Further tags

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έγινε γνωστή και διαδόθηκε από τον Γιάννη Τζόκλα. Προέρχεται από τη μονάδα μέτρησης ραδιενέργειας στο διεθνές σύστημα μονάδων Μπέκερελ (βλέπε και Ανρί Μπέκερελ) και σαν σκοπό έχει να δηλώσει κάθε είδους αρνητική κατάσταση την οποία μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος.

Δηλώνει:

1) Αρνητική ενέργεια
2) Ξενέρωμα
3) Ατυχία – αναποδιά
4) Κινητό τηλέφωνο που χτυπάει σε παραλία σε νησί άγονης γραμμής

Τη χρησιμοποιούμε επίσης για να δηλώσουμε κάθε είδους άσχημη κατάσταση.

  1. Ήρθε μέσα στα νεύρα και με μπεκερέλιασε.

  2. Άκυρο το ταξίδι φάγαμε μπεκερέλα μάγκες.

  3. Έπεσε στο μονοπάτι και έσπασε το χέρι του.Μπεκερελιάστηκε άσχημα.

  4. Ιδιαίτερη μορφή μπεκερέλας είναι η χρήση smart phone σε νησί άγονης γραμμής (σύμφωνα με τον bill-o).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριθμός τέσσερα (4) στην Αλεφάντειο διάλεκτο.

Αξιοσημείωτοι προσδιορισμοί του τέσσερα στον πληθυντικό αριθμό:
τέσσερες / τέσσαρες / τέσσαροι / τέσσαρις / τέσσεροι.

- Τι ώρα περνάει το λεωφορείο ρε μπάρμπα;
- Κατά τσ' τεσσαρσάμιση...
- Ε..;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος υπάρχει επειδή:

  • η νοοτροπία της μέσης Ελλεϊνίδας όταν τη ρωτούν «Τι θέλεις πια!!», είναι να απαντά σεμνά και ταπεινά: «Όλα»,
  • ό,τι είναι πολύ για τον μεν, δεν είναι απαραίτητα πολύ και για τον δε, αλλά και τον δήθεν,
  • εδώ στο Νότο που η αγάπη κάνει κρότο, το να μην στρογγυλεύεις τα σγουρά θεωρούνταν ανέκαθεν μέγιστη γυφτιά,
  • σαν λαός ήμασταν του λαρτζ για να ασχοληθούμε με το τι ακριβώς καθάριζαν μπλε και πράσινοι διαπλεκόμενοι και τώρα, που κάτι λίγα μάθαμε και κάτι περισσότερα -πάντα στο περίπου- υποψυλλιαζόμαστε, ντεμέκ σοκαρισμένοι• παλαβώνουμε.

Αποδίδει το νόημα του γκουγκλονούμερου περιορίζοντάς το όμως στον οικονομικο - ψυχολογικό επίπεδο. Έτσι, αφήνοντας στην μπάντα την όποια επιστημονικότητα, απ’ τη μια τονίζει την ύβρη του υπερβολικά συσσωρευμένου πλούτου ..υπερβάλλοντας χαριτωμένα, ζηλιάρικα και αγανακτισμένα κι απ’ την άλλη, αντηχεί τη μίζερη πεποίθηση πως ο υπερβολικός πλούτος παλαβώνει τον κάτοχό του.

Παίζει και με δύο «μ» σαν «παλαβομμύρια».

1. Δεν είναι καν είδηση ότι μια καλοταϊσμένη αγελάδα που κληρονόμησε τα παλαβομύρια από το μπαμπά της (να υποθέσω επειδή δεν τεμπέλιαζε;) έχει τέτοιες απόψεις. Παντού στον κόσμο τα παράσιτα έτσι σκέφτονται κι έτσι εκφράζονται. (…) Οι άλλοι, οι κανονικοί άνθρωποι κι κυρίως όσοι πλούτισαν με την ενεργητικότητα τις ιδέες και τη δουλειά τους δεν εκφράζονται ποτέ με τέτοιο τρόπο -ούτε ο Τζόμπς, ούτε ο Γκέιτς, ούτε ακόμα κι εκείνοι οι παλιοί σχεδόν μυθικοί Ροκφέλερ, Φορντ μιας άλλης εποχής. (περί των προκλητικών δηλώσεων της ζάμπλουτης Αυστραλής Gina Rinehart, ο λόγος)

2. Εδώ ο κόσμος καίγεται και τα μουνιά χτενίζονται. Αυτοί μιλάν για παλαβομύρια ευρώ και τα παππούδια τρώνε από τα σκουπίδια. Πώς το αντέχετε ρε έλληνες αυτό; Τόσο καλοπερασάκηδες είσαστε όλοι σας; Ξυπνήστε ρε!!!!!!!!!!!!!!!! Να τους πάρουμε με τις πέτρες!!!!!!!!!!!!!!

3. Όποιος άρρωστος εγκέφαλος πρότεινε αυτήν τη ρύθμιση, θέλει κρέμασμα. Οι κυβερνητικοί, αποδεικνύοντας ότι μισούν τους ανθρώπους που τα βγάζουν πολύ δύσκολα πέρα, λένε ότι η αύξηση του απαιτούμενου αριθμού ενσήμων θα συμβάλει στην καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και της μαύρης εργασίας… Φταίνε δηλαδή οι εργαζόμενοι που στην Ελλάδα υπάρχουν ένα εκατομμύριο ανασφάλιστοι και πάρα πολλές επιχειρήσεις χρωστάνε παλαβομμύρια στα ασφαλιστικά ταμεία!

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Και στα δικά μας!! (από sstteffannoss, 05/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γοητευτικός, αισθησιακός, σέξυ ακαταμάχητος ιντελλέξουαλ all-in-one σαγηνευτικός αλβανός της Αννίτας Πάνια στο «Je t'aime».

Υπάρχει επίσης και η σχετική κλίμακα Ντουρίμ (από ένα έως δέκα) που καθορίζει το βαθμό σεξουαλικότητας των αρσενικών.

  1. Είσαι ο Ντουρίμ μου, παίδαρε!

  2. Με βάση την κλίμακα Ντουρίμ, του δίνω ένα επτά!

(από Galadriel, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στη θέση του κωλομετράω.
Όταν κάτι ή κάποιος μετράει πολύ άσχημα.

- Μαλάκα δες γυαλάκι ... κωλομετράει!
- Πσσς .. κωλοένα κωλοδύο κωλοτρία ... (+άπειρο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.

Εκ του αγγλικανικού fix.

- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)

- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)

- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμαχισμός δια δαγκώματος του κατεργασμένου χασίς (μαύρο), ο οποίος ισοδυναμούσε με πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης (πώληση ή ανταλλαγή ή χάρισμα) του χασίς. Σλανγκιά που δεν πολυχρησιμοποιείται πια, είναι dated, καθώς υπάρχουν κι άλλοι τρόποι τεμαχισμού.

- Πόσο θες για μια δοντιά από αυτό;
- Φίλε είναι καϊνάρι, για σένα ένα δεκαρικάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Τεμάχιο χασίς, τσίκα, δοντιά.

  2. Όχι μόνο η ωραία γκόμενα (έτερος ορισμός), αλλά γενικά ο ωραίος τύπος, ο ωραίος άνθρωπος, ο Ζαγοραίος, το περιβόλι.

  3. Από την μουσική, το κομμάτι είναι το μέρος που πρέπει να εκτελέσει ένας συγκεκριμένος μουσικός. Οπότε η έκφραση κάνω το κομμάτι μου σημαίνει κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλά και το ευχαριστιέμαι. Συνήθως λέγεται άσ' τον να κάνει το κομμάτι του, δηλαδή δεν πειράζει που μας τα πρήζει με το να κάνει χίλιες φορές τα ίδια (=της ψωλής του τον χαβά), άσε τον να ευχαριστηθεί, τ. ψωλίστ.

  4. Στην εκλαϊκευμένη Ψυχολογία, είναι έκφραση όπως το θεματάκι, και σημαίνει ότι η / ο μάλλον ερασιτέχνις γιαλόμα(ς) κατατέμνει τον ψυχισμό σου αναλυτικώς σε κομμάτια και σου λέει σε πιο κομμάτι τα πας καλά και σε πιο λιγότερο. Πρόκειται για ένα εκλαϊκευτικό αναλυτικό εγχείρημα που θα έκανε έναν σοβαρό ψυχανάλατο να φρίξει, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν σε τρομάζει, καθώς μπορείς να εστιάσεις στα προβλήματά σου ένα ένα. Κυρίως έχει μείνει ως έκφραση λαϊκότροπης χειραγώγησης.

Βλ. επίσης τις εκφράσεις είμαι κομμάτια, πηγαίνω κομμάτια, κόμματος, κομμάτι από τούρτα, κομματιανός.

Πάσα: Χότζας, Μπούμπης.

  1. Ζωρζ Πιλαλί, Το Κομματάκι.

Χωροφύλακες με πιάν'νε
Και μες στο κελί με βάν'νε
Για ένα μαύρο κομματάκι
Δεν αξίζει το μπερντάκι

Θα το πιω και ας πεθάνω
Κι απ' τον κόσμο ας την κάνω
Θα το πιω και ας με πιει
Κι ας με βάλουν φυλακή

Μου την κάτσαν από πίσω
Και στη φυλακή θα σβήσω
Ότι ο κόσμος και να κάνει
Δεν το κόβω το λιβάνι.

  1. Τι κομμάτια έχουν μαζευτεί στο σάη ρε ρε πστ...

  2. - Καλά έχει τιγκάρει το σάη στις προσωπικές εμμονές ο Σλανγκαρχιδόπουλος.
    - Άσε τον να κάνει το κομμάτι του, δεν βλάπτει κανέναν.
    - Ναι, αλλά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη. Μας διαβάζουν και στο εξωτερικό.

  3. Στο κομμάτι επαγγελματικά τα πας καλά, να δούμε τώρα λίγο το κομμάτι σχέσεις.

(από Khan, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γιαντομπουτσότητα ή καθαρευουσιάνικα γιατομπουτσότης είναι φυσική έννοια που εκφράζει το πόσο για τον πούτσο είναι ένας άνθρωπος, ένα αντικείμενο, μία ενέργεια (=το παράγωγο αυτού που ενεργείται), ένα κτίριο, μια αφίσα, ένα αυτοκίνητο, ένα κομματικό σύνθημα, μια πεντάσχημη κοπέλα, το βίδεο που κάηκε και γενικώς κάθετί γύρω μας.

Η ανάγκη μέτρησης της γιαντομπουτσότητας έχει οδηγήσει μία χουτζουμιστική διαπανεπιστημιακή ομάδα -αποτελούμενη από επιστήμονες του ΑΠΘ και του ΠΠ- στην ανάπτυξη νέας μονάδας μέτρησης που πλέον έχει αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα. Η μονάδα ονομάζεται βαθμός γιαντομπουτσότητας - διεθνώς γιαντομπούτς (αγγλ.: yudobooch, τουρ.: yadobuç)- και συμβολίζεται με GDB κατ' αντιστοιχία με το διεθνώς αναγνωρισμένο GTP.

Η παραπάνω επιστημονική ομάδα, μετά από εξαντλητικές έρευνες που κόστισαν:

  • 35 λίτρα φραπέ
  • 21 λίτρα γάλα (για μέσα στον φραπέ)
  • 1 φυτεία ζάχαρης (επίσης για μέσα στον φραπέ)
  • 73€ για 11 μερίδες πατσά,

κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ιδανική μέτρηση της γιαντομπουτσότητας είναι σε κλίμακα GDB από 1 έως 7 (μέγιστη γιαντομπουτσότητα: GDB=7, ελάχιστη: GDB=1). Σημειώνεται, δε, ότι συνήθως αντικείμενα, συμπεριφορές και άτομα με GDB≤3, είναι ανάξια γιαντομπουτσικής αναφοράς.

1. Παράδειγμα προ της έρευνας (ντιμπέιτ υποψηφίων δημάρχων):
- Πώς σας φαίνεται, κ. Μπιχλιμπίδη, η πρόταση του αντιπάλου σας να μαζεύονται τα σκουπίδια από το κέντρο της πόλεως και από τα τουριστικά αξιοθέατα μέρα μεσημέρι ουτωσώστε να αποθαρρύνονται οι τουρίστες και να εκλείψουν τα παράπονα από τις γιαγιάδες που νιώθουν μειονεκτικά και ενοχλούνται όταν περίεργοι τουρίστες τις ρωτάν διάφορα σε γλώσσες που δεν κατανοούν; Αντιλαμβάνεστε τι συμπλέγματα κατωτερότητος δημιουργούνται...
- Κοιτάχτι, η προύτασ' έχει πουλλά θετ'κά σ'μεία και πρέπ' να τ'ν συζητήσ'μι αλλά πιστεύου ούτι ου βαθμούς γιαντομπουτσότητος -που λεν και οι προυτευουσιάν'- των τουριστών που επ'λέγουνι τα χουριά μας, δεν επιτρέπ' παρερμινείις και σπέκουλις επί του θέματους.

2. Παράδειγμα μετά την έρευνα (φοιτητές στο πολυτεχνείο):
- Ρε μαλάκα, είδες τον Διόδωρο πώς την πλευρίζει την Ευμορφία, μου φαίνεται σύντομα θα την τσιμπίσει την γκόμενα.
- Τι λε ρε, αυτήν την ξέρω, είναι γιαντομπούτς-εφτά (GDB=7) θα τον πιλατεύει ένα εξάμηνο και μετά μην την είδατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified