Selected tags

Further tags

Βρακί [sic] αυτοκινήτου / εσώρουχο με τρύπα: αποκαλείται το εσώρουχο με τρύπα στο επίμαχο σημείο (βλ.μήδια).

Η σχετική τρύπα προσφέρει εύκολη πρόσβαση χωρίς να χρειαστεί να ξεβρακωθείς εντελώς σε αυτό το τόσο άβολο (αλλά και τόσο ερεθιστικό κατά περίπτωση) χώρο διεξαγωγής σεξουαλικών περιπτύξεων.

Απλά σηκώνεις το μινάκι και γίνεται η δουλειά όπως πρέπει.

Βεβαίως το ίδιο εσώρουχο μπορεί να φορεθεί παντού, στο σπίτι, στο γραφείο, στην εκδρομή και προσφέρει την αβάντα της άμεσης αρπαχτής.

Ας σημειωθεί ότι οι κυρίες καλύτερα να το δοκιμάζουν πρώτα, δεδομένου ότι η τρύπα του βρακιού δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμπέσει με την τρύπα του αιδοίου. Αν διαθέτουμε μεγάλο κώλο ή είμαστε ψηλές, μπορεί η τρύπα να βρεθεί στο ηβικό οστό, οπότε τσάμπα τα λεφτά.

(στο κατάστημα εσωρούχων)
- Ρένα μου, ήρθα με κέφια για κάτι καλό, τί μου 'χεις;
- Έλα, ήρθες στον άνθρωπό σου, έχω φέρει κάτι καλά αυτοκινήτου να τον αφήσεις σέκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ή γέρος, fun της Goth μουσικής και lifestyle, που χλαπακιάζει ασυστόλως burgers, πατατάκια, πίτσες και παιδάκια με το αίμα τους, με αποτέλεσμα να γίνεται παχύσαρκος και να μεγαλώνουν τα βυζιά του. Επιμένει να φορά όμως κολλητά μαύρα και δερμάτινα και μπιχλιμπίδια και να γίνεται ρόμπα στους Goth κύκλους. Από Βισιγότθος.

- Ακούνε οι ελέφαντες Goth; - Ο Λάκης είναι, ο Βυζιγότθος.

(από xalikoutis, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουτιέν.

Ε τι παράδειγμα θες τώρα;

(από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. O στηθόδεσμος.

  2. Η γυναίκα που σε θέλγει με το ακαταμάχητο στήθος της και σε παγιδεύει. Ή, ακόμη πιο συγκεκριμένα, το ίδιο το υπερμέγεθες στήθος μέσα στο οποίο φανταζόμαστε ότι μπορεί να χαθεί ο άντρας ή μετωνυμικώς ο πέοντας. (Όσο να είναι, παίζει και ψυχαναλυτικής υφής φόβος για μητέρα που παγιδεύει τον γιο της, ή πιο ακραία τον έλκει πίσω στην κατάσταση ταύτισης μαζί της).

  3. Εδώ το βρίσκουμε ως απόπειρα μετάφρασης του αγγλικάνικου booby-trap. Το τελευταίο σημαίνει γενικά παγίδα, που συνίσταται συνήθως από εκρηκτικά που σκάνε αιφνιδίως, και όπως βλέπουμε εδώ έχει ισπανική ετυμολογία από τη λέξη bobo που σημαίνει ηλίθιος, απρόσεχτος και άρα επιρρεπής να πέσει σε παγίδα. Όμως η ομοιότητα με τη λέξη boobs για τα βυζιά έχει οδηγήσει και τους Αγγλικάνους σε σχετικά λολοπαίγνια για τα βυζιά ως booby-traps. Για το τελευταίο, λοιπόν, προτείνεται η μετάφραση βυζοπαγίδα, όπως και βυζοναρκοπέδιο, βυζοπέδιο καθώς και το ρήμα εγκλωβύζω.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Αν δε χωράς σε μια βυζοπαγίδα τότε τι κρίμα…
    ΔΕ ΧΩΡΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ! (Εδώ).

  2. α. Βυζοπαγίδα! Τα βυζια της ειναι παγιδα τελικα, τα σκεφτομουνα 2-3 μερες τωρα και δεν μπορεσα να αντισταθω, αν και προχτες ηταν ποιο στρογγυλα, σημερα ηταν ποιο πλατσκουτα (Από μπουρδελοσάιτ)

β. θα γαμησεις κ τις βυζαρες με ρωταει; επιβαλεται της λεω οπου κ χαθηκε ο μικρος τζιμακος για μερικα λεπτα στην βυζοπαγιδα! (Από μπουρδελοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς αποδεκτό ως σουτιέν.

Μωρή τα είδες τα καινούρια βυζιά της Μαρίας; θα της σκίσουν τα βυζοσάκουλα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…

Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.

Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:

  • Γκιζίκης, για τον φέροντα χουντικό γυαλί.
  • Πάρλας, γι' αυτόν-ήν που έχει κύκλους στα μάτια,
  • Ντεμιρέλ, που έχει προκοίλι ετοιμόγεννης,
  • Γκιζέλα Ντάλι, για χαζο-ξανθιά λατέρνα (σε προκεχωρημένη ηλικία προτιμάται ο όρος «η θεία μου η χίππισσα»),
  • Παναγιωταρέα / Κούβελας, για γκριζομάλλη-α, με κούπ μέςς, που αφήνει τεχνηέντως κατάλευκο τσουλούφι,
  • Μονσελλάς, για τον μπακουρέο απάλευτο μακρυμάλλη άνω των 40, που μυρίζει ναφθαλίνη (εκ της πολύκροτης υπόθεσης συμμετοχής σε αυτοκτονία),
  • Καζαντζίδης, για τον κλαψομούνης μεμψίμοιρο,
  • Ιάσονας / Μουρατίδης, για το νεάζοντα και καλλιτεχνίζοντα μεσόκοπο πουσταράκο,
  • Σουγκλάκος, για τον βαράο,
  • Χριστός, γι'αυτόν-ήν που δεν κλείνει την πόρτα πίσω του (διότι γεννήθηκε κατά τα φαινόμενα σε φάτνη, όπως ο Κύριος),
  • Αρτέμης Μάτσας / Δήμος Σταρένιος, για τον γλοιώδη σπιούνο,
  • Μπαρμπα-Γιώργος, για τον καράβλαχο,
  • Ντρογκμπά, για το μαύρο που πουλάει σι-ντι και
  • (για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά

    και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...

- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;

Χρήστος Πάρλας (από Khan, 26/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «την ξέντησα». Έκφραση των ανθρώπων του βουνού και της στάνης που απαντάται όμως και σε πιο σαλονάτες καταστάσεις.

Βλ. και ζγκατάψυξ και τγάμσα.

Γκζέντσα κι τγάμσα.

γκζέντσα κι τγάμσσα (από iwn, 24/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι το αποβαλλόμενο δέρμα των ερπετών που αποτελείται μόνο από νεκρά κύτταρα και που όλοι έχουμε δει κάποια φορά σε περιήγηση στην εξοχή. Λέγεται και «πουκάμισο» ή φιδόντυμα.

Επίσης κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα αμφίβια, αλλά και με τα έντομα, όπως τα τζιτζίκια, που το δέρμα τους το συναντάμε το καλοκαίρι στα δέντρα και είναι πορτοκαλί (παράδειγμα 1).

Σλανγκικώς όμως, έτσι χαρακτηρίζεται συγκεκριμένο ρούχο, συνήθως μπλουζάκι, από όλους τους βλέποντες (καμιά φορά κι από τυφλούς που έχουν οξυμένη την όσφρηση), όταν ο κάτοχός του το φοράει συνέχεια -αφενός διότι είναι πτωχός κι έχει, βαριά, άλλο ένα, αφεδύο διότι είναι τσίπης και δεν πάει να αγοράσει κάνα ρούχο και αφετρία επειδή είναι πολύ κολλημένος (στα όρια του αυτισμού) και θέλει να φοράει μόνο αυτό το ρούχο σε σημείο που όλοι να τον θυμούνται εξ ανακλητικής μνήμης με το συγκεκριμένο.

Οι μασχαλιαίες περιοχές βέβαια σφύζουν από αμμωνιαζόλ και, όταν το βγάζει το βράδυ για να κοιμηθεί, το ακουμπά στο πάτωμα διότι πλέον στέκεται όρθιο δίκην θώρακος πανοπλίας (παράδειγμα 2).

  1. Το δεύτερο δέρμα
    Όταν το παλιό «πουκάμισο» της κολουβρίδας ξεραθεί,
    το φίδι το αποβάλλει, μιας και το δέρμα αυτό, που αποτελείται
    από στρώματα νεκρών πλέον κυττάρων, δεν αναπτύσσεται μαζί με το ερπετό.
    Με τον ίδιο τρόπο αποβάλλουν το παλιό τους δέρμα και τα αμφίβια.
    Μετά το στάδιο της νύμφης, τα έντομα εξελίσσονται σε τέλειους οργανισμούς.
    Αντίθετα τα θηλαστικά και τα πουλιά σχηματίζουν εκ νέου μικρές
    ομάδες δερματικών κυττάρων, αποβάλλοντας τα νεκρά κύτταρα.
    Τα μαλάκια, όπως τα σαλιγκάρια, δεν παύουν να αναπτύσσονται ποτέ,
    κάτι που φαίνεται από τις ραβδώσεις στο καβούκι τους.
    Αντίθετα, τα σπονδυλωτά αναπτύσσουν τα οστά τους σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής τους.

  2. - Είδες τον Γρηγόρη;
    - Μπα! Έχω να τον δω τρεις-τέσσερις μέρες.
    - Νά' τος ρε έρχεται καμαρωτός με το δεύτερο δέρμα του...
    - Τον πούστη, ακόμα το φοράει ρε, θα 'χει κολλήσει απάνω του.
    - Και θα στέκεται και όρθιο, γάμησέ τα, ευτυχώς που έχω δέκα μποφόρ ιγμορίτιδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Αναφέρεται σε υποβιβαστική κατηγοριοποίηση καταστάσεων-προσώπων-αντικειμένων-τόπων κλπ και παραπέμπει στην αξιολογική (δηλ. τιμολογιακή) ταξινόμηση προϊόντων (Α & Β διαλογής), δηλαδή πρώτο πράμα (που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει) κι ο κατιμάς.

Για κάποιο λόγο έχει επιβιώσει η έκφραση στη γενική ως «διαλογής», με την έννοια αποκλειστικά της σκαρταδούρας (τα «καλάθια» που λέμε).

Όποιος θυμάται, στα 80’ς εύρισκε κανείς ορίτζιναλ Levi’s στο επίσημο πρατήριό της στην Καλαμάτα μισοτιμής (στη λιανική ήταν πανάκριβα), αφού είχαν ένα ελάχιστο ψεγάδι (π.χ. μια διπλή κλωστή, ένα αδιόρατο σημαδάκι κλπ) και διετίθεντο μπιρ-παρά διότι δεν «άγγιζε» τα ελάχιστα στάνταρ πωλήσεως της φίρμας.

2. Ως αυτοαναφορική έννοια του σάιτοστ, είναι τρέχον φαινόμενο απαξίωσης λημμάτων-ορισμών κλπ, είτε οίκοθεν λόγω ευθιξίας – είτε κατόπιν σπαζαρχιδόθεν παραινέσεως, οπότε τα λήμματα-ορισμοί που θα φέρουν εφεξής ένα κίτρινο άστρο στο μπράτσο, θα καταλήξουν στον κάλαθο των επιρρημάτων, διότι δεν «αγγίζουν» τα ελάχιστα στάνταρ της αργκό (ήμαρτον Κύριε)!

Κάτι σαν «Υπόλοιπο Αττικής» δηλαδή...

Σ.Σ. Ξέρετε τίποτα; Εγώ λέω, όταν με το καλό τυπωθεί σε χάρντ κόπυ το λεξικό του σάιτοστ, να κυκλοφορήσει σε δυο εκδόσεις, με ανάλογο περιεχόμενο: Την Α διαλογή (=ακριβό) και την Βου διαλογή (=φτηνατζούρα) κι ας αποφασίσει η Αγορά. Άν βέβαια υπάρξει και Γου διαλογή (=μάπα το καρπούζι), ε τότε να διανέμεται δωρεάν στις στάσεις του Μετρού (!)

Το παρόν λήμμα (ως προς το 1ο σκέλος τουλάχιστον) και υπάρχει και χρησιμοποιείται και θα υποστηριχθεί απο τον φέροντα με το ντουφέκι στη σκεπή, σαν μικρο-ιδιοκτήτης αυθαιρέτου.

Αφιερούται τω Χάνκυ-Πάνκυ.

  1. - Πάμε καμιά τσάρκα έξω;
    - Ναι αμέ; Να πάρω τη Μπέτη να φέρει καμιά φίλη της;
    - Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, πάλι με τα κάκαλα θα τη βγάλουμε;
    - Γιατί ρε τί έχουνε; Μια χαρά κοπέλες είναι...
    - Καλές είναι δε λέω, αλλά ξέρω γώ τώρα; Διαλογής μωρ’ αδερφέ μου, τί να σου πώ, πολύ Βου κατάσταση...
    - Καλά εγώ πάω κι εσύ κάτσε και πές το μουνί μουνάκι ψωνάρα! - Δεν κατάλαβα! Πειράζει που το σκέφτομαι δηλαδή;
    - Ως να σκεφτεί ο γνωστικός, ο τρελός πάει κι έρχεται βρεεεεε!

  2. «...Έβγαλα τα 20 χάνκεια λήμματα Β' διαλογής...» «...Αν δεν πρόκειται να γίνει η Β' διαλογή στο ορατό μέλλον, θα επιθυμούσα τα παρακάτω λήμματα απλά να διαγραφούν. Τα έχω διαλέξει έτσι ώστε να μην μετανιώσει κανείς, αν σβηστούν στη λήθη...»
    (Σχόλια απο ’δώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλις τραβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο.

- Και μου λέει «αχ, σου κρέμεται μια κλωστούλα»... Την τραβάει που λες και έφυγε όλη η τσέπη...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified