Ειρωνική φράση όταν ο καφές (ή κάτι άλλο) που παραγγείλαμε αργεί αδικαιολόγητα, σαν να ήταν κρέας με κόκαλα που θέλει πολλή ώρα να βράσει.

Μάλλον έχει παλιώσει.

  1. Αφού ξηγήθηκα σαφές, παιδί, κόκαλα έχει ο καφές;
    Τραγούδι του Λογό

  2. Πήρε το τηλέφωνο του καφενείου της στοάς.
    - Είπαμε δυο μέτριους στο 18, είπε. Κόκαλα βγάλανε;
    Β. Βασιλικός, Το Ζ, σελ. 254

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified