Αυτός που ξέρει ή κάνει ότι ξέρει σωστά Ελληνικά.
- Στο «μυστικό», το «μυ-» πώς γράφεται;
- Με ύψιλον.
- Μπαμπινιώτη μου εσύ!
Αυτός που ξέρει ή κάνει ότι ξέρει σωστά Ελληνικά.
- Στο «μυστικό», το «μυ-» πώς γράφεται;
- Με ύψιλον.
- Μπαμπινιώτη μου εσύ!
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος που ανήκει στην κατηγορία αυτών που σε διορθώνουν συνεχώς για το παραμικρό λάθος.
-Αντέγραψε λίγο το τηλέφωνο σε παρακαλώ.
-«Αντίγραψε» είναι το σωστό.
-Τι μπαμπινιωτικός που είσαι ρε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.
Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.
Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κούλαρε.
Got a better definition? Add it!
greek + english
Όταν οι Έλληνες συνδυάζουν τα Αγγλικά με τα Ελληνικά.
- We are επικίνδυνοι and we want to σκοτώσουμε you.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η αγγλική γλώσσα. Συνδυασμός των «αγγλικά» και «αμερικάνικα».
- Πάμε να μιλήσουμε σε αυτές εκεί τις τουρίστριες που μας κοιτάνε τόση ώρα; - Και πώς θα συνεννοηθούμε, αφού τα αγγλικάνικά μας είναι χάλια!
Η λέξη υπάρχει και με μη αργκοτική σημασία, χαρακτηρίζουσα την Αγγλική εκκλησία, που ανάθεμα και καταλαβαίνω τι ρόλο βαράει.
Got a better definition? Add it!