Ο ορισμός της αντρίλααας... Ψεκάζω κάβλα, ανάβω.
Δοσμένο εξαιρετικά από τον Τάκη Ζαχαράτο - εύσημα στον καλλιτέχνη.

- Σήμερα καβλοψέκασες (!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να προσθέσω τρία ακόμα είδη μουνικών στον έξοχο ορισμό στη καθ' ύλην αρμόδιας Iron:

  • Κρέμα ή φάρμακο για μουνολογικές παθήσεις.
  • Το γυναικομάνι, η θηλυκή εκδοχή του αρχιδόκαμπου.
  • Μουνικό οξύ, ένα οργανικό ισχυρό οξύ, μετρίως διαβρωτικό χωρίς ιδιαίτερες βιομηχανικές χρήσεις. Προσβάλλει το δέρμα και διαβρώνει και φθείρει τα εσώρουχα. Η οσμή του είναι ερεθιστική και θυμίζει καμένο ντουί. Το καθαρό μουνικό οξύ είναι τελείως άχρωμο, αλλά το μουνικό οξύ του εμπορίου είναι κιτρινωπό επειδή περιέχει προσμίξεις.

1. μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας)

1. θυμάμαι τον Κώστα Πρέκα που ήτανε πολύ – μα πολύ εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο. Πρωταθλητής καταδύσεων ήτανε ο άνθρωπος. Έριχνε βουτιά απ’ τον ψηλότερο βατήρα στο κολυμβητήριο κι αναστέναζε το μουνικό στις κερκίδες

3. Μικροί κυνηγάγαμε τα μαύρα βρακιά που άπλωναν τα παλιά χρόνια οι θείτσες και γιαγιάδες, αυτά που είχαν ξασπρίσει στο γνωστό σημείο απ΄το «μουνικό οξύ», και με ψαλίδι το κόβαμε και το κρεμάγαμε δίπλα στα βρακιά!! Όλες τις γειτονιάς μόλις μας έπαιρναν είδηση έτρεχαν και τα μάζευαν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατά κανόνα βρωμόσκυλο που συμμετέχει με μεγάλη χαρά σε κάθε είδους μουχαμπέτι. Είθισται να έχει ύψος άνω του 1,70, αδύνατο σώμα και έντονα χαρακτηριστικά προσώπου (σκυλί). Πολλές φορές είναι τόσο βρωμερά που δεν κάνουν ούτε για μουχαμπέτι.

- Ρε γέμισε η Θεσσαλονίκη βρωμόμουνα! Έλεος!
- Η παναγιά μαζί σας!
- Παναγία τριάς ελέησον ημάς!

Βλ. και βρωμομούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως, είναι ο γεννημένος ημέρα Πέμπτη, όπως ο Σαββατογεννημένος ημέρα Σάββατο.

Σλανγκικώς, είναι το κωλόπαιδο, δηλαδή αυτός που γεννήθηκε ύστερα από πρωκτικό σεξ με εκσπερμάτιση στον πρωκτό και μαγκαϊβερικώς πως το σπερματοζωάριο κατάφερε να φτάσει ως το αιδοίο και να γονιμοποιήσει. Χειρότερος δηλαδή κι από μπατανόπιασμα. Ασφαλώς πρόκειται περισσότερο για ένα πλάσμα του λαϊκού φαντασιακού για να ερμηνευθεί πώς και γιατί κάποιος είναι κωλοπαίδι, κωλοπαιδαράς, δηλαδή είτε δύσμορφος στην εμφάνιση, είτε παλιοχαρακτήρας.

Μου ερμήνευσαν την έκφραση ως εξής: αν μετρήσουμε τις μέρες της εβδομάδας ενώνοντας τον αντίχειρα διαδοχικά με τα διαφορετικά δάκτυλα των χεριών ξεκινώντας από τον μικρό ως Δευτέρα, τότε η ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη σημαίνει την Πέμπτη. Η ίδια όμως ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη είναι και το σύμβολο της κωλοτρυπίδας.

Οπότε ειρωνικά, ο πεμπτογεννημένος είναι το γέννημα του κώλου. Η έκφραση αποτελεί και τροπή του σαββατογεννημένου. Αν ο σαββατογεννημένος είναι ο τυχερός, τότε ο πεμπτογεννημένος είναι αυτός που έχει σκατά τύχη. Ή, μπορεί, αντιστρόφως, να είναι και αυτός που έχει πρωκτική τύχη, δηλαδή που χέζεται στο τάληρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: η έκφραση υπάρχει σαφώς, αν και είναι σπάνια. Συζητώντας για την προέλευσή της, έπεσα πάνω στην παραπάνω ερμηνεία, την οποία δεν έχω διασταυρώσει. Δηλαδή είμαι σίγουρος για την ύπαρξη του όρου, αλλά όχι απολύτως για την σημασία του. Φαίνεται, πάντως, ότι ο όρος συνδέεται με τον πρωκτό, σημαίνοντας είτε το κωλοπαίδι, είτε τον κωλογαμημένο, βλ. και το μοναδικό διαδικτυακό εύρημα στο παράδειγμα.

  1. Μού σπασε τόσο πολύ τα αρχίδια που τον ρώτησα: «Ρε φίλε, μήπως είσαι πεμπτογεννημένος;». «Δηλαδή;», μου λέει. «Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη» του λέω κι εγώ [σ.ς. κάνοντας την χειρονομία που περιγράφεται στον ορισμό].

  2. Prosfata imoun stin toualeta tou grafeiou kai mpike mesa enas synadelfos me ton opoio den ehw polla polla alla pistevw oti einai ligo «pemptogennimenos». Me hairetaei kai mpainei mesa kai xekinaei amesws ti douleia. Klanei syneheia kai dynata enw to haraktiristiko plaf tis prwtis kouradas erhetai na desei sa loukoumas me ti mpoha tis skatilas pou anadyotan apo ti haramada. Den xerw pws kai giati (mou symvainei prwti fora), alla eiha kavlwsei oso den paei allo. (Εδώ).

(από Khan, 26/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που της αρέσει να της γεμίζουν τον κώλο ωμό κρέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας προέκυψε από το παλιό γαλλικό serpentin, αυτό από το λατινικό serpentinus (ερπετόμορφος, οφιοειδής), που προήρθε απ’ το επίσης λατινικό serpens (ερπετό, φίδι) κι αυτό απ’ το επίσης λατινικό serpere (έρπω).
Αφού υποστεί προληπτική αφομοίωση, κυκλοφορεί και με τη μορφή «σαρπαντίνα»

Πρόκειται βέβαια για την έγχρωμη, λεπτή, χάρτινη κορδέλα με το πολύ μεγάλο σχετικά με τον όγκο της μήκος, που τυλιγμένη σχηματίζει κοντό κύλινδρο. Σε αποκριάτικες, συνήθως, εκδηλώσεις (και) με ένα χαρακτηριστικότατο φύσημα στο κέντρο αυτού του κυλίνδρου, ξετυλίγεται παίρνοντας το πασίγνωστο ελικοειδές σχήμα.

Λόγω λοιπόν των ιδιοτήτων του σχήματός της, έχει δώσει το όνομά της σε διάφορα εξαρτήματα και μηχανισμούς όπως:

---τον ελικοειδή συνήθως μεταλλικό σωλήνα σε πολλές συσκευές τύπου μπόιλερ, που βρίσκεται μέσα στο χώρο όπου υπάρχει το ήδη ζεσταμένο απ’ τον λέβητα ή τον ηλιακό συλλέκτη υγρό (ή και αέριο). Το κρύο νερό (ή όποιο άλλο ρευστό) μπαίνει από τη μια μεριά του σωλήνα και βγαίνει, ζεστό πλέον, από την άλλη μεριά, έτοιμο για διάφορες χρήσεις.

Ή κι αντίστροφα: Στο σωλήνα κυκλοφορεί το ρευστό που έχει ήδη ζεσταθεί, προκειμένου να ζεστάνει το αποθηκευμένο –κρύο σε πρώτη φάση- ρευστό που θα χρησιμοποιήσουμε (βλ, 2ο μήδι),

---τον σωλήνα σε συσκευές όπως κλιματιστικά και αποστακτήρες, που βοηθά στην ψύξη του αέρα και την υγροποίηση ουσιών που βρίσκονται σε κατάσταση ατμού και

---τον μηχανισμό πίσω απ’ το τιμόνι των οχημάτων (κι όχι μόνο) που επιτρέπει να μη χάνεται η ηλεκτρική επαφή του τιμονιού καθώς αυτό στρίβει, με την κόρνα, τον αερόσακο κι όσους άλλους μηχανισμούς ενεργοποιούνται από κουμπιά πάνω στο τιμόνι (βλ 3ο και 4ο μήδι).

Συμμετέχει στις περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλείς εκφράσεις:
---«Κάνω κάτι σερπαντίνα», που σημαίνει «το ’χω παρακάνει», «το ‘χω παραχέσει», «το ‘χω τραβήξει απ’ τα μαλλιά» και χρησιμοποιείται κυρίως όταν μακρηγορούμε.

---«Μου ‘κανε τα νεύρα σερπαντίνα», που όπως και τα σαφώς συχνότερα «Μου ‘κανε τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια» σημαίνει πως: «ίσα κι είμαι στο παρατσάκ να με πιάσουν τα διαόλια μου, οπότε μη πολλά – πολλά, μη γίνει εδώ το Κούγκι. Ά», στο πιο ευγενικό.

---«Με πάει σερπαντίνα», που σχετίζεται με δυσάρεστα επιτακτικές κωλοεκδηλώσεις διάρροιας, που σ’ αφήνουν νταντέλα, όπως εξόχως γλαφυρά ήδη περιέγραψε ο HODJAS σχεδόν δυο χρόνια πριν.

---«Τη φυσάει τη σερπαντίνα» -σαφώς συχνότερα στο γ’ πρόσωπο- που περιγράφει, σαν ένα ακόμη μέλος μιας ατελείωτης λίστας, τον έχοντα σεξουαλικές προτιμήσεις που πολλοί αντιμετωπίζουν ακόμη συμπλεγματικά, πλουτίζοντας παράλληλα τις απανταχού γλώσσες.

---Επίσης, λόγω του σχήματός της και της εικόνας που δίνει η εκτόξευσή της, περιγράφει τα φλόκια που δεν βρίσκουν τον από τη φύση καθορισμένο στόχο. Σε πολιτιστικά προϊόντα που απολαμβάνουν ακόμη και οι λιγότερο θολοκουλτουριάρηδες για προφανείς λόγους τόσο η καταμέτρηση, όσο και το μήκος τους σε slow-motion, έχει αναδείξει παγκοσμίου φήμης προσοντούχους αστέρες που με τις επιδόσεις τους προβλημάτισαν πολλούς.

1.
…Όταν βρίσκεται εγκατεστημένη η σερπαντίνα μεταφέρει νερό το οποίο ζεσταίνεται καθώς δουλεύει το τζάκι-λέβητας. Η θέρμανση αυτή του νερού γίνεται σε ειδικό δοχείο ξεχωριστά από το νερό που προορίζεται για το δίκτυο των καλοριφέρ. Η θέση αλλά και το υλικό της σερπαντίνας αυτής μεγιστοποιούν την απορρόφηση της θερμοκρασίας.

2.
…Η πορεία των υδρατμών συνεχίζεται στο κάτω μέρος της δεξαμενής σε στενότερους σωλήνες που βρίσκονται γύρω-γύρω στα τοιχώματα (σερπαντίνα) με ελαφρά κλίση για να μην κρατούντα υγρά…

3.
…Μπράβο μεγάλε. Να πεις στους κατά φαντασία «κορυφαίους υπουργούς» σου και να μεταφέρεις στο πρωθυπουργικό περιβάλλον (το οποίο βλέπεις μόνο με το τηλεσκόπιο του Κοπέρνικου) ότι καταφέρνεις να κάνεις τα νεύρα μας σερπαντίνα, κάθε φορά που κατά λάθος, πάνω στο καταραμένο ζάπινγκ, πέφτουμε πάνω στις «πληροφορίες» σου από «κορυφαίους υπουργούς» και στο υφάκι εκατό μαϊμού-καρδιναλίων! Αμάν πια! Μας έσκασες!!!

4.
Σας καλούμε στο «ΚΟΨΙΜΟ» της Πρωτοχρονιάτικης Πίτας...
Λες και όποιον φάει την πίτα θα τον πιάσει κόψιμο και θα τον πάει σερπαντίνα και εμείς είμαστε προσκεκλημένοι να το παρακολουθήσουμε.
Ή λες και θα πιάσει την ίδια την πίτα κόψιμο και θ' αρχίσει να κλάνει πριν κοπεί. Έλεος...
(σχολιάζει τη χρήση του «κόψιμο», αντί του σωστού «κοπή» σε πρόσκληση).
(διεκπεραιωτικά)

5.
Έβαλα και πλαϊνά σαμάρια από το γαϊδούρι του μπάρμπα μου του κωλοπυργιώτη γνωστός και ως Ungle AssTower! (Μπάμπης ο Καραμπίνας ένα πράμα) αλλά το κακό είναι ότι γέρνει μόνο από την μια πλευρά. Δεξιά δεν πλαγιάζει το μοτο.
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ;;;
ΥΓ.1 Είναι συλλεκτικό δεν πωλείται ή ανταλλάσσεται, ΥΓ.2 USB δεν παίζει. Αυτά είναι φλωριές. Firewire μόνο. ΥΓ.3 Επόμενη μόντα: Χέστρα με επιταχυντή κλανιών για 0-319,4χαω σε 4,2 δεύτερα και κύκλωμα μετατροπής σκατού σε φυσικό αέριο για εξοικονόμηση καυσίμου. Με μια φράπα και καπάκια ένα milko, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, με το αίμα που θα με πάει πίνοντας τα, κάνεις 2 φορές πήγαινε έλα Αθήνα Βερολίνο.
ΥΓ.4 Το έχω κάνει σερπαντίνα το θέμα.

6.
-…κι όσο για τον άλλον που βρίζει με πμ, θα τον φωνάξω την άλλη φορά να κρεμάσει αυτός μπάλες και λαμπιόνια επί τέσσερις ώρες στο γαμώδεντρο. Merry kissmyass!
-Παλικάάάάάριιιιιι!! Το στολίζεις το δέντρο; Το λαμπιόνι το κρεμάάάάάς;
-Τη φυσάω τη σερπαντίνα. Το λούζομαι το κομφετί.

(όλα ως εδώ απ’ το δίχτυ)

7.
-Ρε μαλάκες! Κάνω κάτι γαμήσια τελευταία με την Κούλα, άλλο πράμα! Χθες, την πηδούσα μια ώρα, έχυσα στην κοιλιά της κι αυτή ούρλιαζε ένα τέταρτο απ’ την καύλα!
-Σιγά! Εγώ με την Σούλα χθες γαμιόμασταν δυο ώρες, την πήραν τα φλόκια στη μάπα κι αυτή ούρλιαζε μισή ώρα απ’ την καύλα!!
-Α καλά! Εγώ τις προάλλες έριξα έναν κρύο στην Τούλα, πήγανε κι οι δεκαπέντε σaρπαντίνες στην κουρτίνα κι αυτή ακόμη ουρλιάζει!!!

(κλασικό, προσαρμοσμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μπουχέσας.

Είσαι σαν κουραδομηχανή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ένα κομμάτι σχοινί (λεπτό περίπου 6 mm διαμέτρου) που από την μια μεριά έχει μια λούπα και από το άλλο το τραβάς αφού πρώτα έχεις βάλει στην λούπα ένα μικρο πανάκι και το έχεις τοποθετήσει μέσα στην κάννη ενός πυροβόλου όπλου.

Τραβώντας το μέσα από την κάννη την καθαρίζεις. Όσοι πήγαν στον στρατό να υπηρετήσουν την μαμά Ελλάδα το γνωρίζουν καλά. Έχει περάσει στην slang σαν προσβλητική ενέργεια προκειμένου να τόνε χώσει κάποιος στον βρωμόκολο κάποιου η κάποιας.

Σημειωτέον, είναι τέχνη να ξέρεις να χρησιμοποιείς την κωλοτρυπίδα σου για αιδοίον κατά μαρτυρία γνωστού μου κίναιδου - όχι τίποτε άλλο αλλά να προλάβω κάνα Βράστα να μου τη λέει («αυτοαναφορικό, ε;»).

Γιασά ρε Μήτσε με τα μάκτρο σου!!

Συζήτηση κολομπαράδων:
Ρε τόνε γαμάς αυτόνε τον πούστη;; — Όπα ρε μαλάκα, τι είναι ρε η πούτσα μου, σχοινοκαθαριστήρας;

Ο Σάκης παραθερίζει στις Κάννες. (από Vrastaman, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του δόκιμου χριστιανικού ονόματος Χρυσόστομος.

Ιδίως σε συγκείμενα αναφοράς σε άτομο (ονόματι Χρυσόστομος) ιδίως αντιπαθές στον ομιλούντα - ο οποίος του βγάζει το «χρυσό» και του κολλάει μια «ψωλή» δίπλα στο «στόμα».

Αμφίσημο: δηλώνει τόσο το άτομο που τα στοματικά του παράγωγα (π.χ., ο λόγος, ανάσα) προσιδιάζουν σε ψωλή (α. λόγω τακτικού στοματικού έρωτα, πρβλ. το στόμα του βρωμάει πουτσίλα β. λόγω συχνής χρήσης υβρεολογίου πρβλ. 'κακό στόμα'), όσο και το άτομο του οποίου η στοματική κοιλότητα ανέκαθεν φέρει μία.

Άντε, πάλι έρχεται ο Ψωλόστομος, γαμώ πιά!

(από rigo21, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified