Selected tags

Further tags

Προστακτική του ρήματος «ζώνομαι», κύρια χρήση από μαμάδες προς παιδιά και συζύγους προς τους άντρες τους (σπανιότερα από γυναίκες προς τους γκόμενούς τους).

Σημαίνει: «Βάλε τη μπλούζα / το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι σου».

Παράγωγα:
μτχ.: ζωσμένος, επίθ.: άζωστος, συνθ.: κακοζωσμένος.
Διάσημος άζωστος ή/και κακοζωσμένος: Johnny Depp.

- Ζώσου παιδάκι μου, πώς θα βγεις έξω έτσι;
- Αμάν ρε μάνα, έτσι είναι μόδα!
- Πώς είναι η μόδα δηλαδή; Να κυκλοφορείς άζωστος, σαν τον λέτσο;

Johnny Depp και οικογένεια Depp. (από mafie, 28/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Το λήμμα δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς την καθοριστική συμβολή του Δύτη των Νιπτήρων, που εδώ, στο σχόλιο 7, έριξε στο τραπέζι τη λέξη που έλειπε, βάζοντάς με στον σωστό δρόμο. Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο προσωπικά, όμως τον ευχαριστώ θερμά για τη βοήθεια. Αυτονόητες είναι οι ευχαριστίες μου και προς τον σύσσλανγκο sarant που είχε την καλοσύνη να φιλοξενήσει την απορία μου στο ιστολόγιό του).

Η λέξη καλτανκανάτι σημαίνει ανάριχτο φόρεμα του πανωφοριού στις πλάτες, χωρίς να περαστούν τα μανίκια, αλλέως αναπεταρίκι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος καταγράφει τη λέξη ως τροπικό επίρρημα (καλτακανά), συνδέοντάς την εσφαλμένα με το τουρκ. kaltak = πόρνη. Εν τούτοις, η λέξη διασώζεται με την μορφή που λημματογραφείται εδώ ήδη από το 1835. Σε σχόλιό μου εδώ είχα διατυπώσει παλιότερα τις ενστικτώδεις επιφυλάξεις μου σχετικά με την Πετροπούλεια ετυμολογία, μαντεύοντας σωστά τη μισή αλήθεια (νταξ, τα μισά). Την υπόλοιπη τη χρωστάω στον ως άνω Λαβαμπό Βουτηχτησί Εφέντη.

Το λεπόν: Η (καρα-ρετρό, εξαφανισμένη πλέον) λέξη προέρχεται από παραφθορά του τουρκ. kartal kanat / kartal kanadı = φτερό αετού, και παραπέμπει ευθέως στην εικόνα 2 φτερών που ανεμίζουν πίσω από τον φέροντα το ένδυμα. Πρόκειται για τούρκικο ιδιωματισμό που σημαίνει ακριβώς αυτόν τον τρόπο φορέματος του παλτού / πανωφοριού / επενδύτη.

Τη μετάφραση των παραδειγμάτων την έκανα με τα χεράκια μου, άρα μάλλον φέρω και τη σχετική ευθύνη γμτ.

ΚΑΛΤΑΝΚΑΝΑΤΙ (το βάλσιμον του επανωφοριού όχι με τα μανίκια περασμένα. Ο Γαζής εσημείωσεν ομώνυμον λέξιν το Αναπεταρίκι: δεν την ήκουσα).

Σκαρλάτος Βυζάντιος εδώ

Η πόρνη, για να ανταπεξέλθει στο κρύο (μην ξεχνάτε πως ήταν σχεδόν γυμνή) καθότανε σε μιά καρέκλα, καβάλα στο μαγκάλι, με ανοιχτά τα σκέλια, ρίχνοντας μια πατατούκα στη ράχη της. Γιαυτό, όταν βλέπουμε κάποιον με ανάριχτο παλτό λέμε: το φόρεσε καλτακανά.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος τα κάνει ετυμολογικώς πουτάνα όλα, στο Μπουρδέλο, εκδ. γράμματα.

20-30 kişilik bir göçmen kafilesi başında bulunan bu ihtiyar, omuzlarına kartal kanadı attığı paltosu ve elindeki asası ile bir yolcudan çok doğu mitolojisindeki yarı tanrı kabile reislerine benziyordu. (Αυτός ο γέρος ο επικεφαλής μιας ομάδας 20-30 προσφύγων, με το παλτό ανάριχτο στους ώμους και το ραβδί στο χέρι, έμοιαζε περισσότερο με ημίθεο αρχηγό φυλής της ανατολίτικης μυθολογίας παρά με ταξιδιώτη).

εδώ

Sekiz köşe kasket vardı başında, ayakkabılarının topukları basılıydı, palto omuzlarında kartal-kanat, sarkık bıyıkları fırça gibiydi [...](Στο κεφάλι φορούσε μια οκτάγωνη τραγιάσκα, τα τακούνια των παπουτσιών του ήταν φαγωμένα, το παλτό ανάριχτο στους ώμους, τα κρεμαστά μουστάκια του σαν βούρτσα [...]

εκεί

Παραπέρα το kartal kanat ως παλιό οθωμανικό ένδυμα, που ακόμα παραπέρα περιγράφεται ως μπολερό με μανίκια που μοιάζουν με φτερά αετού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ρούχα υπερβολικά εφαρμοστά/κολλητά στο σώμα. Όπως οι κάλτσες.

Γραμματικοσυντακτικώς, πρόκειται μάλλον για επίρρημα που δηλώνει τον τρόπο.

  • Τα τζιν τα φοράω πάντα κάλτσα για να διαγράφονται τα τετρακέφαλα από μέσα.

    Συνώνυμα:

  1. τσίτα (επίθ. τσιταριστός)
  • Το παντελόνι μου έρχεται τσίτα/μου είναι τσιταριστό.

    1. τέζα
  • Μου έρχεται τέζα το μπλουζάκι, θα το αλλάξω.

    1. βαφτιστικό (μαμαδίστικη σλανγκ)
  • Τι είν' αυτό το μπουφάν που αγόρασες παιδάκι μου; Αυτό είναι βαφτιστικό σου, δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς έτσι έξω;

    1. σωλήνας (συνήθουσλυ μόνο για παντελόνια).
  1. Γουστάρω αυτά τα ιταλικά πουκαμισάκια, τα μεσάτα.. Και εννοείται πάντα χτυπάω ένα νούμερο μικρότερο, μη σου πω και δύο. Τα θέλω κάλτσα, να διαγράφεται το φλεβίδι στο χέρι.

  2. Μη το πάρεις τελείως κάλτσα, θα 'σαι σα γκαραγκιόζης.

Helllllllo, big boy! (από Vrastaman, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το παντελόνι που προηγήθηκε του σωλήνα και που χαρακτήρισε τα σέβεντιζ και την γενιά των λουλουδιών. Επανήλθε στη δεκαετία του '90. Λέγεται έτσι γιατί το στο κάτω μέρος άνοιγε θυμίζοντας το σχήμα της καμπάνας.

  2. Δυνατή φωνή ή πολύ καθαρός ήχος.

  1. Η μητέρα μου ήταν κολλημένη με τις καμπάνες των νεανικών της χρόνων και όταν ήρθε η μόδα του σωλήνα δεν ήθελε με τίποτα να τα φοράω, τα θεωρούσε απαίσια.

  2. Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι στις διακοπές. Δίπλα έμενε ένας τύπος που είχε φωνή καμπάνα και κάθε πρωί έπαιρνε τη μάνα του στο κινητό και μας ξυπνούσε όλους.

  3. - Ακούς τώρα από το ηχείο αυτό;
    - Καμπάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως στον πληθυντικό, ο μπάτσος του οποίου η εξάρτυση δεν περιλαμβάνει κράνος. Αν θυμάμαι καλά, η διαβάθμιση σε επίπεδα δυσκολίας είναι:

καπελάκηδες < μπλέδες < ματάδες / ματατζήδες < εκάμ < στρατός.

Οι μπλέδες (μπλες στον μάλλον ανύπαρκτο ενικό) διακρίνονται απ' τους ματάδες λόγω του μπλε, αντί χακί, χρώματος στολής, φοράνε κράνος, και είναι πιο καλά εξοπλισμένοι απ' τους καπελάκηδες, αλλά δεν έχουν τα χημικά για καραμέλες, γιατί δε φοράνε όλοι μάσκα, και δεν έχουν όλοι ασπίδα (αν θυμάμαι καλά, επίσης).

Οι καπελάκηδες δεν κάνουνε για τίποτα, κρέας για τα κανόνια σε φάση, ενώ οι ματάδες είναι ο μεγάλος κακός του βίντεογκέημ. Τώρα τα αποτυχημένα καγκούρια τύπου ΔΙΑΣ δεν τα πρόλαβα, ας πέσουν σχόλια.

Έχω την εντύπωση ότι ο ενικός ματατζής είναι συχνότερος του ματάς, και το αντίθετο παίζει στον πληθυντικό.

  1. - Ποια αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα και μαλακίες. Τις περισσότερες φορές καπελάκηδες στέλνουνε, άιντε και τίποτα μπλέδες. Πού να τους κάνουνε ζάφτι τους χουλιγκάνους.

  2. - Ήταν πολλοί, αλλά ήταν καπελάκηδες, ρε πούστη... Αν κάναμε ένα ντου, παραμάζωμα θα τους πέρναμε. Μετά σκάσανε οι ματάδες και το διαλύσαμε ησύχως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, το οποίο με την μεταφορική έννοια του όρου, τις δεκαετίες 70 και 80, εχρησιμοποιείτο διασταλτικά για να χαρακτηρίσει πρόσωπο ή αντικείμενο ως παρακατιανό, ή αδέξιο, κακόγουστο, ξεπερασμένο κοκ. Ενοίοτε, απο πιό προχωρημένους για την εποχή νέους, ο όρος εχρησιμοποιείτο στη μορφή "καρεκλωτό".

Ρε Κώστα, τί καρεκλάδικο βάψιμο είναι αυτό που έκανες στον τοίχο? Δεν γίνεται να το αλλάξεις? Χάλια είναι.

Πατέρα μα τί καρεκλάδικο αυτοκίνητο είναι αυτό που αγόρασες? Τί καρεκλάδικα πουκάμισα είναι αυτά που φοράτε όλοι σας? Μα πού τα βρήκατε αυτά τα λαχούρια και τα βάλατε? Εγώ δεν βγαίνω έξω μαζί αν δεν τα βγάλετε. Ρε Γιάννη, τί καρεκλωτό χρώμα είναι αυτό του μπουφάν? Δεν μπορούσες να πάρεις άλλο?

Πηγή φωτογραφίας με καρεκλάδικα Λαχούρια πουκάμισα

καρεκλάδικα πουκάμισα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτος που περναγε από την Kυψελη φωναζε το εξης "πρωτοτυπο" : "καρεκλάς, αντε καρεκλάς"
[1\http://www.stougiannidis.gr/AENAON/AS9/kareklas.pdf Χτές ήρθε ο καρεκλάς ο Γιώργος στο πάρτυ, και φορούσε ένα καρεκλάδικο ντύσιμο, πουκάμισο με γιακά μεγάλο σαν προπέλα, βελούδινο κουστούμι, καμπάνα παντελόνι και μπότα-πλατφόρμα.

Συνήθως πλανόδιος, τεχνίτης πλεξίματος και επισκευής καρεκλών τύπου καφενείου (με ψάθυνο κάθισμα). Όσοι απο εμάς είμαστε αρκετά ηλικιωμένοι και το προλάβαμε, θυμόμαστε τον πλανόδιο, συνήθως Ρομά (γύφτους τους λέγαμε τότε) ο οποίος φώναζε "Έλα Έλα καρεκλάς" ή "Ο καρεκλάααας" κοκ. Θυλικό: καρεκλού

Επειδή συνήθως οι Ρομά εκείνη την εποχή πολές φορές φορούσαν και πολύχρωμα πουκάμισα, συχνά τύπου λαχουρέ, η χρήση του όρου εξαπλώθηκε και έλαβε μεταφορικό χαρακτηρισμό όσων φορούσαν πολύχρωμα ή κακόγουστα, παλαιομοδίτικα ή Disco ρούχα. Πλανόδιος Καρεκλάς Καρεκλάς επι το έργον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που μια γυναίκα τον έχει βάλει μέσα στο βρακί της, και είναι ωσεκτουτού μουνόδουλος, μουνοείλωτας, χαζομούνης, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος κ.τ.ό.

Μπορεί να έχει και λίγο πιο καυλή έννοια όταν σημαίνει κάποιον που κυνηγάει πολύ το μουνί ως μουνάκιας. Δεν είναι βέβαια καλό κι αυτό, καθώς δηλώνει εξάρτηση, ωστόσο μπορεί η έμφαση να πέσει στο ότι ο κιλοτάκιας είναι γαμίκουλας και όχι μόνο στη μουνοδουλίασή του. Συνήθως πάντως ο όρος είναι μειωτικός, επικεντρώνοντας στην έλλειψη ανεξαρτησίας του κιλοτάκια.

  1. Ορισμός εδώ: Κιλοτάκιας: Κατευθυνόμενα ανδρίδια που χαίρουν μετριότατης εκτιμήσεως και από τις ίδιες τις συντρόφους, μανάδες, φιλενάδες, αδελφάδες που τους κατευθύνουν, διότι τον κατευθυνόμενο πολλές τον επόθησαν, ελάχιστες τον εκτίμησαν.

  2. Εδώ πλήρης ανάλυση:

Είδος ανδρός ανεξάντλητο, αειθαλές και αεικίνητο. Από δω στρίβεις το κεφάλι, από το κει το πας να σου και ένας κιλοτάκιας με χαμόγελο crest να σε κοιτά και να σου λέει: «δεν θα πεθάνω ποτές, ό,τι και αν λες, όπου και αν πας, εδώ κοντά μου θα γυρνάς!».

Διάβαζα τις προάλλες τον «BHMagazino» και «τα λόγια της πιάτσας» του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου. Κάπου στα λήμματα της Μπεο-Ψωμιαδο-Μαρινακικής και λοιπών περιόδου, εντοπίζω και το εκ της τελευταίας εσοδείας λήμμα της ελληνικής- προσαρμοζόμενο στα ποδοσφαιρικά- «κιλοτάκιας» που αποκαλεί ο προσφιλής Αχιλλεύς Μπέος βεβαίως – βεβαίως, κάποιον άγνωστο από τον Βόλο. «Τι με λες;» είπα στον εαυτό μου, «έχουν τέτοιους και οι ‘όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω;».

  1. «Καλύτερα σεισμόπληκτος, ζητιάνος και πρεζάκιας, παρά κυριλέ χλεχλές λούλης και κιλοτάκιας». (Από τους στίχους εδώ).

(από Khan, 17/04/13)Στο 2.00. (από Khan, 17/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκέτα (coquette) στα γαλλικά είναι η cock teaser / cock tease ή ανάφτρα, η γυναίκα δηλαδή που προσπαθεί να κερδίσει την αναγνώριση των ανδρών χρησιμοποιώντας την κοκεταρία της, δηλαδή τα σημεία εκείνα που είναι χρωμοσωματικώς ενδιαφέροντα για τους άνδρες.

Στην ουσία η κοκέτα δεν είναι καθόλου αυτο-αναφορική. Ετεροκαθορίζει τη συμπεριφορά της ανάλογα με το τι οι άντρες βρίσκουν ελκυστικό.

Στα ελληνικά έμεινε μια πιο «ευγενική» εκδοχή της, που αναφέρεται στον πρώτο ορισμό, αλλά είναι εμφανής η καταγωγή της :)

το τραγούδι αι αι αι μαρία που έχουμε ακούσει από τον κηλαηδόνης (αλλά είναι μάλλον πρωτοτραγουδισμένη από τον τόνυ μαρούδα) πιάνει αρκετά σωστά τον ορισμό της κοκέτας :)

Ξετρέλανε τον κόσμο το ντουνιά.
Ωραία; μπα, μοιραία; μμμ..
γιατί έχει νιάτα, χάρη γλύκα τσαχπινιά
και σαν φανεί από καμιά γωνιά
της τραγουδάει όλ’ η γειτονιά:

Αϊ Αϊ Αϊ Μαρία, Μαρία μου Μαρία
κούκλα είσαι σωστή
και μάνα στην κοκεταρία
με τις ματιές σου τις γλυκές,
βόμβες είν’ ατομικές,
σαν Μπικίνι εσύ με καίς.

Αϊ Αϊ Αϊ Μαρία, Μαρία μου Μαρία
κέφι γιά να σπας
παντού σκορπάς τη φασαρία
και με τον ένα ενώ μιλάς,
τ’ αλλουνού χαμογελάς
και το κέφι μου χαλάς.

Άλλαξε πιά πολιτική,
να μη με κλείσουν
στα στερνά στη φυλακή.

Αϊ Αϊ Αϊ Μαρία, Μαρία μου Μαρία
μονοκοντυλιά σβήσ’ τα παλιά,
να η ευκαιρία!
Σκέρτσα και κόνξες άσε ευθύς
και σε μένανε να ρθείς,
γιά να νοικοκυρευτείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified