Selected tags

Further tags

Συγκέντρωση (ή και πραγματική παρέλαση) πολύ νεαρών (συνήθως) γυναικών.

  1. Θα πας στην ‪#‎ΔΕΘ‬ :
    ❒ Για να ενημερωθείς για νέα προϊόντα και τεχνολογίες
    ❒ Γιατί είναι της μόδας και πάνε όλοι
    ❒ Για να πετύχεις κανα πολιτικό και να τον κράξεις
    ❒ Γιατί γίνεται τρομερή μουνοπαρέλαση
    ✔ Για τα βρώμικα λουκάνικα και την μαύρη μπύρα (εδώ)

  2. Μουνοπαρέλαση 'ΤΏΡΑ'! Τελικά δεν μπορώ να καταλάβω. Μάλλον απαραίτητη προϋπόθεση για προσέλκυση πιπινιών σ' ένα μέρος είναι να έχει βρωμέσει τραγικότατα. Όπου φοσμπά και χαρά τα πιπίνια πρώτα! Πάντως μέτρησαν οι παρουσίες στο γκάζι. Πάμε 'τώρα' σε λίγο! (εδώ)

  3. -Κανένας νεολαίος για κουβέντα υπάρχει ή ετοιμάζεστε για την αυριανή μουνοπαρέλαση; (από δω)
  4. Ειναι αληθεια οτι γινεται μουνοπαρελαση σε ολα τα χιπ χοπ events και εχει ισχυρο κινητρο καποιος για να ασχοληθει με το ειδος προκειμενου να γαμαει (από δω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βαριόμουνα, αναρωτιόμουνα

Λολοπαίγνια με τα ρ. βαριέμαι, αναρωτιέμαι στον παρατατικό και την κατάληξή τους, -μουνα.
Βασικό μοτίβο είναι το:

-Βαριόμουνα
-Ελαφρόπουτσες
-Αρνιόμουνα
-Τραγόπουτσες. καληνυχταμουκαικαλαμου40μπαςκαιησυχασετε

το αντίθετο του βαριόμουνα από δω.
Ο τόνος μπορεί να είναι και στην παραλήγουσα (παράδειγμα 2).

  1. Η όμορφη χοντρή που βαριέται λέγεται βαριόμουνα (εδώ)

  2. Βαριοπούλα και Βαριομούνα (εδώ)

  3. - Το αντίθετο του ασετόν είναι πιασετήν
    - το αντιθετο του αναρωτιομουνα ειναι επιβεβαιωπουτσες?
    - Του ... βαριόμουνα όμως?... Ελαφρόπουτσ@ς. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη ζωή μας, μετά το παρακαύλωμα του πυρός ακολουθεί το γκαντεμόνιο, το ντεκαβλέ, το όλως διόλου ξεγκαύλωμα, διότι, αυτή είναι αλίμονο η ανθρώπινή μας μοίρα.

-Αν αυτό δεν είναι έρωτας, πείτε μου τι είναι.
-Ξεγκαύλωμα είναι! (εδώ)

και στες παρειές γενειάδα η γυνή. τα πάντα εν σοφία εποίησας. έτσι για το ξεγκαύλωμα (εδώ)

τελειώσαν οι γιορτές, τελειώσαν τα φαγιά κ κάθομαι κ βλέπω εκπομπές μαγειρικής, έτσι για το ξεγκάβλωμα..

ειναι τοσο δυσκολο να ξεχωρισουμε τη βια για το ξεγκαβλωμα απο την βια που πληττει στρατηγικους στοχους?

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λουμπινιά, λουμπινιάρης

Λουμπινιά αποκαλείται η υπούλη και άνανδρη πράξη.

Όπως μας πληροφορεί ο αδικοχαμένος από το σάη Αἴας τῶν Ἀθηνῶν, η λουμπινιά σχετίζεται με την λουμπίνα αλλά μεταφορικά, χωρίς σεχσουαλικά υπο-νοούμενα. Όπως η πουστιά, ένα πράμα:

- Το φόρουμ esoterica δεν με ενδιαφέρει σαν θεματολογία και αποχωρώ. Δεν θα ξανασυμετάσχω και άμα δείτε το νίκ βριλ ή κάποιον που παριστάνει ότι είμαι εγώ, να ξέρετε ότι είναι λουμπινιά (εδώ)

- Ο Βενιζέλος άδειασε τον Παπακωνσταντίνου. Τι είναι αυτά, ρε; Έκανε τη λουμπινιά με την πασίγνωστη αυτή κωλοϊστορία της λίστας Λαγκάρντ ο πρώην υπουργός οικονομικών και ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τον έβγαλε στη σέντρα. Οπότε καθαρίσαμε. Τι είναι αυτά, ρε; (εκεί)

- Μια ερώτηση θα ήθελα να κάνω και να με συγχωρείτε για την παρέμβαση, το νόμισμα που έχει στα χέρια του ο Αυστραλός είναι το ίδιο που θα αγόραζε ο Σωτήρης από από τον Βασίλη. Ας δεχτούμε ότι ο Αυστραλός έχει κάνει την λουμπινιά, αυτό (το νόμισμα δηλαδή που θα αγόραζε ο Σωτήρης) πως βρέθηκε στα χέρια του Αυστραλού? (παραπέρα)

Ωσεκτουτού, λουμπινιάρης αποκαλείται όστις πράττει λουμπινιές:

- Και, ξέρεις δα τώρα εσύ γραμματισμένε ελληνιστά, η κατάληξις "-άρης" έχει ταιριαστά συνυποδηλούμενα: βρομιάρης, ψωριάρης, αρρωστιάρης, κλανιάρης, σκατιάρης, αρκουδιάρης, λουμπινιάρης. Φαίνεται ότι για κάποια απ' αυτά διώκεται ο Κάσιδος, γιατί και το ύφος του δείχνει σαν να έχει μόλις εκτονώσει κάποια σωματική ανάγκη, ελπίζω όχι επάνω του (εκεί)

- Ο κλαρινογαμπρόςε ίναι ύπουλος και τσάτσος. Δε φταίει όμως αυτός για την κατάντια του, απλά τυχαίνει να είναι λίγο παραπάνω λιγούρης και λουμπινιάρης από το μέσο πολίτη. Η επιθυμία του να κόψει τη μαλακία και να αρχίσει το σεξ είναι τόσο μεγάλη που τον κάνει να ξεπερνά τους ηθικούς φραγμούς του (εδώ)

- ΕΓΩ ΖΗΤΩ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΎ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ που δυστυχώς έχει αποδείξει ότι είναι: 1) υποτελής 2) Λουμπινιάρης 3) Κρυψίνους 4) Φοβισμένος 5)Άνθρωπος των υπόγειων διαδρομών 6) Ποτέ μπροστάρης, υπεύθυνος, ικανός να προβάλει την ταυτότητα του στην κοινωνία. Άνθρωπος φερέφωνο του κάθε τυχάρπαστου και αχεράνθρωπος του κάθε κουμανταδόρου, απόδειξη αυτού ότι κρύβεται χρόνια τώρα πίσω από ένα κόμμα, πίσω από κάποιους ανθρώπους (παραπέρα)

Συνώνυμα: μπιν(εδ)ιά, μπινεδιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβάλλεται αναφορά στον ορισμό του λήμματος γαμιέμαι, στον οποίο το λήμμα περιλαμβάνεται ως υποπερίπτωση 8: "Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά." Το παρόν είναι αφιέρωμα στη συγκεκριμένη γραμματική μορφή: αόριστος και παρακείμενος.


Γαμήθηκα / έχω γαμηθεί στο: Υφίσταμαι, τώρα, στο παρόν, τις συνέπειες επαναλαμβανόμενης ή / και μεγάλης έντασης ενοχλητικής δραστηριότητας.

  • "Γαμιέμαι": ρήμα ηδονικό, αλλά ταυτόχρονα πρόστυχο και συχνά λεκτικά οδυνηρό, εκφράζει την απόλυτη υπερβολή ταλαιπωρίας, με μόνη υπερθετικότερη (sic) ίσως την αναφορά στο θάνατο.
  • "Στο": η αιτία της αγανάκτησης. Αντίθετα με το απλό "γαμήθηκε" που έχει συνήθως την έννοια της ολικής καταστροφής χωρίς άμεση αναφορά στην αιτία, εδώ τα πράγματα είναι συγκεκριμένα και ξεκάθαρα.

Παρά τον παρελθοντικό γραμματικό χρόνο, υπονοείται παροντική δραστηριότητα: το τρέχον δράμα της έντονης ανάμνησης που έχει χαραχτεί στη μνήμη, ενώ το τσούξιμο - ή η ηδονή - στο οποίο δεν γίνεται άμεση αναφορά, διαρκεί ακόμα.

Στην αρνητική εκδοχή εκφράζει μεταξύ άλλων την κούραση, την εγκαρτέρηση, την ανυπομονησία να τελειώσει το μαρτύριο, αλλά και την ελπίδα: η κατάσταση είναι παροδική, στο Παπουνάνε θα σημάνουν οι καμπάνες. Στη θετική ο άλλος κάθεται απλά και συνεχίζει να απολαμβάνει τον απόηχο του μεταφορικού οργασμού.

Συνώνυμα σλανγκ: η πιπεριά γαμήθηκε, γαμήθηκε το σύμπαν, γαμήθηκε ο Δίας.

Έχω γαμηθεί στη δουλειά για να φτάσω εδώ που βρίσκομαι τώρα, και δεν έχω φτάσει πολύ μακριά εδώ που τα λέμε. (αρνητικό - "Ο Τροπικός του Αιγόκερω", Henry Miller).

Αυτό το τελευταίο αποτέλεσε βέβαια το highlight ενός reward challenge από την Κόλαση, με τον κακομοίρη άχρηστο Chet να έχει γαμηθεί στο ξύλο, με το πρόσωπό του να κουτουλάει σε παγίδες, τον Joel να τον σέρνει μες στις λάσπες, ή να τον αναποδογυρίζει λόγω της δύναμης με την οποία υπερπηδούσε εμπόδια. (αρνητικό - survivor)

Άσε ρε μαλάκα,γαμήθηκα στο τρέξιμο σήμερα. Πριν καμιά ώρα έκατσα αλλά δεν βλέπω να με αφήνουν για πολύ. (αρνητικό)

σαν γα γαμήθηκα στη μάσα...γιγάντια η μερίδα μιλάμε (θετικό)

Ξανά sorry που χάθηκα. Εδώ είμαι, δεν πάω πουθενά. Ξεκίνησα κάτι νέο αυτή την περίοδο αλλά φυσικά δεν είναι αυτός ο λόγος που αραίωσα. Απλά έχω γαμηθεί στη δουλειά (κυριολεκτικά και μεταφορά στην προκειμένη περίπτωση κι όσοι πιάσατε το υπονοούμενο το πιάσατε). (αρνητικό και θετικό - εδώ.)

Γαμήθηκα στο γέλιο μόλις το είδα, δεν κρατήθηκα και το τράβηξα βίντεο, λείπουν κανα δυο λεπτά απ την αρχή. Απολαύστε υπεύθυνα. (θετικό)

- Που σκατα μενεις ρε μλκ, θεσσαλονίκη; εδω ουτε βροχή δεν έχει.
- μαρούσι γαμήθηκε στο χιόνι. (χμμμ θετικά αρνητικά όπως το πάρει κανείς)

Έχει γαμηθεί στη βροχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος που είναι γεμάτο γυναίκες.

Συνώνυμα: μουνοθύελλα, Αιδοίον πέλαγος, μουνόλακκος κ.ά.
Αντώνυμα: αρχιδόκαμπος, πουτσοχώραφο κ.ά.

-Θα αλλάξουν λέει τη μυρωδιά του κόλπου με ειδικές βιταμίνες που θα τον κάνουν να μυρίζει ροδάκινο. Ελπίζω χωρίς το χνούδι γιατί έχω αλλεργία
-δηλαδή το Βελβεντό θα γίνει μουνόκαμπος;
-ο νομός θα γίνει ηβική χώρα
-ουτοπία, τα όνειρά μας παίρνουν σάρκα και οστά
-αντί για λεσβιακα θα βάζουν στις τσόντες γυναίκες να πίνουν χυμό ροδάκινο
-κατευθείαν να το γυρίσεις στο ρομαντικό εσύ
-Αφού είμαι ο Κωλέλιος (εδώ)

Γενικώς μουνόκαμπος η ΑΣΚΤ, γάμησέ τα. Ποτέ όμως δεν χέζω εκεί που τρώω οπότε ούτε με κοντάρι-ανύπαντρη/ ξανύπαντρη. Άσε που'ν'& αμόρφωτα...(εδώ)

-ρε φίλε πάλι εκεί θα πάμε για καφέ? εκει μαζεύει όλες τις φανταρίνες..
-ναι γάμα το.. μουνόκαμπος! #gynaikesstostrato

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χρησιμοποιείται σε όλα τα γένη, για να προσδώσει στο άτομο, αντικείμενο, ενέργεια ή κατάσταση, το άρωμα που αποπνέει το θέμα της λέξης πουταν-.
Ο Hank το εισήγαγε ως ουσιαστικό, για "τον πούτανο που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο...", δηλ. Πουτανικός, όπως Τιτανικός.

Ήδη στο σάη εμφανίζεται σε σχόλια όπως,

πουτανική κριτική |γκομενοφάση
ενδο-πουτανική αλληλεγγύη |τρελό γαμήσι
«Κάλλιον λιμπιν-τιάρα πουτανική παρά fuckιόλιον οθωμανικόν» |φακιόλα

  1. - αντε ντε...όλοι οι πουριτανοί εδω μαζεύτηκαν.. :Ρ
    - οι πουτανικοι ενοεις... (εδώ)
  2. - Η κόρη μας τελείωσε φέτος την ανωτάτη πουτανική.
    - Και που βρίσκεται τώρα το καλό μου;
    - Κάνει την πρωκτική της.
  3. ρε σημερα στην παραλια ολοι ειχαν τυφλωθει απο το πουτανικο γυαλισμα μου. (εδώ)
  4. -Γιατί ξηγιέσαι έτσι ρε?
    -Δε μπορώ να σου πω, ειναι πουτανικό μυστικό. (εδώ)
    Όχι πολιτική σήμερα. Μόνο πουτανική.

αλλά και πουτάνικο

  1. Πουτάνικο κουνούπι, στο λαιμό να σου κάτσει! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσιμπουκλού ή πιπού που έχει γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα κάνοντας στοματικό σεξ. Μάλλον βγαίνει από τις τσιμπουκοδρομίες.

  1. ιβανα υπερτατη τσιμπουκοδρομισσα με 9 νταν στο γλυψιμο και αλλα 9 στο γυαλισμα

  2. Είμαι αρκετά περίεργος να δω την καινούρια τσιμπουκοδρόμισσα.

  3. Έχω τις καλύτερες εντυπώσεις από τις τσιμπουκοδρόμισσες της...

(Αμφότερα και τα τρία από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτσίας είναι το γνωστό τοις πάσι αρχίδι (παραδείγματα 1,2).

Πουτσίας είναι κι αυτός που αμολάει πούτσες, ή αλλιώς πέη μπλου ή πέη πουά, όμως στην κλίμακα IQ είναι πάνω απ' το ταγάρι (παράδειγμα 3).

Πουτσίας όμως κυρίως είναι το αιώνιο ίνδαλμα του ανθρώπα ανδρός, ήτοι ο γαμίκλας που ακόμα και γερομπηχτικά, δεν σταματά να εξυμνεί την Λιλιάδα (Ραψωδία Α) με την ποιητική του λύρα! (παράδειγμα 4)


Τέλος η πουτσία μαζί με το αντίθετό της την απουτσία, δηλώνουν το ίδιο με το προηγούμενο, όμως το παράδειμα 5, με την κομψότητα και την ελλειπτικότητά του πρέπει να αναδειχθεί το δίχως άλλο από την σλαγκομήγυρη!
Το κάνω πέη κι εδώ. ΕΜΠΕΔΩCΟΝ!

«η απουτσία δεν ειναι μαγκιά ειναι αυτοταπείνωση»
«η πουτσία είναι γκαμιά και ταπεινοαύτωση»

1. Ο πουτσίας ο Χρυσοχοίδης έχει 45 μπάτσους να τον φυλάνε. 45 σκυλιά να φυλάνε ένα γίδι. Νεοφιλελευθερισμός.

2. Αλέξης Μητρόπουλος: «Ο λαός δεν θα αντέξει τα νέα μέτρα» Δώστε του ένα δημόσιο οργανισμό για να ηρεμήσει ο πουτσίας πασόκος [#έχει_δίκιο]

3. Βάζω ν' ακούσω Handel και μου γράφει ο άλλος «που έμαθες εσύ τον Χένκελ, ταγάρι;» Ήμουν φίλος με τον Dixan, πουτσία.

4. Πολύ μεγάλη κουφάλα ο σέξι Σίλβιο ναούμε!! Μέγας μπήχτης και με γούστο ο πουτσίας! :Ρ

5.
- H απουτσια δεν ειναι μαγκια ειναι αυτοταπεινωση
- η πουτσία είναι γκαμιά και ταπεινοαύτωση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος που ειδικεύεται στο φόρτωμα μπάζων, ή αλλιώς στην εκούσια σεξουαλική συνεύρεση με νεαρές «εξαιρετικά αμφιβόλου» εξωτερικής εμφάνισης. Τα τελευταία χρόνια, το πρόσωπο του έχει λάβει μυθικές διαστάσεις, έχοντας γίνει αντικείμενο λατρείας για χιλιάδες μπάζα που βλέπουν στο πρόσωπο του την ελπίδα για κατακλυσμιαίους οργασμούς. Ιδιότυπος τόπος λατρείας καθίσταται κάθε είδους εργοτάξιο ανά την υφήλιο, το οποίο πλέον χαρακτηρίζεται από τις νεαρές ως «το μνημείο του αγνώστου χωματουργού».

- Ψηλέ, έχασες χτες! Ο τύπος ξηγήθηκε χωματουργική εργασία!
- Έλα ρε, ο χωματουργός; Πάλι μπάζωμα;
- Αυτό δεν ήταν μπάζωμα, ήταν κατεδάφιση, εκσκαφή, εκβραχισμός και ισοπέδωση!!!
- Καλά μιλάμε ο τύπος είναι Caterpillar και Bob Cat μαζί !!!

Στη φώτο διακρίνεται η Μέκκα της λατρείας του Χωματουργού (από zvintzos, 31/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified