηθείς ως Michel Demitri Chalhoub), οι δικοί μας ταρίφες συνήθως δεν διαθέτουν τα προσόντα του, δηλαδή κοσμοπολίτικο αέρα, γνώση ξένων γλωσσών (μιλάει εξαιρετικά Αραβικά, Αγγλικά, Ελληνικά και Γαλλικά, ενώ λιγότερο καλά Ιταλικά και Τουρκικά) και εξαιρετικό ταλέντο στο χαρτοπαίγνιο μπριτζ.

Συγνώμη Ομάρ, οι δικοί μας είναι αμφίβολο αν μιλάνε ακόμα και Ελληνικά, αλλά σαν και εσένα, από υποκριτικό ταλέντο οι περισσότεροι σκίζουν!

- Τι ώρα πετάμε αύριο;
- Στις 10. Θα περάσει ο Ομάρ Ταρίφ να μας μαζέψει στις 8.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από παραφθορά της λέξης μπακαλορεά (γαλλικό πτυχίο) και σημαίνει τον τίτλο τιμής που σχετίζεται με τα μπάχαλα (άτομα, εταιρείες κλπ).

- Η εταιρεία όπου δουλεύεις έχει iso;
- Τέτοιο μπάχαλο και iso; Η εταιρεία μου έχει πιστοποίηση Μπαχαλορεά. Δεν είμαστε τυχαίοι φίλε μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του εκκλησιαστικού όρου «Παναγιώτατος», αναφερόμενη σε εξτρεμιστή ιερέα της ορθόδοξης εκκλησίας, ο οποίος απειλεί με τον λόγο του και τη στάση του αντίχριστους, προδότες, κουλτουριάρηδες, ομοφυλόφιλους και γενικά όποιον έχει γνώμη και άποψη διαφορετική από την δική του και της επίσημης εκκλησίας.

Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε για τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα το 1992, λόγω του εξτρεμισμού του λόγου του.

(χωρίς παράδειγμα)

Ο Παναγιώτατος Άνθιμος Θεσσαλονίκης. Στο 3:52. (από patsis, 06/09/11)Ο Παναγριότατος Σαρουμάνθιμος απειλεί "θα γίνει της Μόρντορ". (από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αμφισβήτησης στη δήλωση περί ύπαρξης τεχνογνωσίας (know how).

- Νομίζουν οι διευθυντάδες πως ως εταιρεία έχουμε το know how. Η πράξη δείχνει πως συνέχεια ψαχνόμαστε για το Who Know how, αλλά τίποτα δε βρίσκουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Σοβαρά;», δηλαδή του: «Τι λες ρε παιδί μου...», «Για δες...», «Αν είναι δυνατόν...» και λοιπών τυπικών και ξέπνοων εκφράσεων που προδίδουν πως ο συνομιλητής μας ποσώς ενδιαφέρεται για την καταπληκτική είδηση που με τόση ζέση του ανακοινώνουμε. Αν λοιπόν τον ακούσουμε να λέει «Σωβρακά;», τότε αντιλαμβανόμαστε την ακόμα πιο έκδηλη απαξίωσή του.

- ...και έβρεχε τόσο πολύ που οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και στο ταξί όπου ήμουν τα νερά είχαν μπει μέσα και ήταν τόσο πολλά ώστε κόντευα να πνιγώ γιατί τα παράθυρα είχαν πάθει εμπλοκή και δεν άνοιγαν και ο ταξιτζής τά 'χε παίξει και δεν ήξερε πού να πάει το αυτοκίνητο και δεν έβλεπε να οδηγήσει και δώσ' του ανεβαίνανε τα νερά ώσπου σταμάτησε η βροχή ξαφνικά και όλα καλά, έτσι μπορώ και είμαι εδώ να σου τα πω.
- Πω πω, τελέρε παιδί μου, σωβρακά;; - Ναι μαλάκα... Μα το Θεό...

Βλέπε και σωβρακολογείς;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο κινητοποιείται στο άκουσμα της φράσης
«Άντε φέρε μου αυτό...».
Να σημειωθεί ότι το μεσαίο έψιλον προφέρεται ελαφρώς, σαν γιώτα, αποδίδοντας στο λήμμα μια γαλλική εσάνς.

- Χρειάζομαι εκείνες τις βρώμικες κουρελούδες. Άντε φέρε μού τες.
- Α, δεν είναι εδώ ο αντεφέρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουλάχιστον. Προσδίδει γελοιότητα στο λόγο. Θεωρείται ίδιας συνομοταξίας με το «λουκλάνικο», το οποίο δράττομαι της ευκαιρίας να καταδικάσω ως κακόγουστη λέξη.

- Ψήνεσαι να βγούμε να πιούμε την ποτάρα μας;
- Άσε ρε, βαριέμαι. Πού να βγαίνουμε τώρα...
- Έλα μωρέ. Να πιούμε ένα ποτάκι τουλάστιχον...

Δες και Tούλα, χύσ' το! και αρκούδως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει γρι Αγγλικά, αλλά προσπαθεί να κολλήσει σε οποιαδήποτε κουβέντα πετώντας κουφές λέξεις/φράσεις greeklish καταφέρνοντας μόνο να γίνει ο περίγελος της παρέας.

Η φράση προέρχεται από πραγματικό περιστατικό που ακούστηκε πρόσφατα σε συζήτηση σχετικά με την δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Prison Break». Ο τύπος που κατοχύρωσε τα δικαιώματα του όρου, πετάχτηκε σαν σφηνόπουτσα στην κουβέντα λέγοντας: «Παιδιά, βλέπετε κι εσείς πρίζο μπρέι;;». Έκτοτε έχει γίνει επίσημα slang όρος.

- Χάι μωρό. Μάι νέϊμ ιζ Μήτσος εντ άι σπικ ίνγκλαντ βέρυ μπεστ! Κεράσει ποτό;
- Πώπω ρε φίλε! Τι πρίζο μπρέι είσαι συ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified