Further tags

Ο βλάχος ο Έλλην που ζει και εργάζεται στην Γερμανία. Έχει πάρει την γερμανική κουλτούρα, και όταν επιστρέφει στην Ελλάδα το παίζει υπερόπτης με το μερσεντόνι του (γερμανικά νούμερα) και το σπίτι στη Γερμανία με δωρικούς ρυθμούς και συνήθως είναι ιδιοκτήτης γκρηκ εστιατορίων με κολώνες και ονομασίες όπως «Άρτεμις», «Αφροδίτη» κτλ κτλ.

Πόλυ λάζο (το ίδιο με βλαχοντόιτς) είναι αυτός!

Δες και λαζογερμανός, λαζοντόιτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βλάχος, μα και πολύ χωριάτης συνάμα, στη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τη γλώσσα ή συνδυσμό τους.

-Έσκασε ένας βλαχωριάτης στην αντιπροσωπία το πρωί και με ρώταγε αν έχω τη M3 «σιμπιζάκι»!
-Και;
-Του είπα να πάει δίπλα στα τυριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά ο ρωμιός ως βρωμερός, υστερημένος και υποανάπτυκτος που ζέχνει το χνώτο του.

Δεν βρήκα διαδιχτυακά ευρήματα, ωστόσο το έχω ακούσει ως ανήκον στο ντίσκουρς δυτικόφιλων που παίρνουν έτσι (μια έστω ασθενή) ρεβάνς για τους πάμπολλους χαρακτηρισμούς που τους επιδαψιλεύουν Ελληναράδες και Ρωμιολάγνοι, όπως κουτόφραγκοι, αμερικανάκια, αμερικλάνοι, ευρωλιγούρηδες, εθνομηδενιστές, ανανιστές κ.ά. Δεν αποκλείω, πάντως, ο όρος να έχει προέλθει και από τους ίδιους τους Ρωμιολάγνους, καθώς ο συνδυασμός αυτοδοξασμού και αυτομεμψίας είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικός του Νεοέλληνα-Νεορωμιού. Λ.χ. υπάρχουν ακραιφνείς οπαδοί της ιδεολογίας της Ρωμιοσύνης, που πανηγυρίζουν τον χαρακτηρισμό P.I.I.G.S. στη λογική ότι επιτέλους λέγεται η αλήθεια ότι δεν είναι δυνατό να συνυπάρξουν οι Φράγκοι με τους Ρωμαιοκέλτες. (Όπου Ρωμαιοκέλτες βλ. Ρωμιούς-Έλληνες, Κέλτες Ιρλανδούς, και νταξ Ιταλούς, Ισπανούς και Πορτογάλους που παρά το πέρασμα γερμανικών φύλων, όπως οι Λογγιβάρδοι, οι Οστρογότθοι, οι Βησιγότθοι, οι Βάνδαλοι και οι Σουαβοί είναι και καλά βαθιά εκλατινισμένοι και ρωμιοί στο φυλετικό τους υπόστρωμα και την κουλτούρα τους).

- Καλά, δεν λέω, κακώς επιτέθηκαν οι Αμερικανοί στο Ιράκ, αλλά οι μεγάλοι πολιτισμοί είναι συνυφασμένοι με την επεκτατικότητα. Μην ξεχνάμε και τον διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους.
- Ε όχι κι εσύ, ρε Δημήτρη, όχι κι εσύ αμερικανάκι!
- Καλύτερα αμερικανάκι φίλε μου παρά βρωμιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που για διάφορους λόγους γίνεται για πρώτη φορά μητέρα σε μεγάλη ηλικία. Παρόλο που αυτό τείνει πια να γίνει κανόνας, υπάρχουν πολλοί, κυρίως γυναίκες, που χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό κατά κόρον.

  1. - Ρε συ κάνε κανα παιδάκι ρε Αλίκη, κοντεύτεις να μπεις στην κλιμακτήριο... Τι θες, να γεράσεις μόνη σου;
    - Και τι, ρε συ Κική, θα γίνω γεροντομάνα μόνο και μόνο για να με ξεσκατώνει το έρμο όταν θα γεράσω; Θα πηγαίνει σχολείο και θα έχει την εξηντάρα να το περιμένει απ' έξω; Για σύνελθε!

  2. - Ρε πούστη μου, τα πήρα στο κρανίο! Πήγα χθες στο μαιευτήριο να δω την Αλίκη που γέννησε και βλέπω στα πόδια του κρεβατιού της μια πινακίδα που έλεγε «Ηλικιωμένη μητέρα»! Αν είναι δυνατόν, τους πούστηδες του γιατρούς, να το λένε έτσι!
    - Ε τι ζόρι τραβάς και συ; Αφού η Αλίκη περίμενε να πάει σαράντα εφτά για να κάνει παιδί. Είναι η απόλυτη γεροντομάνα!

Mrs Robinson η μαμα όλων των Μιλφείγ (από Vrastaman, 02/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαδερφάκι του γκαζοφονιά.

Οpel manta και εξάτμιση μπουρί ο γκαζόβλαχος!

(από βουκεφάλας, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι γκέι και σαδομαζοχιστής ταυτόχρονα.

- Τά 'μαθες, ο Γιώργος είναι γκεϊστάπο!!!
- Έλα ρε από πότε;
- Από τότε που τον γάμησα κανονικά και μετά τον γάμησα και στο ξύλο.
- Εμ τα ήθελε ο κώλος του.

(από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωρικός, ο Μπουρτζόβλαχος, ο τσέλιγκας.

Σύνθετη λέξη, με πρώτο συνθετικό παράγωγο από το αξεσουάρ του βοσκού, την γκλίτσα, και δεύτερο συνθετικό το αγγλικό boy. Είναι το άτομο που δείχνει από χιλιόμετρα την βουκολική του καταγωγή με διάφορες συμπεριφορές και τάσεις μέσα στο αστικό γίγνεσθαι!

- Πολύ γκλιτς-μπόυ το άτομο, από πού κατέβηκε; Μόνο το ταγάρι του 'λειπε!

Σχετική έκφραση στην αγγλική: You can take the boy away from the village, but you can never take the village away from the boy.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γριάλιτι, γρια-lity

Ριάλιτι με γρέντζες και γιαγιόνια που άμα λάχει μπορεί να αποδειχθούν και κουγκαρονίντζα.
Στην Αμερική το ριάλιτι παιχνίδι Extreme.Cougar.Wives έχει προκαλέσει αίσθηση και πολλά σχόλια, γιατί το βασικό του θέμα είναι οι ερωτικές σχέσεις ηλικιωμένων γυναικών με πολύ νεαρούς άνδρες. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις οι διαφορές ξεπερνούν και τα 40 χρόνια.
Στα καθ' ημάς, ο όρος υπάρχει πριν το 2004 ("Άγαμοι Θύται"), αλλά έγινε βάιραλ μετά την ανάδειξή του από το ράδιο Αρβύλα:
ΡΑΔΙΟ ΑΡΒΥΛΑ - Γριάλιτι show

από το δίχτυ:

  • Το πρόγραμμα των Αγάμων είναι αρκετά πλούσιο και περιλαμβάνει παλιά και νέα επεισόδια. Ο Ιεροκλής παρλάρισε ωραία με τρεις περσόνες: ως κλασική γιαγιά [γριάλιτυ σώου], ως γιεγιές νονός [και yes και no] και ως Ανέστης [γκαλοπάκιας βραδύγλωσσος]. Πολύ πετυχημένο ήταν επίσης και το τρίδυμο Ιεροκλήξ- Σταροβελίξ - Κακοφωνήξ [Κορμανός] που κατέβηκε στην Αθήνα για το Άουτλουκ και τα μεταλλαγμένα καρπούζια του. (εδώ)"

  • Έριξα ένα μικρό zapping στα δορυφορικά κανάλια και αποχαυνώθηκα με το γνωστό ολλανδικό γριάλιτυ “Time to Say Good Bye”, στο οποίο διάφοροι υπέργηροι παίχτες προσπαθούν να πεθάνουν ο ένας τον άλλο μια ώρα αρχύτερα. (εδώ)

παραδείγματα για τον τουίτι:

  • Και απο την αλλη Τεταρτη το νεο γρια-lity με την Αννα Βισση...στεη τιουντ

  • Μα δεν το βλέπουν οι καναλάρχες; Τα ριάλιτι ως σήμερα απέτυχαν να αγγίξουν την τρίτη ηλικία. Ποιος θα σκεφτεί τα γριάλιτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γροθοπιτάκια προέρχονται απο την λέξη γρόθος και είναι πλέον ένας ζωντανός θρύλος στην Κρήτη. Είναι μάστ, πρέπον δηλαδή, όποιος κρητικός επισκεφτεί το νομό Θεσσαλονίκης ή ακόμη γενικότερα την Μακεδονία να κάνει το παρωχημένο πια αυτό καλαμπούρι στον χ βορειοελλαδίτη εστιάτορα ή γκαρσόν.

Τα γροθοπιτάκια απ' όσο γνωρίζω ανακαλύφθηκαν μέσα στην δεκαετία των '80, όπου η πενταήμερη ήταν ένα δρώμενο στο οποίο ο καθένας έδινε ό,τι καλύτερο διέθετε από χιούμορ και το άλεθε με αυτό των υπολοίπων. Θα το είπε κάποιος με αρκετό θράσος και καθώς η απορία του σερβιτόρου ήταν αστεία, επέτρεψε στο αστείο να συνεχιστεί στις επόμενες δεκαετίες.

Και τώρα για να λύσουμε την απορία όσων δεν γνωρίζουν την πλάκα, έχει ώς εξής: εμείς με μία παρέα κρητικών (ακροατήριο) μπουκάρουμε μέσα σε ένα σουβλατζίδικο/ εστιατόριο / φαστφουντάδικο κλπ της όποιας Βορείου Ελλάδος πόλης που βρισκόμαστε. Όταν ο σερβιτόρος έρθει να πάρει παραγγελία, εμείς απαιτούμε τα γροθοπιτάκια. Όταν εκείνος με απορία μας κοιτάξει θα τον κατακρίνουμε που δεν τα πουλά και θα τον γελοιοποιήσουμε μπροστά στο ακροατήριό μας (που μπορεί αναλόγως τα ντεσιμπέλ της φωνής μας να έχει επεκταθεί στα γύρω τραπέζια) που σε ολόκληρο φαγάδικο δεν πουλά γροθοπιτάκια. Πριν αρχίσουν να ανάβουν τα αίματα εκμεταλλευόμαστε τη σωστή στιγμή (τάιμινγκ αγγλιστί) και χασκογελάμε σα βλάκες.

Για όσους Σαλονικιούς παύλα βορειοελλαδίτες έχουν υποστεί αυτή τη (βλαμμένη) πλάκα, μπορώ να σας ενημερώσω ότι γροθοπιτάκια ουδέποτε υπήρξαν σε κανέναν νομό της Ελλάδας, πόσο μάλλον της Κρήτης.

Η όλη πλάκα πιθανόν να ήταν ένα γλωσσικό ξέσπασμα καθότι είναι αρκετά συχνό εμείς οι Κρητικοί να επισκεπτόμαστε την Μακεδονία και να μην καταλαβαινόμαστε καθόλου με τους ντόπιους. πχ. -κρητικός: «κράτα μου δύο μπίρες» = φέρε μου δύο μπίρες. ή -κρητικός: «ψήλωσέ το» = δυνάμωσέ το. κλπ κλπ.

«Ίντα μου λες μωρέ γκαρσόνι τση πλάκας απου δεν έχεις λέει γροθοπιτάκια;;; Άμενε στο διάτανο εσύ κι όλο σου το μαγαζί!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.

Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified