Further tags

Η πολύ χοντρή γυναίκα που μοιάζει με φάλαινα, η Φάλαινα Άντερσον. Προφ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το φαλαινοθηρικό, χρησιμοποιημένο και από τον Μάρκο Σεφερλή.

Γιατί μπορεί εμείς να είμαστε ένα niche κομμάτι της αγοράς αλλά το βυζί κανείς δε μπορεί να το σνομπάρει, ειδικά αν η βυζοφέρουσα δεν είναι φαλαινοθηλυκό. (Από το θρεντ «Βυζοπούλες σε μπουρδέλα» του μπουρντέλα ντοτ κομ).

(από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο μεγάλες κατηγορίες:

  1. Ο πολιτικός που είναι χαρισματικός, επικοινωνιακός, έχει λέγειν (ή λένιν) και μπορεί να εμπνεύσει τον κόσμο, εν ολίγοις ένας πολιτικός που μαγεύει από τα μπαλκόνια. Για τους επικριτές του μπαλκονάτου, πρόκειται για πολιτικό δημαγωγό και λαϊκιστή που στην Ελλάδα της κρίσης τσουβαλιάζεται και αυτός ενίοτε στους λόγους για τους οποίους φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, καθώς έχει ταυτιστεί με την εϊτίλα, που ενέχεται από ορισμένα αφηγήματα για τα σημερινά δεινά. Νεομπαλκονάτος είναι με αυτήν την έννοια ο πολιτικός που προσφέρει σανχθές στόρι, διεκδικώντας ότι μπορεί και σήμερα να μαγεύει με την αύρα της προσωπικής του γοητείας, ακόμη και μέσα στον ανέραστο οικονομικίστικο κόσμο όπου ζούμε. Σχετική ρίμα: «Νάτος νάτος ο μπαλκονάτος», κατά το «νάτος νάτος ο πρωθυπουργός».

  2. Μπαλκονάτη είναι η γυναίκα με μεγάλα μπαλκόνια, η βυζαρού.

Το επίθετο, όπως διαπιστώνω από το γούγλισμα, μπορεί να έχει και μη μεταφορικές χρήσεις, όπως λ.χ. για να περιγράψει ένα διαμέρισμα, ή μια κουκέτα πλοίου με μπαλκόνι, μια γειτόνισσα που ξημεροβραδιάζεται στο μπαλκόνι για να κουτσομπολεύει κ.ο.κ.

1. α) Η Σύνοδος των G3 και ο «μπαλκονάτος». Οι εκλογές είναι η μπλόφα του συστήματος και ο Αλέξης θα τις ζητήσει μόνο όταν τα γκάλοπ τον δείξουν 10% μπροστά…
Έστειλε και ανοικτή επιστολή δια μικροφώνου στη Μέρκελ, θυμίζοντας τον Βασίλη Λεβέντη στις όχι και τόσο καλές στιγμές του…
Με το αντηλιακό παραπόδα μας ευχήθηκε –με τον τρόπο του- καλό καλοκαίρι. [...]
Το «μπαλκόνι» πάντως το έχει: με εμφάνιση πιτσιρικά, τόνο τσιριχτό, απατημένου αλλά πολιτισμένου συζύγου και διάλεκτο της αριστερής πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ το 1980, όλο το μέλλον είναι δικό του. Το απώτατο…

β) Είτε συμφωνεί κάποιος με τις πολιτικές θέσεις και απόψεις του Βουλευτή Ημαθίας Μιχάλη Χαλκιδη... είτε τον συμπαθεί ή όχι αυτό που αναγνωρίζουν όλοι ακόμα και οι αντίπαλοί του είναι ότι ο εν λόγω πολιτικός έχει πλούσιο πολιτικό λόγο. Αρκετές φορές τον έχουμε ακούσει και έχουμε διαπιστώσει ότι γνωρίζει πολύ καλά να μιλάει σε ένα ακροατήριο. Ο πολιτικός του λόγος έχει δύναμη,πάθος και επιχειρήματα. Αν και έχουμε διαφωνήσει πολλές φορές με τις θέσεις και τις απόψεις του έμπειρου πολιτικού για να είμαστε αντικειμενικοί και δίκαιοι οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι έχει απίστευτη πειθώ όταν μιλάει. Δεν συμβουλεύεται χαρτιά και σπάνια θα τον ακούσεις να κάνει σαρδάμ. Θεωρείται από τους πιο μπαλκονάτους πολιτικούς της Ημαθίας!!!

2. Η «μπαλκονάτη» Βικτόρια πανηγυρίζει τη Eurovision.

Στον καυλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους έχουμε πολιτικούς που συνδυάζουν τις δύο σημασίες της μπαλκονάτης. (από Khan, 18/12/13)Μπαλκονάτη υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων. (από Khan, 19/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ''οπίσθιος'' εξοπλισμός μιας γυναίκας (κοινώς, η κωλάρα.)

Επίσης, ώς έκφραση, «με διπλό διαφορικό», τονίζει την αντοχή και την άνεση, γενικά τις υψηλές επιδόσεις της στο κρεβάτι.

Και στις δύο περιπτώσεις υποδηλώνεται ο παραλληλισμός γυναίκας και οχήματος.

1.Το διπλό διαφορικό της Κίμ Καρντάσιαν.

2. Το σέρβις της δεν παίζεται. Συμμετοχή, όρεξη, ένταση, τραβάει στην ανηφόρα, διπλό διαφορικό κλπ. Κομπλέ.

To χρησιμοποιούσε κι ο Χάρρυ Κλυνν στα έιτιζ (από Khan, 11/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ειρωνείας υπερθετικού βαθμού, αναφερόμενη στην σωματική δύναμη ή/και στη αγριότητα / επιθετικότητα κάποιου. Ενίοτε χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα τα οποία, εάν και έχουν μια εξέχουσα σωματοδομή και φυσική δύναμη, ο εγκέφαλός τους δεν ξεπερνά το μέγεθος φασολιού(βλ. και «μιλάς με γρίφους, γέροντα»).

Πηγάζει από την προφανή παράφραση του γνωστού φανταστικού ήρωα με το όνομα, «Κόναν ο Βάρβαρος», ο οποίος έκανε το ντεμπούτο του σε βιβλία στις αρχές του '30.

Ιστορική αναδρομή της παραφράσεως: η παράφραση, αρχικά, έγινε στον τίτλο του ήρωα, που από «βάρβαρος», έγινε «μάρμαρος» ως εύκολη και επιτυχημένη, αφού με την αλλαγή δυο μόνον γραμμάτων, κρατώντας τον ίδιο αριθμό συλλαβών καθώς και την ηχητική ομοιότητα, κατάφερε να μετατρέψει το νόημα της φράσης σε ειρωνική. Κατόπιν, σε δεύτερο χρόνο, εξίσου απλά και επιτυχημένα, έγινε και η αλλαγή του ονόματος από «Κόναν» σε «Σκόναν» με την αλλαγή ενός μόνο γράμματος και κρατώντας τον ίδιο αριθμό συλλαβών. Η μεγάλη επιτυχία ήταν δε, ότι η παράφραση πλέον έλαμψε και νοηματικά, λόγω της γνωστής συνάφειας που υπάρχει μεταξύ μαρμάρου, και της σκόνης αυτού.

  1. - Ρε κοίτα το χλέμπονα πως χαλβαδιάζει το Λιτσάκι, θα τον σκίσω το πούστη!
    - Μα ποιος είσαι δικέ μου, ο Σκόναν ο Μάρμαρος;

  2. «Έρχεται και ο σφίχτης ωσάν τον Σκόναν τον Μάρμαρο να σπρώξει το αμάξι του που έμεινε, αλλά δε κουνιόταν ντιπ. Πού πα ρε Καραμήτρο, λύσε το χειρόφρενο...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο πιο δόκιμα είναι η μάνα κατά την περίοδο όπου βυζαίνει το μωρό της. Κατ' επέκταση όμως είναι κάθε βυζαρού, η οποία μας ξυπνάει την επιθυμία να γίνει μιλφομάνα μας.

Όπως άλλωστε λέει και το ανέκδοτο:
- Τι κοινό έχουν τα ηλεκτρικά τραινάκια και το γυναικείο στήθος;
- ;
- Και τα δύο είναι φτιαγμένα για παιδιά, αλλά τελικά παίζουν με αυτά μεγάλοι.

  1. Σεβομαι τα φετιχ και τις επιθυμιες σου ,αλλα θεωρω οτι οταν καποιος κοιταζει/ποθει σεξουαλικα μια βυζομανα ειναι «αρρωστημενο» ! Σορυ . (Από το Πουτσοπόλιταν).

  2. Η βυζομανα Geri Halliwell σε κοτερο. (Από σάιτ για ενήλικες).

  3. ρε η δικηγορος η βυζομανα που ειναι μηπως ζωοδοχου πηγης; καμια αλλη να τρεξουμε; (Από θρεντ «Βυζοπούλες γειτόνισσες» γνωστού μπουρδελοσάι).

Η μάνα των βυζομανάδων. (από Khan, 28/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος υπάρχει επειδή:

  • η νοοτροπία της μέσης Ελλεϊνίδας όταν τη ρωτούν «Τι θέλεις πια!!», είναι να απαντά σεμνά και ταπεινά: «Όλα»,
  • ό,τι είναι πολύ για τον μεν, δεν είναι απαραίτητα πολύ και για τον δε, αλλά και τον δήθεν,
  • εδώ στο Νότο που η αγάπη κάνει κρότο, το να μην στρογγυλεύεις τα σγουρά θεωρούνταν ανέκαθεν μέγιστη γυφτιά,
  • σαν λαός ήμασταν του λαρτζ για να ασχοληθούμε με το τι ακριβώς καθάριζαν μπλε και πράσινοι διαπλεκόμενοι και τώρα, που κάτι λίγα μάθαμε και κάτι περισσότερα -πάντα στο περίπου- υποψυλλιαζόμαστε, ντεμέκ σοκαρισμένοι• παλαβώνουμε.

Αποδίδει το νόημα του γκουγκλονούμερου περιορίζοντάς το όμως στον οικονομικο - ψυχολογικό επίπεδο. Έτσι, αφήνοντας στην μπάντα την όποια επιστημονικότητα, απ’ τη μια τονίζει την ύβρη του υπερβολικά συσσωρευμένου πλούτου ..υπερβάλλοντας χαριτωμένα, ζηλιάρικα και αγανακτισμένα κι απ’ την άλλη, αντηχεί τη μίζερη πεποίθηση πως ο υπερβολικός πλούτος παλαβώνει τον κάτοχό του.

Παίζει και με δύο «μ» σαν «παλαβομμύρια».

1. Δεν είναι καν είδηση ότι μια καλοταϊσμένη αγελάδα που κληρονόμησε τα παλαβομύρια από το μπαμπά της (να υποθέσω επειδή δεν τεμπέλιαζε;) έχει τέτοιες απόψεις. Παντού στον κόσμο τα παράσιτα έτσι σκέφτονται κι έτσι εκφράζονται. (…) Οι άλλοι, οι κανονικοί άνθρωποι κι κυρίως όσοι πλούτισαν με την ενεργητικότητα τις ιδέες και τη δουλειά τους δεν εκφράζονται ποτέ με τέτοιο τρόπο -ούτε ο Τζόμπς, ούτε ο Γκέιτς, ούτε ακόμα κι εκείνοι οι παλιοί σχεδόν μυθικοί Ροκφέλερ, Φορντ μιας άλλης εποχής. (περί των προκλητικών δηλώσεων της ζάμπλουτης Αυστραλής Gina Rinehart, ο λόγος)

2. Εδώ ο κόσμος καίγεται και τα μουνιά χτενίζονται. Αυτοί μιλάν για παλαβομύρια ευρώ και τα παππούδια τρώνε από τα σκουπίδια. Πώς το αντέχετε ρε έλληνες αυτό; Τόσο καλοπερασάκηδες είσαστε όλοι σας; Ξυπνήστε ρε!!!!!!!!!!!!!!!! Να τους πάρουμε με τις πέτρες!!!!!!!!!!!!!!

3. Όποιος άρρωστος εγκέφαλος πρότεινε αυτήν τη ρύθμιση, θέλει κρέμασμα. Οι κυβερνητικοί, αποδεικνύοντας ότι μισούν τους ανθρώπους που τα βγάζουν πολύ δύσκολα πέρα, λένε ότι η αύξηση του απαιτούμενου αριθμού ενσήμων θα συμβάλει στην καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και της μαύρης εργασίας… Φταίνε δηλαδή οι εργαζόμενοι που στην Ελλάδα υπάρχουν ένα εκατομμύριο ανασφάλιστοι και πάρα πολλές επιχειρήσεις χρωστάνε παλαβομμύρια στα ασφαλιστικά ταμεία!

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Και στα δικά μας!! (από sstteffannoss, 05/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''…
    Ακριβές απόσπασμα από τον ορισμό του johnblack, ακριβώς δυο έτη πριν. Εν είδει επετειακού σπεκ, τα ακόλουθα λιμά:

  2. Χορεύω. Συνηθίζεται στα Επτάνησα, αλλά με χαρωπή διάθεση κι αλλαχού. Προέρχεται από το ιταλικό ballare κι αυτό απ’ το αρχαίο βαλλίζω «χορεύω» / «χοροπηδώ» κι αυτό από το βάλλω.

  3. Παίζω μπάλα. Αραιά χρησιμοποιούμενο σε ποδοσφαιρικά κυρίως σινάφια, προσθέτει αέρα χορογραφίας στη υπονοούμενη βιρτουόζικη χρήση της μπάλας.

  4. Δίνω σχήμα μπάλας σε κάτι συνήθως εύπλαστο. Χρησιμοποιείται συχνά σε σινάφια αγροτών, συσκευαστών και ζαχαροπλαστών.

  5. Στα σινάφια τραγουδιστών αν η φωνή μπαλάρει σημαίνει πως δεν μπορεί να κρατήσει σταθερά τη νότα στο ύψος που επιβάλλεται, και λικνίζεται κυμαινόμενη κατά ημιτόνιο ή και τόνο απ’ αυτό, πληγώνοντας απαιτητικά αυτιά και τη ματαιοδοξία του αοιδού.
    Το παθαίνουν όσοι προσπαθούν να τραγουδήσουν περισσότερο οξύτονα (ή βαρύτονα) κόντρα στο φυσικό της φωνής τους, αλλά το επιφέρει κι ο χρόνος.

Παίζει και το μπαλάρισμα.

  1. Οι ώμοι μου δείχνουν στενοί και μυτεροί. Έχω μεγάλη πλάτη και είναι πολύ άσχημο να φαίνονται έτσι οι ώμοι μου. Ποιες ασκήσεις να κάνω ώστε να φαρδύνουν να μπαλάρουν σωστά; Κάποιος μου είχε πει να παίζω πολλές πλάγιες εκτάσεις αλτήρων αλλά δεν είδα κανένα αποτέλεσμα. (διεκπεραιωτικά)

  2. Στη συνέχεια στην Κεντρική Πλατεία, όλες οι Φιλαρμονικές θα μας παρουσιάσουν ένα μικρό μουσικό πρόγραμμα και οι μαθητές του Β’ Δημοτικού Σχολείου Ληξουρίου θα πλέξουν και θα ξεπλέξουν το Γαϊτανάκι, ενώ οι μαθητές του Γυμνασίου θα μπαλάρουν τις Καντρίλιες, με δάσκαλο τον Π. Μ.

  3. …ποτέ δεν κρατάει μπάλα για να την κρατήσει και δεν αμύνεται για να αμυνθεί. Μπαλάρει μόνο προς τα μπρος για να βγάλει επίθεση και αμύνεται για να κλέψει και να αιφνιδιάσει.

  4. α. Ζυμώνουμε ξανά στο χέρι και αφήνουμε να ξεκουραστεί για άλλα 30’. Κόβουμε σε τεμάχια των 400 γρ. για μεγάλα και 60γρ. για ατομικά. Τα μπαλάρουμε και τ’ αφήνουμε να ξεκουραστούν για 10’.
    β. Πάει ο λεβέντης να αγοράσει μηχάνημα για το μπαμπάκι. - Αυτό κύριε είναι το καλύτερο, και σε τιμή προσφοράς, το μαζεύει το ξένει το καθαρίζει το ισιάζει το πλένει το μπαλάρει και σου το πετάει έτοιμο. - Μωρ’ τι λες, τα κάν’ ούλ’ αυτά; - Ναι κύριε, και θα το πάρετε σε τιμή ευκαιρίας. - Δε μι λες, πίπις κάν΄; - Ε όχι δα, μηχάνημα είναι κύριε, δεν κάνει τέτοια πράματα. - Άι καλά, θα κρατήσω τ’ς εργάτριις.

  5. Η Μαρινέλλα, αν και με προβλήματα φωνητικά πια - δυσκαμψία, μπαλάρισμα… , αν και με βαριά σιλουέτα πια, αν και κάποτε «απαγγέλλει» τα κείμενά της, κυριαρχεί με το σκηνικό κύρος της.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τι είναι ένα 4 επί 4 στο βυθό;
- Μια τζιπούρα.

- Πώς λέγεται το ψάρι με 4 τροχούς;
- Τζιπούρα.

Τέτοιου είδους σύντομα ανεκδοτάκια-ερωταπαντήσεις (ανήκοντα σε έναν τύπο που μεσουράνησε για κάποιο διάστημα πριν καμιά δεκαετία, βλ. π.χ. καρχαρίνι) δημιούργησαν το μύθο της τζιπούρας.

Η τζιπούρα άρεσε κι επομένως αυτονομήθηκε από το ανεκδοτάκι, αντικαθιστώντας σε αρκετές περιπτώσεις το πολυχρησιμοποιημένο τζιπάρα (κοίτα μια τζιπάρα!).

Εικάζουμε οτι πρωτοχρησιμοποιήθηκε με διάθεση σκωπτική από μη κατόχους τετρακίνητου, αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι κάτοχοι τζιπούρας (τζιπάτοι) πανηγύρισαν το χαρακτηρισμό και τον έκαναν παντιέρα τους, ακυρώνοντας έμπρακτα το όποιο αρχικό μειωτικό περιεχόμενό του.

Συγκεκριμένα τώρα, η τζιπούρα δεν είναι ένα οποιοδήποτε τετρακίνητο (π.χ. Lada Niva), αλλά το ευμέγεθες και πολυτελές τζιπ, με κινητήρα αρκετών χιλιάδων κυβικόπουλων (από τρίλιτρο βασικά και άνω), που ακτινοβολεί χλιδή και πιστοποιεί την οικονομική επιφάνεια του κατόχου, που ακούμπησε στο δρόμο λεφτά που σήμερα αγοράζουν άνετα πεντάρι στα Πατήσια.

Υπάρχει μια τεράστια φιλολογία περί τζιπάτων, για τη σχέση τους με το αντικείμενο του πόθου τους, την επιδειξιομανία τους και χλιδαμπουριά τους, τον κωλοπαιδισμό τους, τις μυκονιάτικες και αραχωβίτικες «αποδράσεις» τους, όλα χρονολογούμενα απ' τη χρυσή εποχή του κωστοπουλισμού / λαμογίστικου νεοπλουτισμού-οικονομισμού / ύστερου παπανδρεϊσμού και πρώιμου σημιτισμού, εκεί στις αρχές των ενενήντα. Αντιστεκόμεθα στον πειρασμό να επεκταθούμε, υπάρχει άλλωστε το οικείο λήμμα για όποιον επιθυμεί να συνεισφέρει στη σχετική φαινομενολογία.

Πριν σκάσουν μύτη στα καθ' ημάς τα θηριώδη Hummer (απ' τα οποία μόνο το πολυβόλο λείπει για να πας να πολεμήσεις στο Ιράκ) η υπέρτατη τζιπούρα ήταν το πορσικό Καγιέν, το οποίο πλέον απαντά συχνά ως Κουγιέν, εκ της σύνδεσής του με τον γνωστό πιθηκότροπο ποινικολόγο.

  1. Ειναι πολυ σπαστικο οταν γυριζεις απο την εκδρομη να εισαι σε μια καθαροαιμη τζιπουρα που ειτε μουγκρίζει ανυποφορα μετα τις 1000 στροφες (grand vitara- εχω και γω και θελω να το πουλησω) ειται κουνιέται σα βάρκα( LC, Pajero κλπ δυναμεις) ωστε να σε πιανει ναυτια αν δεν θες να σε περνανε τα 206 στο δρομο.
    (φόρουμ 4 τροχοί)

  2. ΤΣΟΥΠ… ρίχνουμε τα τέλη κυκλοφορίας για να τονωθεί η αγορά… και ως γνωστόν ο έλληνας με το πάθος και το φετίχ με τις ΤΖΙΠΟΥΡΕΣ πάει και αγοράζει το κάρο.
    (μουρμουρ.γρ)

  3. χθες σταματησε μια τζιπουρα και μου λεει ενας πολλα βαρυς αντρας απο μεσα....
    θηλυκια ειναι;
    Ναι
    Μου τη δινεις για ζευγαρωμα; (σκυλο-φόρουμ)

  4. και ξαφνικά στρίβει ένα τζιπ με φόρα από το φανάρι και φρενάρει απότομα στην πλατεία. Τζιπ. Τι τζιπ! Τζιπούρα!! Τανκς που θαρρείς γαμούσε κι έδερνε το οδόστρωμα. Και κατεβαίνει κύριος κοντός, χοντρός, με γυαλί με χρυσό σκελετό που άστραφτε και βρόνταγε και μπλούζα με άλογο τεράστιο σαν χλαπάτσα στο στήθος.
    (προταγκον.γρ)

  5. Ο,τι λογο εχει ο αυτοκινητιστης πολης να κυκλοφορει με την 4x4 τζιπουρα εχει και ο μηχανοβιος να κυκλοφορει με την γουρουνα
    (νοιζ.γρ)

Hint: οδηγεί τζιπούρα Κουγιέν (από Vrastaman, 10/04/11)Hint: οδηγεί τζιπούρα Κουγιέν (από Vrastaman, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύμμειγμα (αγγλιστί, portmanteau word) από το σεντόνι και - διαλέγετε και παίρνετε - την Ιλιάδα, την Αινειάδα, την Ιερεμιάδα, κάτι όχι μικρό, τέλος πάντων.

(Για τον όρο portmanteau word και την απόδοση του στα Ελληνικά δείτε εδώ κάποια σχόλια στο translatum.gr)

Σύμφωνα με το λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη, σεντόνι, πέραν του προφανούς, σημαίνει και «κείμενο εξαιρετικά εκτεταμένο (ανακοίνωση, άρθρο κτλ.) σε εφημερίδα ή σε περιοδικό». Ο συμφυρμός ενός σεντονιού, που ήδη μακρηγορεί ως μη έδει, με, ας πούμε, την Ιλιάδα των 15.000 αράδων παράγει τον όρο σεντονιάδα.

Είναι ένας χαρακτηρισμός πολύ παραστατικός και πολύ καυστικός. Το απλό σεντόνι αναφέρεται σε ένα κείμενο μεγάλο, με διάθεση ελαφρά σκωπτική. Η σεντονιάδα, όμως, είναι ένα γραπτό που δοκιμάζει την ανθρώπινη αντοχή όχι μόνο με την έκτασή του αλλά και με την κακοτεχνία, την περιττολογία και την ανιαρότητα του. Αλλά, επιπλέον, είναι και ένα γραπτό όπου αποτυπώνεται ανάγλυφα η μεγάλη ιδέα που έχει ο συγγράψας για τον εαυτό του και το πόνημά του - και αυτό το κάνει ακόμη πιο ενοχλητικό.

Οι όροι σεντόνι και σεντονιάδα προέρχονται, όπως λέει και το λεξικό, από τον χώρο του Τύπου. Ήταν σε χρήση, σίγουρα, από την δεκαετία του '70 και είναι πιθανώς πολύ παλαιότεροι. Στις εφημερίδες τους μεταχειρίζονταν (και μεταχειρίζονται) οι δημοσιογράφοι, με την γνωστή αβρότητα με την οποίαν σχολιάζουν την δουλειά των συναδέλφων, και επίσης, στάζοντας ακόμη περισσότερο δηλητήριο, οι διορθωτές και οι υλατζήδες που τρώνε λούκι για να σουλουπώσουν τα ασουλούπωτα.

Για το πώς προέκυψε η παρομοίωση με το σεντόνι (του κρεβατιού), έχω ακούσει δυο εκδοχές:

  • Το σαλόνι μιας μεγάλου σχήματος εφημερίδας απλωμένο στο φουλ πλησιάζει σε διαστάσεις το σεντόνι - λέμε τώρα. Ένα άρθρο που πιάνει όλο το σαλόνι είναι σεντόνι.
  • Σεντόνι λεγόταν το ρολό στα τηλέτυπα καθώς ξετυλιγόταν - στην προ φαξ εποχή στα τηλέτυπα ερχόνταν οι ατελείωτες ανταποκρίσεις των πρακτορείων, οι ανακοινώσεις τύπου κλπ.

Προκρίνω την πρώτη ως προγενέστερη.

Σχετική με τη δεύτερη είναι και η χρήση που αναφέρει ο στέφανος εδώ και που αναφέρεται, νομίζω, στα πάκα διάτρητου χαρτιού που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί εκτυπωτές.

Ο όρος σεντονιάδα χρησιμοποιείται πλέον εκτεταμένα και για ηλεκτρονικά κείμενα. Δυο-τρεις οθονιές μίνιμουμ, θα 'λεγα.

Όταν η σεντονιάδα είναι δική μας, είθισται να συντάσσεται με τη λέξη «συγνώμη».

  1. Φιλική συμβουλή προς όλους: Προσπαθήστε να εκφρασθείτε όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Χίλιες λέξεις δεν είναι λίγες. Στο κάτω κάτω, το μεγάλο κοινό δύσκολα διαβάζει μια σεντονιάδα. Είναι ο μόνος όρος που θέτουμε, για να υπάρξει χώρος και για άλλους αρθρογράφους. (Παραινέσεις προς επίδοξους αρθρογράφους, από την Ελευθεροτυπία, φύλλο της 21/2/2001, εδώ - το κειμενάκι έχει πλάκα).

  2. Ηθελα πάρα πολύ να ανοίξουμε το μπλογκ με μια σεντονιάδα όλων των νυχτερινών περπατημάτων ενός καυτού καλοκαιριού που μας λείπει ήδη. (Από εδώ - το μπλογκ λέγεται τα Σεντόνια της Αφροδίτης).

  3. Αγαπητέ Shadow , κατ αρχάς συγνώμη για την σεντονιάδα, δεν το έκανα για να αποκρύψω οτιδήποτε αλλά στη παρούσα φάση όπως εξελίχθηκε το τοπίκιο δεν μπορούσα ούτε να το μικρύνω ούτε να το μεγαλώσω και άλλο. (Από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που καθιερώθηκε από τον προπονητή Νίκο Αλέφαντο, όπως και τα μάθε μπαλίτσα και τα πάντα όλα. Σημαίνει κάποιον που είναι καταπληκτικός, πάρα πολύ καλός, μεγαλειώδης, και άλλα υπερθετικά, όπως ούμπερ, έξτρα πρίμα γκουντ, κάτσε κάλλιστα, με λίγα λόγια υστερεί μόνο έναντι του Vankouf, του Chuck Norris και του Μάκη, ενώ παίζει μπάλα κάπου στο επίπεδο του Βέλτσου και του Τάκη Τσουκαλά.

Συνώνυμα: τιτανομέγιστος, γιγαντομέγιστος κ.τ.ό.

  1. O ΕΝΑΣ,Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ,Ο ΤΙΤΑΝΟΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΤΟΝΙΣ ΣΦΗΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ! (Εδώ).

  2. Ο τιτανοτεράστιος ηγέτης (κοινώς “κωλοτούμπας”) προτείνει κατάργηση συντάξεων (εδώ).

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified