Further tags

Κατά την λήψη ναρκωτικών ουσιών, όταν αρχίζω και νιώθω την επίδρασή τους. Όταν δηλαδή αρχίζω και φτιάχνομαι, όταν αρχίζω και την ακούω.

  1. - Τι έγινε ρε, πήρες κάνα σήμα; - Όχι ρε πούστη μου, τίποτα... - Ούτε κι εγώ... Μούφα μαύρο μου έφερε ο μαλάκας ο Τάκης!

  2. - Πώω μαλάκα, ρούφηξα μια καλή και πήρα τρελό σήμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.

- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.

- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified