Further tags

Η κρυφή και ένοχη ελπίδα ότι το μποτιλιάρισμα μπροστά οφείλεται σε τρακάρισμα και λίγο παρακάτω ο δρόμος ανοίγει. Ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο σε μεγάλες πόλεις και κύριες οδικές αρτηρίες, ειδικά σε εποχές προ κρίσης.

- Με τέτοια κίνηση, ούτε του Αγίου Πούτσου ανήμερα δε θα φτάσουμε.
- Θα 'χει παίξει καμιά τράκα.
- Κλασική περίπτωση τρακοπτισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή την προφανούς ετυμολογίας κακιά λέξη την είχα ακούσει (και χρησιμοποιήσει, αλλά μην το πείτε κανενού) μερικές φορές στα ογδοενενήνταζ και παναπεί με τσίτα τα γκάζια, μαλλιοκούβαρα. Μη γκάνετε το γκόπο, δε γουγλίζεται ούτε την έχω βρει πουθενά αλλού. Οπότε την καταθέτω έτσι για να υφάρχει, κι όποιος ξέρει τίποτις, εδώ από κάτου είναι τα σχόλια.

- Μεγάλε το είδες το καινούργιο μου εργαλείο; Ένα κοπάδι αλόγατα κάτω απ' το καπό, διακοσαρίζει για πλάκα ρε συ, εχτές κατέβαινα από Καρέα γαμητός, φάγανε τη σκόνη μου όλοι.
- Μπράβο αγορίνα μου, μπράβο. Κοίτα μη φάνε και τα κόλλυβά σου....Και δε μου λες, εκεί που το πήρες, σου κάνανε και τη σπάτουλα δώρο;
- Ποια σπάτουλα;
- Τη σπάτουλα για να σε ξύσουνε απ' την άσφαλτο έτσι και στουκάρεις πουθενά με το κωλοπειραγμένο το κουβαδάκι σου βρε μαλακισμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που το έχει σκάσει από κάπου, αυτός που δεν βρίσκεται εκεί που οφείλει. Βλ. και κατσάκι, κοπάνα, την κοπανάω, το σκάω.

    α. Από εδώ:
    Είμασταν μονάδα από τις πιο καραχύμα της επικράτειας, οι μισοί ήταν σκαστοί, και με το που μυρίστηκαν όλοι ότι κάτι παίζεται, σε λίγα λεπτά ήταν όλοι πίσω χωρίς να τους έχει φωνάξει κανένας

    β. Από εδώ:
    Hταν πολύ φιλικός σαν να με ήξερε χρόνια. Εκτίμησα το γεγονός ότι ήρθε σκαστός από την δουλειά του.[/I]

  2. Αυτός που κάνει ήχο έκρηξης, κυρίως μεταφορικά. Η ενέργεια που ολοκληρώνεται με ένταση, με πάταγο. Βλ. και σκάω, σκασίδι. Πρβλ. σκασάκια, μπραφ.

    α. Από εδώ:
    H κυβέρνηση θέλει να πνίξει το σκαστό σκάνδαλο της Zίμενς

    β. Από εδώ:
    Σκαστό ψεύδος!

    γ. Από εδώ:
    Παρακαλώ, δώστε ένα σκαστό φιλί στο γιο σας όταν έρθει, και τα συγχαρητήριά μου φυσικά!

    Ως εδώ λεξικογραφημένα, π.χ. εδώ.

  3. Το κομμάτι της ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης που κάποιος πραγματικά εκτίει στη φυλακή. Έλκει την νοηματική του προέλευση πιθανόν από το 2 παραπάνω, ως δηλαδή «καταβαλλόμενα» χρόνια που δεν σηκώνουν βερεσέ.

    α. Από εδώ:
    Δεν ελπίζω πια σε καμία αποφυλάκιση. Με το σύστημα των συγχωνεύσεων, παρανομούν εις βάρος μου. Δηλαδή εγώ για να αποφυλακιστώ θα πρέπει να εκτίσω 30 χρόνια “σκαστά” και ό,τι μου έχει καταλογιστεί με την ποινή του κ. Περικλή Παναγόπουλου.

    β. Από εδώ:
    Ο Παπακ. πρέπει να φυλακισθεί για καμιά δεκαριά χρόνια, -σκαστά, εννοώ-, μόνο και μόνο για το θράσος του να λέει κατάμουτρα στον ελληνικό Λαό ότι “έχασε” το CD.

    γ. Από εδώ:
    Εξίμισι χρόνια σκαστά στην Κέρκυρα, δεσποινίς μου. Εξίμισι χρόνια και τις πλήρωσα όλες τις μέρες, μία προς μία. Εχεις πάει ποτέ στην Κέρκυρα;[/I]

  4. Η μπαλιά, το σουτ, το γκολ ή το καλάθι κλπ που περιλαμβάνει γκέλα της μπάλας στο έδαφος.

    Από εδώ:
    ο Καραγκούνης εκτέλεσε φάουλ, ο Πατς έδιωξε, ο Μήτρογλου έκανε ένα σκαστό σουτ και ο «Τόρο» μπήκε στην πορεία της μπάλας και [...]

  5. Το μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο (ιδίως μηχανάκι) όταν το βάζουμε μπρος με σμπρώξιμο και εισαγωγή ταχύτητας στο κιβώτιο (λόγω αποφόρτισης της μπαταρίας κλπ).

    α. Από εδώ:
    Τώρα που το συζητάμε έχω μια απορία, στη γριά αρκετές φορές το έβαλα «σκαστό» με ψεκαστά όμως τι παίζει; Υπάρχει πρόβλημα να το «σκάσεις» αν δεις ότι δεν έχεις άλλη επιλογή;

    β. Από εδώ:
    δεν περνει μπρος... ουτε «σκαστό»!!! Καλημέρα! χθες έμεινα απο...(δε ξερω τι) στο παρκιν στα carrefour ευκαρπίας. πηγα μια χαρά και εκεί που θέλησα να φήγω... τίποτα...!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά από το μηχανάκι (όπου μπορεί να καθίσουν τρεις πάνω) στη σεξουαλική ζωή, όταν γίνεται τριολέ και συμμετέχουν τρεις στην καβάλα.

Τι να κάνουμε Γιάννη μου; Στις μέρες μας το τρικάβαλο συνηθίζεται.

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απροσδιόριστο μεταφορικό αντικείμενο το οποίο το «τρώει» κάποιος όταν χάνει σε: κόντρα με αυτοκίνητο / μηχανάκι, video game, αθλητικό παιχνίδι κλπ.

Εν γένει συνώνυμο εκφράσεων του στυλ τρώω πούτσα, τον πίνω, «τη ρούφηξα», αν και κανείς δε γνωρίζει την ουσιαστική σημασία της ίδιας της κλαπάνας.

Τα βάλαμε με ένα Starlet κι εκεί που είχα ετοιμαστεί να τον πατήσω, μου 'ριξε μια κλαπάνα που ήταν όλη δικιά μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα ουτοπικό τοπωνύμιο της ελληνικής επαρχίας, όπως και τα Δρυμίκλανα, τα Σέκλανα, τα Τζιβιτζιλοχώρια, η Κωλοπετεινίτσα, το Λέτσοβο και το Κουραδόκαστρο.

Εν προκειμένω μιλάμε για απομακρυσμένο χωριό της υπαίθρου, του οποίου όμως οι κάτοικοι διάγουν πολυτελέστατο βίο κυκλοφορώντας θηριώδεις τζιπούρες Porsche Cayenne μες στα παραδοσιακά στενοσόκακα και τους επαρχιακούς δρόμους. Ο λόγος φέρεται να είναι ότι παντελόνιασαν ευρωπαϊκές επιδοτήσεις μετατρέποντάς τες σε τζιπ, γιατί μπόρεσαν (με διάφορα τερτίπια και την ανοχή του κράτους). Σε περίοδο μετα-μεταπολίτευσης τα καγιενοχώρια αποτελούν ακόμη μία απάντηση μεταξύ πολλών στο υπαρξιακό ερώτημα «γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε». Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί γενικά για χλιδαία φαινόμενα βλαχοκυριλοσύνης.

1. Άρμα: To... Καγιενοχώρι της Θήβας (και της φοροδιαφυγής).
Πηγαίνεις στο μικρό χωριό Άρμα κοντά στη Θήβα και είναι σαν να έφτασες στο... Μόντε Κάρλο. Αυτή την σουρεαλιστική εικόνα αντίκρυσαν άνδρες του ΣΔΟΕ που επισκέφτηκαν την περιοχή πριν λίγους μήνες. Η επίσκεψη δεν ήταν χωρίς λόγο. Αυτοκίνητα πολυτελείας, άνω των 3.000 κυβικών κυκλοφορούσαν συνέχεια, ενώ παντού υπήρχε η αίσθηση άνεση και πλούτου.
To συμπέρασμα που έβαλαν οι άνθρωποι του ΣΔΟΕ, είναι ότι αγρότες καταχράζονται τις επιδοτήσεις για να διάγουν πολυτελέστατο βίο με όλες τις ανέσεις γι' αυτούς και τις οικογένειές τους.

  1. Στα καγιενοχωρια δεν είχαν πρόβλημα να διπλοδηλωνουν για τις επιδοτήσεις. Δεν ήταν κλεψιά. Η απλή δήλωση κ φορολόγηση απο το κράτος είναι όμως. (Από το τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ώρα αιχμής, στάση Πολυτεχνείο, έχει να περάσει τρόλεϊ στην άνοδο πάνω από τέταρτο... Ο κόσμος στην στάση αυξάνεται εκθετικά, οι διάφορες εθνικότητες ανταλλάσσουν πολιτισμό με την άκρη του ματιού να είναι καρφωμένη πάντα στο βάθος του δρόμου... Η αναμονή τσακίζει κόκαλα, οι ταρίφες με σαρδόνιο χαμόγελο κάνουν πασαρέλα μπροστά μας παίζοντας τα φώτα, τελικά τσιμπάνε 2 απελπισμένα θύματα... μείον 2 σκεφτόμαστε με ικανοποίηση οι υπόλοιποι...

Εκεί που όλα έδειχναν χαμένα, ξάφνου αχνοφαίνεται η κίτρινη ελπίδα, το μεταφορικό μέσο της καρδιάς μας... Επικρατεί στιγμιαία αναστάτωση στους εν δυνάμει επιβάτες, ο ανταγωνισμός μεγάλος, καθένας πρέπει να κινηθεί γρήγορα αγνοώντας τον διπλανό του, εδώ πια δεν χωράνε συναισθηματισμοί...

Το τρόλεϊ σταματάει στο φανάρι μόλις λίγα μέτρα πριν από την στάση, φαίνεται ότι κουβαλάει πολύ κόσμο μέσα, οπλιζόμαστε με αποφασιστικότητα...

Πράσινο, εκκίνηση, στάση, οι πόρτες ανοίγουν, κατεβαίνει ένας, δεν χωράνε άλλοι, οι νόμοι της φυσικής κάμπτονται, η έννοια του όγκου επαναπροσδιορίζεται, με λίγη καλή θέληση ανεβαίνουν τελικά καμιά 20αριά άτομα... είναι πραγματικά απίστευτο πόσα μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος...

Σκέφτομαι. (Άρα υπάρχω!!). Δεν μπαίνω.

Μετά από 4 προσπάθειες οι πόρτες καταφέρνουν να κλείσουν και το τρόλεϊ ξεκινάει... παραμορφωμένες μούρες κολλημένες στα τζάμια με ένα αίσθημα ικανοποίησης τύπου«τα καταφέραμε διάολε!».

Το «παιδομάζωμα» έχει συντελεστεί και στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.

Μόλις λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σκάει καινούριο τρόλεϊ όπου επιβιβάζομαι με ανθρώπινες συνθήκες.

Τι κρίμα που δεν περίμεναν λίγο ακόμα και οι άλλοι...

- Έρχεται Έρχεται!
- Ποιο είναι ρε; 5άρι;
- Όχι, το 3.
- Το παίρνουμε;
- ρελός είσαι ρε; Αυτό είναι παιδομαζωχτικό. Δεν βλέπεις, τίγκα στον γενίτσαρο είναι! Θα πάρουμε το επόμενο.
- Α καλά.
- Εισιτήριο έχεις;
- Έχω κάρτα.
- Έλα ρε!
- Ναι!
- Σωραίοςςςς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε στημένα παιχνίδια ή / και σε προτεταμένους τσουπωτούς κώλους, αλλά σε αυτοκίνητα με γαμάτη οδική συμπεριφοράουα: οδηγώντας ένα στημένο αμάξι «σημαδεύεις, γυρίζεις το τιμόνι ακριβώς όσο πρέπει και στρίβεις εκεί που θέλεις, όσο γρήγορα κι αν πηγαίνεις» (εδώ), χωρίς να βγάζεις μούτρα ή να πετάς κώλους.

Το στήσιμο συντελείται γονιδιακά ή / και ως αποτέλεσμα μοντιφιώνε του μερακλή ιδιοκτήτη. Χωρίς να μπούμε σε τεχνικές λεπτομέρειες, ένα στημένο εφτακίνητο είναι χαμηλό (ma non troppo!), έχει στιβαρό πλαίσιο, καλή ευθυγράμμιση, σφιχτά ρυθμισμένες αναρτήσεις, σκληρές αντιστρεπτικές κ.ταλ. Eν κατακαυλείδι, είναι muni με ότι απαιτείται για σταθερό, ακριβές και πολύ καυλιδερό κράτημα κάτω από αντίξοες αγωνιστικές συνθήκες.

- Τι θα διαλέξετε να οδηγήσετε στην ιδανική διαδρομή σας; Ενα αυτοκίνητο που μπορεί να μην έχει άλογα, αλλά έχει καλό στήσιμο, καλά φρένα και οδηγιέται «σωστα». Κάτι που να κατεβείτε και να πείτε... ναι ρε πστη μου.... το χάρηκα.
(εδώ)

- Θεωρεις τον κατοχο του ματριξ turbo καραγκιοζη γιατι εριξε λεφτα κ εφτιαξε ενα καλα στημενο κ γρηγορο οικογενειακο αυτοκινητο;
(εκεί)

- Τo νέο Civic είναι πολύ καλύτερο αυτοκίνητο από τον προκάτοχό του. Σε ποιότητα κατασκευής και λειτουργία ανάρτησης αγγίζει πλέον την κορυφή της κατηγορίας. Παράλληλα είναι ευρύχωρο, πρακτικό, ευκολοδήγητο και πολύ καλά στημένο. Αν είχε και έναν τούρμπο κινητήρα με δύναμη και ροπή θα κτύπαγε μπουνιά στο τραπέζι του γερμανικού κατεστημένου.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα τουτούνι βγάζει μούτρα σε περίπτωση υποστροφής: οι μπροστινοί τροχοί γλιστρούν και το όχημα θα κινηθεί με την μούρη προς το εξωτερικό μέρος της στροφής. Ο σωστός οδηγός θα τραβήξει το πόδι από το γκάζι ή, στα δύσκολα, θα τραβήξει χειρόφρενο. Συνήθως προκαλείται λόγω κακού στησίματος του εφτακινήτου, φθαρμένων ελαστικών, υπερβολικής φόρτωσης, ασχετοσύνης, ή απλά φορ τεχ λουλζ.

Σ.ς.: στην αντίθετη περίπτωση υπερστροφής το αμάξι θα πετάξει κώλο πράγμα που αντιμετωπίζεται με ανάποδο τιμόνι και κατάλληλα γκαζώματα.

- Τα πισωκίνητα τα προτιμούν καλοί οδηγοί (οι περισσότεροι παλιάς σχολής) που θέλουν να έχουν τον έλεγχο αν τυχόν μπούνε σε στροφή με περισσότερα χιλιόμετρα απ' όσο πρέπει (αν και δεν υπάρχουν πλέον πολλά αμάξια στημένα για λίγη υποστροφή). - Ετσι ακριβως ειναι συμπεριφορα του si μου. Βγαζει λιιιιγα μουτρα στην εισοδο αλλα με το που δωσεις γκαζι διορθωνει και απλα στριβει
(βρουμ)

- στο δρομο...δηλαδη πολυ κατω απο τα ορια του το αμαξι ειναι αρκετα ουδετερο-ελαφρα υποστροφικο..ακομα ομως και στο οριο του δυσκολα βγαζει μουτρα..πολυ δυσκολα..μηπως κατι παιζει με την ευθυγραμμιση σου....την εχεις τσεκαρει;;
(βρουμ βρουμ)

Υποστροφή (από Vrastaman, 18/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαέρωσις αρχιδιώνε: η επιτακτική ανάγκη για ξελαμπικάζ που ωθεί πολλούς πεπρησμένους συμπολίτες μας σε μπορντέλα, φραπενέδες κ.ά. ευαγή ιδρύματα.

- στην παραλία, περιτρυγιρισμένος από στρίγκους και μπραζίλιαν, τα αρχίδια μου ζητούσαν επειγόντως εξαέρωση.
(εδώ)

- δεν κρατιεμαι για shemale, βουρ για εξαερωση.
(εκεί)

(από Vrastaman, 21/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified