Selected tags

Further tags

Ο τύπος ο φλου. Ο αραχτός. Ο ό,τι-βρέξει-ας-κατεβάσει-και-τ' αρχίδια-μου-κουνιούνται. Η έννοια της σήψης είναι έκδηλη σε αυτόν τον ορισμό.

Προέρχεται από τον γνωστό παίκτη καλαθοσφαίρισης του αμερικανικού μπασκετικού στερεώματος (NBA), Shaquille O'Neal.

Λεοπόλδος: -Ρε συ Μιμίκο... Ο Χοσέ πολύ Σαπίλ Ονίλ δεν έχει καταντήσει; Μου τη σπάει η αδιαφορία του...

Μιμικος: -Ρε Λεοπόλδε, ξεκόλλα από τη ζωή σου... Περνάει την άραγκον φάση του το παιδί... Στέι κουλ ντουντ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισχνή δραστηριότητα που συνήθως παρατηρείται μετά από καταστάσεις έντονης κούρασης. Άμεσα συνδεδεμένο με σουβλάκια, dvd, σχολιασμό για γκόμενες κτλ... Η παρατεταμένη διάρκεια οδηγεί σε αποχαύνωση, εγκεφαλική υπολειτουργία και ασχολίες όπως να παίζεις με μπαλόνια και να προσπαθείς να πετάς χαρτάκια μέσα στη στοματική κοιλότητα ανθρώπινου στόχου.

Λέγεται και πούτσισμα.

- Λετε να μαζευτούμε τη Δευτέρα στο Φάληρο για ψώλινγκ;
- Στάνταρντ... Θα σου δείξω και τι πρέπει να κάνω και στην άλλη στον καναπέ για να μάθει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμένο από τελειωμένη διαφήμιση φέτας - του γαλακτοκομικού προϊόντος - τους τελευταίους μήνες έχει γίνει πια και συνώνυμο του «άραξε την πέτσα σου» .

Προφέρεται με τραβηγμένο το «ε», δηλαδή: «Φέέέτα!».

- Μαλάκα, κόψε ταχύτητα θα τη δώσουμε σε κάνα στύλο!
- Φέέέέέτα...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.

  2. Με διαφορά, άνετα.

  3. Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.

Συνώνυμο του στάνταρ.

  1. Το απόλυτο πασπαρτού, η απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Κατάλληλο για αλλοδαπούς που θέλουν να μάθουν να μιλάνε ελληνικά σε 10 δευτερόλεπτα.

Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.

Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.

  1. - Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
    - Χαλαρά!

  2. - Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!

  3. - Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.

- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.

(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).

  1. - Συγγνώμη είστε από δω;
    - **Χαλαρά!***
    - Ξέρετε πού είναι η οδός Ανθέων;
    - **Χαλαρά!***
    - Ωραία! Πού είναι;
    (αόριστο δείξιμο με το χέρι) - **Χαλαρά!****
    - Α, ευχαριστώ πολύ!
    - **Χαλαρά!*****
  • Ναι
    ** Προς τα κει
    *** Δεν κάνει τίποτα

(από protnet, 20/09/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικώς επίρρημα, που εις την καθομιλουμένην σλανγκικήν προσλαμβάνει χροιάν επιφωνήματος. Το πετάμε συνήθως στο τέλος μιας ορισμένης φράσης του συνομιλητή μας (ή και κάποιου άλλου ξεκάρφωτου, που έτυχε να τον πάρει τ' αυτί μας) ως έκφραση ενθουσιασμού / επιδοκιμασίας. Εξυπακούεται πως ο ενθουσιασμός / επιδοκιμασία μπορεί να ενέχουν λανθάνουσα ειρωνεία, αν και είναι τις πιο πολλές φορές δύσκολο να χαραχθούν με ακρίβεια τα όρια ανάμεσα στην ειρωνική και τη μη ειρωνική χρήση μιας έκφρασης.

Με δυο λόγια, το «εύκολα» μπορεί να αποδοθεί ως «καλή φάση!», τζάμι, «ωραίος ο παίχτης!», ουάου, «τέλεια!», «ψώνιο!» κ.ο.κ. Διατηρώντας εντούτοις και την ανάμνηση της ορίτζιναλ επιρρηματικής σημασίας του, επισημαίνει ειδικότερα την χαλαρότητα / ευκολία / ανετίλα / στιλ / αρχοντιά / μαγκιά με την οποία επραγματώθη το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης φράσης.

Εκτός από ανταπόκριση σε φιλόδοξη-ματαιόδοξη φραστική πιρουέτα, το «εύκολα!» σκάει επίσης στο καπάκι μιας παλικαριάς / ταρζανιάς/ ζεϊμπεκιάς. Η λειτουργία του είναι ομοίως επιδοκιμαστική. Η ταρζανιά δεν είναι απαραίτητο να ανήκει σε άλλον, αλλά μπορεί να πιστώνεται στον ίδιο τον σχολιαστή της. Εν τοιαύτη περιπτώσει το «εύκολα!», ως αυτοσχολιασμός, ισοδυναμεί με το «είμαι και πολύ γαμάουα!», «φτου σου αγορίνα μου», «καυλώνω με την πάρτη μου», «είμαι θεός ήλιος καλοκαιρινός» κ.ο.κ.

To «εύκολα» απαντάται συνήθως εις το τετράγωνον, ήτοι «εύκολα, εύκολα!» Η επανάληψη προσδίδει αφενός έμφαση στην εκδήλωση ενθουσιασμού, ενώ αφετέρου πιστοποιεί την σλανγκική χρήση του όρου (ενώ το απλό «εύκολα» φαίνεται πιο τετριμμένο και δημιουργεί στους άσχετους την ψευδαίσθηση εξοικείωσης με τη γλώσσα του δρόμου).

Είναι από κείνες τις λέξεις-πασπαρτού που, χωρίς να σημαίνουν και ιδιαίτερα πράγματα, σου κολλάνε μια ορισμένη περίοδο: τις χρησιμοποιείς κατά κόρον μέχρι που σιχαίνεσαι τη ζωή σου (βλ. συναφές σχολιάκι του Τζίζα στο λήμμα τίμιος). Πιο παλιά ένα τέτοιο πασπαρτού ήταν π.χ. το πώρωση / πωρώνομαι/ υπερπώρωση / πωρωτικός κλπ, ενώ σήμερα παίζει άγρια το αλεφάντειο τα πάντα όλα. Όπως όμως όλα τα πράγματα, έτσι κι οι σλανγκιές ζουν μια δική τους ζωή, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις στη χρήση τους. Μια ξεχασμένη έκφραση μπορεί να ξεθαφτεί απ’ το χρονοντούλαπο με ελαφρώς παραλλαγμένη σημασία και να γνωρίσει νέες δόξες. Το σωστό για τις σλανγκιές που παίζουν μέχρι αηδίας για μια περίοδο, δεν είναι να γίνονται totally discarded μετά το πέρας της αρχικής καύλας. Οφείλουμε να τις ενσωματώνουμε φυσιολογικά στον καθημερινό street λόγο μας, χρησιμοποιώντας τις λελογισμένα, εκεί που πραγματικά κολλάνε και χωρίς υπερβολές.

  1. - Φίλε, θυμάσαι την ξανθιά που σου 'πα πως γνώρισα στον Πετρέλη; Της έστειλα και κανονιστήκαμε για σήμερα το βράδυ! Θα φέρει και μια φίλη της λέει!
    - Εύκολα, εύκολα!

  2. (μόλις έχει σκάσει ο φοσμπά)
    - Έλα να γυρνάει!
    - Ρε θηρίο που το κονόμησες το σταφ; - Καλό ε;
    - Μόνο καλό; Αγγελούδι σε λέω…!
    - Εύκολα, εύκολα... (καμαρώνει ο provider)

  3. (στο gym, μετά από επιτυχημένη προσπάθεια στα 140 kg πάγκο)
    - ΕΥΚΟΛΑ, ΕΥΚΟΛΑ! (o επιτυχών με στεντόρεια φωνή, μην τυχόν μείνει κανείς που δεν άκουσε)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν λέμε σε κάποιον να καθήσει ή να περιμένει λίγο.

- Άραγκον ρε μάγκα λίγο να πάρουμε μια ανάσα και την κάνουμε σε 5 λεπτά.

Aragorn (από Hank, 13/02/09)Λουί Αραγκόν. (από Hank, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπασαρχίδικο. Από το ομώνυμο φάρμακο κατασταλτικό του νευρικού συστήματος (γνωστό και ωα ακινετόν).

- Αρντάν ρε μαλάκα, κόφ' το!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άραξε - ηρέμησε. Αυστηρώς από άτομα που ψάχνουν την προσοχή.

- Μου έχει πει ο ένας να πάμε για καφέ, η άλλη για σινεμά με την παρέα της και ο πατέρας μου να τον βοηθήσω στο συνεργείο. Τι να πρωτοκάνω, έλεος.
- Τσίλαρε, θα τα βολέψεις όλα.

Βλ. και τσιλ, τσίλ ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ήρεμα, χαλαρά. Απαντά και σε άλλες παραλλαγές, π.χ. «χαμηλά τη μπάλα», «τη μπάλα κάτω» κλπ. Η έκφραση έλκει την καταγωγή από το χώρο του ποδοσφαίρου. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που ακούμε μαινόμενους προπονητές να ουρλιάζουν στα γήπεδα τις συγκεκριμένες εκφράσεις προσπαθώντας να τιθασεύσουν τους παίκτες τους, που έχουν πάρει αέρα και κάνουν σαλτανάτια και παιχνίδι εντυπωσιασμού κινδυνεύοντας να φάνε γκολ. Εκτός γηπέδου, η έκφραση λέγεται ήρεμα, παραινετικά και συνωμοτικά και κατατείνει σε χαλάρωση ή εκτόνωση φορτισμένης κατάστασης.

  1. - Πώς πάει ρε Μήτσο;
    - Άσε ρε μαλάκα κι εσύ, μας έχει γαμήσει αυτός ο καινούριος! Ανάσα δεν παίρνουμε.
    - Ήρεμα, ρε συ. Τη μπάλα κάτω, μη μασάς. Θα φύγει.

  2. - Δες το μαλάκα, την πέφτει στη Μαρία! Τώρα θα φταίω άμα του σπάσω κανα μπιφτέκι;
    - Έλα, βρε μαλάκα, δεν τη γάμησε κιόλας. Χαλάρωσε, κάτω τη μπάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος δηλώνει με απλό και συνάμα πολύ εκφραστικό τρόπο: Κάνε διάλειμμα. Ο όρος προέρχεται από τις διαφημίσεις της σοκολάτας KitKat που παραπέμπουν στο να κάνει κάποιος διάλειμμα. Το σχετικό σλόγκαν είναι :Κάνε ένα διάλειμμα. Κάνε ένα κιτ κατ.

Αυτό ακούγεται σε κάθε διαφήμισή της. Χαρακτηριστικά θα αναφερθεί η διαφήμιση που αναφέρεται σε μια αγχωμένη υπάλληλο που βάλλεται από δουλειές και παραπέμπεται να κάνει τιγκανά για μπρέικ. Επίσης σε εκείνη που μιλάει για κάποιον που προσπαθώντας να παρκάρει, τρακάρει κατ’ εξακολούθηση, όπως και σε εκείνη που μιλάει για κάποιον τυπά που βλέπει περίλυπος να του ρίχνει τα χαρτιά μια ταρομάντισσα, βγάζοντας φύλλα που τον πάνε από το κακό στο χειρότερο. Ως απάντηση στον νόμο του Μέρφι για αυτούς τους Μητσοτακοχτυπημένους προτείνεται κατεπειγόντως διάλειμμα, ή μ’ άλλα λόγια προσωρινή διακοπή με παρέα το αργό και βασανιστικό φάγωμα μιας KitKat, μήπως π.χ κι ο ανάδρομος Ποσειδώνας σταματήσει να τους ταλαιπωρεί. Ίσως στο μεταξύ ο master of disaster βαρεθεί να περιμένει και πάει αλλού να πει τα κάλαντα.

Σημείωση: κατά την εκφορά του όρου είθισται κάποια παύση μεταξύ της εκφοράς της λέξης κιτ και της λέξης κατ, ώστε να δίνεται έμφαση στο μήνυμα του όρου (κάνε ένα διάλειμμα).

  1. Σεξ με τη Λίλιαν
    Πέρι: - Ρε Λίλιαν χαλάρωσε λίγο τελατίνι μ’ έκανες. Εντάξει η επανάληψη είναι μητέρα της μαθήσεως... αλλά εσύ απ΄τα πολλά σετάκια, της γάμησες τη μάνα. Κράτει πια. Με ξετίναξες.
    Λίλιαν: - Ε τι να σου πω; Κάνε ένα κιτ κατ
    Πέρι: - Και δύο... και τρία... μη σου πω.

  2. Τζιμάκο, αν είσαι τόσο καταπιεσμένος με το διάβασμα κανε ένα κιτ κατ βρε παιδί απόψε. Μην ξεχνάς, ένας μέτρια προς καλά διαβασμένος με διαύγεια μπορεί να πατήσει κάτω έναν άριστα διαβασμένο που έχει καταντήσει κουδούνι... σε μερικά μαθήματα θα σε βοηθήσει πολύ η έμπνευση... το momentum ρε παιδί μου...
    http://www.thelab.gr/showthread.php;t=46915&page=647

  3. Γιατί ο Πρόδρομος (ναι του BigBrother) όταν πάει σινεμά, στο διάλειμμα κοιτάει κάτω; Γιατί άκουσε την διαφήμιση: κάνε ένα διάλειμμα... κάνε ένα κιτ κατ (κοίτα-κάτω).
    http://students.ceid.upatras.gr/~akis/jotd14/0149.html

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified