Selected tags

Further tags

Έκφραση που άκουσα από στρατιώτη οδηγό Καναδέζας, όταν αντίκρυσε πανέμορφη νεαρά κορασίδα, να περπατά στο δρόμο με μίνι. Ως γνωστόν, όταν μεταλαμβάνουμε πίνουμε το αίμα του Κυρίου (κρασί) και τρώμε το σώμα του (ψωμί-μεταλαβιά). Η βέβηλη αυτή φράση αναφέρεται στην γυναικεία περίοδο, η οποία αν προέρχεται από πανέμορφη γυναίκα, φαντάζει ωσάν το κρασί της μετάληψης.

Πω πω κωλόψαρα, τι μουνί είναι αυτό που έρχεται... Αγάπη μου, πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση με το γνωστό «μπερδεύω την πούτσα με την γκλούτσα». Ο τεφροδέκτης είναι το τασάκι, ο σπερμοδέκτης είναι βέβαια το αιδοίο. Η σχέση τους είναι ανάλογη με αυτή του φάντη με το ρετσινόλαδο.

- Παιδιά δείτε έναν Κινέζο που στέκεται και μάς κοιτάει περίεργα!
- Ήρεμα ρε Μαρία, στο Βιετνάμ είμαστε, ποιον Κινέζο και ιστορίες μου λες... Μου φαίνεται ότι έχεις μπερδέψει τον τεφροδέκτη με τον σπερμοδέκτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφομούνι, η αιδοιολειχία.
Όταν πρόκειται για τριχωτό μουνί η χωρίστρα γίνεται πρώτα στις μουνότριχες και μετά στα χείλη, ενώ όταν έχουμε να κάνουμε με παρκέ γίνεται στα μουνόχειλα.

- Ρε μαλάκα, της έχεις κάνει καμιά χωρίστρα της γκόμενας;
- Φυσικά ρε μαλάκα. Χωρίς χωρίστρα δε μου σηκώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι γαλλομαθείς αντιλαμβάνονται την πρόταση αυτή ως: «Η Καλυψώ διαβάζει μέσα σε μια μαλακιά φωλιά στις όχθες των υδάτων.»

Διαβάστε το όμως δυνατά και με στόμφο την βουκολική αυτή πρόταση, και θα αποκτήσει εντελώς διαφορετική διάσταση!

(δυνατή ανάγνωση με στόμφο)

Καλή ψωλή dans un (μέσα σε ένα) μουνί au (στο) μπορντέλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, η σεξουαλική πράξη παρομοιάζεται σαν βάφτιση τέκνου, με το αιδοίο σαν κολυμπήθρα.

Πώς πέρασες στην Κω Νικολή, τον βάφτισες τον μπέμπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να υποδείξει γυναίκα με firepower capacity ίσο με 5 μουνάρες.

- 2 weeks Κέρκυρα και Ιόνιο με πριβέ σκάφος και Δάφνη να φοράει μόνο μπλουζάκι.
- Ναι, για φαντάσου όμως αλλα σε 20 year old DEU, είναι καλύτερο όμως;
- Δεν χρειάζεται, έχω κολλήσει στο τάισμα σταφυλιού στην πλώρη με θέα Ιθάκη και πάντα κώλος / μουνί να αερίζονται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνεχής και σε μεγάλες ποσότητες ροή αιδοίων (μαζί με το περιτύλιγμα) από συγκεκριμένο σημείο στο οποίο τυγχάνει να στέκεται ο ανυποψίαστος παρατηρητής. Την ακατάσχετη μουνορραγία δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με την ακατάσχετη αιμορραγία η οποία μπορεί να έχει θανάσιμες συνέπειες για τον παθόντα, καθότι η ακατάσχετη μουνορραγία δημιουργεί συναισθήματα ευεξίας, ευφορίας και ανείπωτης χαράς στον προαναφερθέντα παρατηρητή και σε καμμία περίπτωση δεν απειλεί τη ζωή του.

Η ακατάσχετη μουνορραγία είναι έννοια ταυτόσημη ενός πλούσιου αιδοιοφόρου ορίζοντα, κάτι που ο λαός συνηθίζει να αποκαλεί και μουνοθύελλα, μουνοπλαγιά, θεομουνία ή και μουνοπλημμύρα.

- Πού πήγατε τελικά με τον Μικέ χθες το βράδυ;
- Γλυφάδα.
- Πώς ήταν, είχε τίποτα;
- Αν είχε λέει... ακατάσχετη μουνορραγία είχε μεγάλε. Μας βγήκαν τα μάτια έξω σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσο, μονέδα και μουνί, οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες για κάθε επαγγελματική επιτυχία και προσωπική επαξίωση στην Ελλάδα.

Εάν δέν έχεις τα 3Μ σε αυτό τον τόπο, βράσε ρύζι!

(από Vrastaman, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος τιγκαρισμένος από εξαίσιες γυναικείες υπάρξεις.

Ο όρος προέρχεται από παραφθορά της φράσης Αιγαίον Πέλαγος για να προσδώσει τις τσουναμικές διαστάσεις μιας τέτοιας καταστάσεως και τα ειδικού τύπου μποφώρια που πνέουν εκεί.

- Τι έλεγε το μπαράκι που πήγατε χθες;
- Καλά δεν μπορείς να φανταστείς. Το μπαρ αυτό είναι Αιδοίον Πέλαγος. Είχε πάρει φωτιά από γυναίκες που ήταν έτοιμες να τα δώσουν όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.

Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.

Σαν να κλαίει το αιδοικυνάκι... (από MXΣ, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified