Selected tags

Further tags

Σαράβαλο αυτοκίνητο.

Ο όρος προέρχεται από τα κακής ποιότητας αυτοκίνητα του πρώην ανατολικού μπλοκ, την δεκαετία του '60-'70, όπως ήταν το Moskvich.

-Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σας κ. Τάκη;
-Σπρώξοβιτς!

Got a better definition? Add it!

Published

Τα μοντέλα της BMW. Κλασικό όνομα για τους λάτρεις των χλιδάτων αμαξιών.

Πω ρε φίλε ο Καγκουρόπουλος χτύπησε μια μπέμπα άλλο πράμα. 220 άλογα τελική πιάνει.

Βρε πώς έχεις στρογγυλέψει, μπέμπα, μπέμπα! (από Hank, 03/02/09)Μμμ! Ωραία μπέμπα (από GATZMAN, 30/11/10)

Σχετικά: μπεμπόνι, εργαλείο, μπεμβεδοσουσού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός του Γιάννη Βαρδινογιάννη, γνωστού και ως «Τζίγκερ», ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, με αφορμή το πρόσφατο παρελθόν του ως οδηγού αγώνων ταχύτητας.
Τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιούν κυρίως φίλαθλοι του ΟΣΦΠ στα πέριξ του Πειραιά και της ευρύτερης περιοχής.

- Λες να τα κανόνισε φέτος η σωφεράτζα να πάρει το πρωτάθλημα, που κλείνει και ο βάζελος τα 100;
- Πολύ πιθανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι γνήσιο και δεν έχει υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανολογικές συζητήσεις.

  1. Το αυτοκίνητο το έχω μαμά ακόμα, αλλά σκοπεύω να το αγριέψω.

  2. Πωλούνται εξατμίσεις μαμίσιες.

Δες και σετ α λα μαμά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα.

Με το που είδα τα μπατσόνια την έκανα με τις μπάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος οδηγός.

Δεν πάω με τον Ανδρέα, είναι πότης της ασφάλτου.

(από Khan, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρ-μπριζ εις την βλαχοελληνικήν. Πρωτοειπώθηκε στο ΜΑΠΑ show.

- Άσε, μου έσπασε το μπαμπρίζ από το χαλάζι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επικίνδυνος οδηγός, ειδικότερα στην πόλη αλλά ενίοτε και σε επαρχιακούς δρόμους, συνηθίζεται για οδηγούς ταξί, delivery.

Έκανε στον δρόμο κάτι ταρζανιές, προσπεράσεις από δεξιά, χωσίματα, σωστός Ταρζάν ο ταρίφας.

το Ελληνόφωνο αντίπαλο δέος -Γκαούρ (από dryhammer, 16/05/14)πατριωτικό (από dryhammer, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει παπί κωλοπειραγμένο και μαλλί ανάλογο της φυλής των Cherokee. Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος οδήγησης του οχήματός του, με το σώμα και το κεφάλι να κοιτάει δεξιά ή αριστερά καμπουριάζοντας, ακολουθούμενος από σπασμούς σε κάθε αλλαγή ταχύτητας.

  1. - Τό 'λιωσε το μηχανάκι το τσερόκι...

  2. - Κοίτα μπροστά σου ρε, σαν Τσερόκι οδηγάς...

  3. - Κοίτα αεροτομή που έχει το τσερόκι... (αεροδυναμικό κούρεμα τύπου διπλής μοϊκάνας σε Τσερόκι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Ν των νέων οδηγών.

(Ταξιτζής πίσω από δειλό οδηγό, που έχει κολλημένο το Ν στο πίσω τζάμι)
- Αμάν, θα νυχτώσουμε. Αυτός μπροστά με τη νικολέττα δεν θα την περάσει ποτέ τη διάβαση!

Δές και νικολάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified