Further tags

Όρος που απαντάται κυρίως στις πολυτεχνικές σχολές ανά την Ελλάδα και ειδικότερα σε μερικές που ο αναγνώστης θα καταλάβει αμέσως ποιες είναι μόλις επεξηγηθεί το λήμμα. Αναφέρεται σε γυναίκες τύπου καμπιονάτο χαρακτηρίζοντας την εμφάνισή τους και δημιουργείται από την σύμπτυξη των λέξεων σκατά - όψη. Παρατηρήστε την υποσυνείδητη διπλή έννοια που κατευθείαν προδίδει ότι πρόκειται για slang πολυτεχνείου. Μάλιστα η συχνότητα χρήσης της είναι τόσο μεγάλη που τείνει να ξεπεράσει θρυλικές άλλες λέξεις - φράσεις όπως «μαλάκας» ή «δεν έχω γκόμενα». Συνήθως ακούγεται από φοιτητές που σχολιάζουν τις διερχόμενες φοιτήτριες από κάποιο ύψος.

- Βαρέθηκα με την Στατική Μηχανική Ρευστών Σωματικών Υγρών 2 ρε φίλε, πάμε στο μπαλκόνι της βιβλιοθήκης να κόψουμε κίνηση;
- Τι λες ρε, να πήξουμε στην σκάτοψη; Πάμε καλύτερα από την φιλοσοφική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γροθοπιτάκια προέρχονται απο την λέξη γρόθος και είναι πλέον ένας ζωντανός θρύλος στην Κρήτη. Είναι μάστ, πρέπον δηλαδή, όποιος κρητικός επισκεφτεί το νομό Θεσσαλονίκης ή ακόμη γενικότερα την Μακεδονία να κάνει το παρωχημένο πια αυτό καλαμπούρι στον χ βορειοελλαδίτη εστιάτορα ή γκαρσόν.

Τα γροθοπιτάκια απ' όσο γνωρίζω ανακαλύφθηκαν μέσα στην δεκαετία των '80, όπου η πενταήμερη ήταν ένα δρώμενο στο οποίο ο καθένας έδινε ό,τι καλύτερο διέθετε από χιούμορ και το άλεθε με αυτό των υπολοίπων. Θα το είπε κάποιος με αρκετό θράσος και καθώς η απορία του σερβιτόρου ήταν αστεία, επέτρεψε στο αστείο να συνεχιστεί στις επόμενες δεκαετίες.

Και τώρα για να λύσουμε την απορία όσων δεν γνωρίζουν την πλάκα, έχει ώς εξής: εμείς με μία παρέα κρητικών (ακροατήριο) μπουκάρουμε μέσα σε ένα σουβλατζίδικο/ εστιατόριο / φαστφουντάδικο κλπ της όποιας Βορείου Ελλάδος πόλης που βρισκόμαστε. Όταν ο σερβιτόρος έρθει να πάρει παραγγελία, εμείς απαιτούμε τα γροθοπιτάκια. Όταν εκείνος με απορία μας κοιτάξει θα τον κατακρίνουμε που δεν τα πουλά και θα τον γελοιοποιήσουμε μπροστά στο ακροατήριό μας (που μπορεί αναλόγως τα ντεσιμπέλ της φωνής μας να έχει επεκταθεί στα γύρω τραπέζια) που σε ολόκληρο φαγάδικο δεν πουλά γροθοπιτάκια. Πριν αρχίσουν να ανάβουν τα αίματα εκμεταλλευόμαστε τη σωστή στιγμή (τάιμινγκ αγγλιστί) και χασκογελάμε σα βλάκες.

Για όσους Σαλονικιούς παύλα βορειοελλαδίτες έχουν υποστεί αυτή τη (βλαμμένη) πλάκα, μπορώ να σας ενημερώσω ότι γροθοπιτάκια ουδέποτε υπήρξαν σε κανέναν νομό της Ελλάδας, πόσο μάλλον της Κρήτης.

Η όλη πλάκα πιθανόν να ήταν ένα γλωσσικό ξέσπασμα καθότι είναι αρκετά συχνό εμείς οι Κρητικοί να επισκεπτόμαστε την Μακεδονία και να μην καταλαβαινόμαστε καθόλου με τους ντόπιους. πχ. -κρητικός: «κράτα μου δύο μπίρες» = φέρε μου δύο μπίρες. ή -κρητικός: «ψήλωσέ το» = δυνάμωσέ το. κλπ κλπ.

«Ίντα μου λες μωρέ γκαρσόνι τση πλάκας απου δεν έχεις λέει γροθοπιτάκια;;; Άμενε στο διάτανο εσύ κι όλο σου το μαγαζί!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά αντιστοιχία με τα ουζερί (το μέρος όπου τρώμε και πίνουμε ούζα), κρεπερί (το μέρος όπου τρώμε κρέπες ), πατισερί (το μέρος που τρώμε γλυκά), ουκρανιζερί είναι το μέρος που τρώμε ουκρανέζες (βλέπε και κωλάδικο). Για να είμαστε όμως πιο ακριβείς ουκρανιζερί είναι το μέρος που μας τα τρώνε οι ουκρανέζες (τέλεις χορό;)

- Ρε μάγκες ο Γιάννης παντρεύεται το άλλο Σάββατο. Που λέτε να πάμε για μπάτσελορ;
- Δικέ μου ξέρω μια ουκρανιζερί στη Συγγρού άλλο πράγμα. Σερβίρει τα καλύτερα κομμάτια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαδερφάκι του γκαζοφονιά.

Οpel manta και εξάτμιση μπουρί ο γκαζόβλαχος!

(από βουκεφάλας, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πας μη Έλλην. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλλοδαπό, κυρίως Βαλκάνιο και Ανατολικοευρωπαίο, αλλά και Δυτικοασιάτη. Η λέξη αποτελεί εφεύρεση του Φουσέκη. Μπορεί να παραπέμψει και σε αλλοδαπές εγκληματικές μορφές. Μεγεθυντικό: ατζγκόνιαρος. Άκλιτο (πληθυντικός: οι ατζγκόνια).

- Καλά ρε μαλάκα Αλμπέρτο, γιατί λαχάνιασες;
- Ασ' τα! Μου την πέσανε κάτι ατζγκόνια για να μου κλέψουν το κινητό και τρέχω να τους ξεφύγω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι γκέι και σαδομαζοχιστής ταυτόχρονα.

- Τά 'μαθες, ο Γιώργος είναι γκεϊστάπο!!!
- Έλα ρε από πότε;
- Από τότε που τον γάμησα κανονικά και μετά τον γάμησα και στο ξύλο.
- Εμ τα ήθελε ο κώλος του.

(από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σκοπιανός.

Μας ζαλίσανε τα αρχίδια οι φυροματσεντόνες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βλάχος που κατέβηκε απο το χωριό του και (προσπαθώντας αποτυχημένα να κρύψει την καταγωγή του) το παίζει γαμπρός, γκομενιάζει, ντύνεται σαν το καρναβάλι κλπ.

Παντού υπάρχει ένας κλαρινογαμπρός.

Βίκτορ από Ατίθασα Νιάτα, ένδοξος κλαρινογαμπρός της έρλι ναϊντίλας. (από Khan, 28/12/12)Κι ο Ιππότης της Ασφάλτου από την ακόμη πιο ένδοξη εϊτίλα! (από Khan, 28/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντομος προβληματισμός. Δηλώνει την απώλεια ικανότητας να επιτευχθεί το ζητούμενο αποτέλεσμα.

(Πιτσαδόρος) - Σας δίνουμε δώρο 1,5 λίτρο Coca Cola.
(Αλβανός) - 1,5 λίτρο; Ε ΠΟΖΕΡΕ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι γεμάτη.

Καλή, αλλά είναι λίγο χοντρομούρω.

Ναι μεν, αλλά, αν σου κάτσει; (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published