Ο Ινδο-Πακιστανο-Νεπαλεζο-Μπαγκλαντέζος. Συναντάται και σε αρσενικό και ουδέτερο γένος και η λέξη είναι αμετάβλητη στον πληθυντικό (ο/η/το/τα Dándiri).

  1. (σταματημένος σε κόκκινο φανάρι, στο συνοδηγό) - Έρχεται το ντάντιρι, έχεις ψιλά να μου κάνει τα τζάμια;

  2. Δεν πρόλαβα να πάω σε ανθοπωλείο να της πάρω λουλούδια, τα πήρα από ντάντιρι σε φανάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευτόμπατσος, το αποπαίδι της μπλε φυλής.

Κατά τον νόμο δεν συγκαταλέγεται στα όργανα της τάξεως, αλλά στο προσωπικό ασφαλείας, μαζί με τους ρεσεψιονίστ και τις καθαρίστριες, εξ ου και χλευάζεται περισσότερο από τα μέλη της φυλής του παρά από τους απέξω. Κακώς βέβαια γιατί η εκπαίδευσή του είναι ιδιαιτέρως σκληρή. Ενίοτε αποκαλούμε έτσι τους μπάτσους για να τους μειώσουμε.

Σλανγκικώς, χρησιμοποιείται αντικαθιστώντας το μπάτσος και τα παράγωγά του, όταν θέλουμε να δώσουμε μία ανάλαφρη νότα, μια χαριτωμενιά ή την αίσθηση απαξίωσης:
«Σεκιουριτάς στ’ αρχίδια μας», «καθίστε καλά δεν θα σας κάνω εγώ τον σεκιουριτά», «- θα φωνάξω την αστυνομία - σιγά μην φωνάξεις και τα σεκιούριτι» κλπ. Σπανιότερα δε, αντικαθιστά τον ρουφιάνο, με την έννοια ότι κάθεται στην γωνία και κόβει κίνηση, κάνει δηλαδή την δουλειά μίας κάμερας ασφαλείας.

Το ΠροΠο, οι καραφλοί, τα ΜΜΕ και οι εταιρίες που τους εκμεταλλεύονται, προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν είμαστε ασφαλείς και μας πουλάν την ψευδαίσθηση ότι βάζοντας έναν μπάστακα και μία κάμερα σε κάθε γωνία θα μπορούμε να κυκλοφορούμε ακόμα και το βράδυ χωρίς να φοβόμαστε, γιατί τώρα φοβόμαστε…

Οι μόνοι που δέχονται την αναγκαιότητα και την χρησιμότητα των σεκιουριτάδων είναι οι ίδιοι που δέχονται και την χρησιμότητα των μπάτσων, των δημομπάτσων, των τροχόμπατσων, των λιμενόμπατσων και, τέλος πάντων, όλων των σωμάτων ασφαλείας, δηλ οι μπατσόκαρδοι, οι στρατόκαυλοικαι οι φιλήσυχοι πολίτες.

Διακρίνονται δύο υποομάδες, πολλές φορές αναγνωρίσιμες και με γυμνό μάτι, όχι μόνον λόγω σωματικής διάπλασης (που δεν είναι ασφαλές κριτήριο, άλλωστε και τα φαινόμενα απατούν και δεν πρέπει να κρίνουμε από το πακέτο), αλλά κυρίως από το βλέμμα τους:

*[i]Υποομάδα 1: οι συμπαθείς*[/i]

«τι να κάνω ρε παιδιά, ένα μεροκάματο πάω να βγάλω μέχρι να βρω μία δουλειά της προκοπής. Ο φίλος σου που δουλεύει στην πιτσαρία δεν μπορεί να με συστήσει για ντελιβερά; Να του δώσω ένα βιογραφικό;»

Αποφεύγουν να κοιτάξουν τον πολίτη στα μάτια παρά μόνον εάν δουν ότι ζητά πληροφορίες. Δεν είναι από φόβο, είναι από ντροπή μήπως συναντήσουν κάποιον γνωστό τους.

Είναι αυτοί που όταν δουν να μπαίνει στον χώρο δικαιοδοσίας τους «ύποπτο άτομο»(*) θα γυρίσουν την πλάτη με την πρόφαση ότι θέλουν να βοηθήσουν την γιαγιά που ψάχνει να βρει το ασανσέρ, να χαϊδέψουν το παιδάκι που περνάει δίπλα τους κλπ. Δεν αντέχουν πολύ, αφού ούτε οι ίδιοι δεν πιστεύουν στην αναγκαιότητα της ύπαρξής τους, και μετά από μερικούς μήνες παραιτούνται (υπάρχουν και τέτοιοι μπάτσοι, αλλά αυτοί δεν έχουν τρόπο διαφυγής, μετά από χρόνια στα θρανία και όνειρα για μονιμότητα το μόνο που τους απομένει είναι είτε να αλλάξουν και να γίνουν ίδιοι με τα σκατά είτε να έχουν την κατάληξη του Σέρπικο).

Είναι οι μόνοι απ΄ όλα τα σώματα ασφαλείας που δεν ρίχνουν ξύλο αλλά σερβίρουν και προστατεύουν.

(*) Ως «ύποπτα» θεωρούνται τα άτομα που είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν το μετρό χωρίς να χτυπήσουν εισιτήριο, να μπουν σε δημόσια υπηρεσία και να απαιτήσουν να εξυπηρετηθούν, ή που κρίνεται ότι δεν θα ξοδέψουν αρκετά ώστε να θεωρηθούν καλοί πελάτες.

*[i]Υποομάδα 2α: οι θέλω-να-γίνω-μπάτσος-στην-θέση-του-μπάτσου*[/i]

«...να με έβλεπες εμένα στα ΟΥΚ… αλλά δεν είχα μυαλό να παραμείνω, μπορεί τώρα να ήμουνα δεκανέας… είναι και που δεν έβγαλα και το γυμνάσιο…»

Ανθρωπότυπος Κ.Δ.Ο.Α., έχουν υπηρετήσει στα κομάντα και ήταν η ωραιότερη περίοδος της ζωή τους.

Οποιοσδήποτε βρεθεί στον χώρο που φυλάσσουν θα σκαναριστεί από το έμπειρο βλέμμα τους εξονυχιστικά, μέχρι να φύγει απ’ το οπτικό τους πεδίο, εκτός κι αν κριθεί «ύποπτος», οπότε και θα τον ακολουθήσουν κάνοντας αισθητή την παρουσία τους. Είναι οι πιο επικίνδυνοι διότι όνειρό τους είναι να γίνουν ρόμποκοπ και για να το πετύχουν είναι ικανοί να κάνουν οποιαδήποτε ταρζανιά, αδιαφορώντας για το αν θα βάλουν τον κόσμο σε κίνδυνο, με απώτερο σκοπό να τους σφίξει το χέρι ο διοικητής του τοπικού τμήματος, και έτσι να τον παρακαλέσουν να πει έναν καλό λόγο στους ανωτέρους του για να μπουν απ’ το παράθυρο στο μπατσοχώρι.

Η ομοιότητα με τους μπάτσους δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι φοράν και αυτοί στολή ή ότι περιπολούν με (ψευτο)καρούμπαλα και ύφος σερίφη, περισσότερο θα έλεγα ότι είναι η επιθυμία τους να τους μοιάσουν κρατώντας τα χαρακτηριστικά που όλοι αγαπάμε, της ευγένειας, της προσήλωσης στο καθήκον με ταπεινότητα και αυταπάρνηση, βάζοντας πάνω απ’ όλα το συμφέρον και την προστασία (της ζωής και της περιουσίας) του πολίτη, θέτοντας εαυτόν στην πρώτη γραμμή απέναντι στην αδυσώπητη μάχη με τους εγκληματίες.

[i]Υποομάδα 2β: οι παλιοί μας φίλοι - «Έχεις κάνει κράτηση;»[/i]

Ίδιοι με τους προηγούμενους. Αυτοί δεν έχουν προϋπηρεσία στα ΟΥΚ αλλά στις φυλακές, είναι δικτυωμένοι στην νύχτα και τα νυχτομάγαζα αλλά και στις συναυλίες. Γνωστοί από πολύ παλιά, με ονόματα όπως μπράβος, γορίλας, πόρτα, ντουλάπα (δίφυλλη, τρίφυλλη), φουσκωτός κλπ.

Θα μπορούσαμε να τους παραλληλίσουμε με ασφαλίτες, καθώς δεν φοράν στολή αλλά πολιτικά, ώστε να είναι εναρμονισμένοι με το περιβάλλον (φθηνό φθαρμένο κοστούμι σε σκυλάδικα, κυριλέ σε κλαμπ, τζιν πέτσινα σκουλαρίκια σε συναυλίες κλπ).

Δεν μιλάνε, βαράνε.

[i]Μερικές Χρηστικές Πληροφορίες:[/i]

  • Επειδή οι σεκιουριτάδες δεν είναι μπάτσοι, δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν ελέγχους ταυτοποίησης* (να ζητήσουν ταυτότητα), ή έλεγχο σε τσάντες ή σωματικό έλεγχο, αλλά μπορούν να καθηλώσουν τον «ύποπτο», ή να τον συνοδεύσουν στο πλησιέστερο τμήμα και να αναλάβουν τα επίσημα όργανα.
  • Δεν έχουν δικαίωμα να οπλοφορούν** όμως, όπως όλοι οι πολίτες, μπορούν σαν ιδιώτες να βγάλουν άδεια οπλοφορίας (και άρα να οπλοφορούν), αλλά και οι εταιρίες προσλαμβάνουν (αν και απαγορεύεται) είτε συνταξιούχους είτε εν ενεργεία μπάτσους, οι οποίοι, βεβαίως, οπλοφορούν.

[I]* Οι σεκιουριτάδες που εκτελούν χρέη ρεσεψιονίστ έχουν το δικαίωμα και να ζητούν ταυτότητα και να καταγράφουν τα στοιχεία στο βιβλίο επισκεπτών, αλλά και να κρατήσουν την ταυτότητα μέχρι την έξοδο του επισκέπτη από το κτήριο, ανάλογα με τον κανονισμό της εταιρίας που φυλάσσουν. ** Ο νόμος 3707/2008, δίνει την δυνατότητα οπλοφορίας σε υπαλλήλους που εκτελούν χρηματαποστολές, αλλά και φρούρηση σε «δημόσια καταστήματα, τράπεζες, μουσεία, οικήματα που έχουν ανάγκη ειδικής προστασίας, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ή άλλων μεγάλης αξίας και σπουδαιότητας εγκαταστάσεων»[/I]
(σ.ς. σαφέστατος και αυτός ο νόμος)


Παραγγελιά της ironick στο Δ.Π.

  1. Το νέο Μνημόνιο και οι σεκιούριτι του Τόμσεν. Οι απαιτήσεις των ελεγκτών της τρόικας, οι συζητήσεις με τους υπουργούς και πώς μοιράζουν τους ρόλους του καλού και του κακού
    Από δώ

  2. Πρόκειται για μία προφανή συμπαιγνία μεταξύ των ιδιωτικών εταιριών και του κράτους το οποίο χρησιμοποιεί την τροχαία που πληρώνεται από τον ελληνικό λαό σαν ιδιωτική εταιρεία - σεκιούριτι της πολυεθνικής από κει

  3. Τα σεκιούριτι των δασών
    Ενα σύστημα ευφυών αισθητήρων που ανέπτυξαν επιστήμονες του ΕΜΠ φιλοδοξεί να γίνει ο φύλακας άγγελος των ελληνικών δασών. Το ΟΙΚΟ συνάντησε τους εμπνευστές στο δάσος της Νέας Πεντέλης όπου γίνεται η πιλοτική λειτουργία του και σας παρουσιάζει την πιο «πράσινη» τεχνολογία που αναπτύχθηκε ποτέ στη χώρα από πέρα

(από salina, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητικός χαρακτηρισμός για τα «ανθρωπάκια» εκείνα των οποίων η ζωή φαντάζει αναλώσιμη. Αυτονομήθηκε από το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο των ογδόνταζ (παράδειγμα 1) και έχει παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη με την έννοια του άδικου θύματος (παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιείται επίσης με ιδιαίτερη κακεντρέχεια, τόσο από την ρατσιστική άκρα δεξιά αναφορικά με αλλοδαπούς (παράδειγμα 3), όσο και από τους τρομοκράτορες της άκρας αριστεράς αναφορικά με τους δολοφονικούς τους στόχους (παράδειγμα 4).

  1. Τρεις κυνηγοί συναντώνται ύστερα από πολύωρο κυνήγι. - Επιασα δέκα πέρδικες, λέει ο ένας κυνηγός. - Επιασα πέντε λαγούς, λέει ο άλλος. - Επιασα τρία νομιστεράκια, λέει με καμάρι ο τρίτος. - Και τι είναι τα νομιστεράκια; τον ρωτούν. - Νομιστεράκια είναι κάτι μαύρα ζώα που, όταν τα πλησιάζεις, σηκώνουν τα μπροστινά πόδια και φωνάζουν νο - μίστερ, νο - μίστερ»
    (εδώ)

  2. Το θέμα είναι να βρούμε όλοι το χώρο μας στο δρόμο και όχι να καταλήξουμε νομιστεράκια για τα μηχανοκίνητα. Ο σκοπός δεν είναι η διαμάχη αλλά η χρήση του ποδηλατόδρομου από ποδήλατα.
    (εκεί)

  3. Μολις ξεκινήσει η επανάσταση θα εκτελεστούν όλοι οι ανθέλληνες και τα νομιστεράκια θα σταλούν από κει που ήρθαν.
    (σε κάποιον υπόνομο)

  4. Παρασκευή 15/2/91. Στις 12.15 στην Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ. ΥΥΒ 8430 κρεμ. Μάλλον Ντότζ αλλά μοντέλο που δεν έχω ξαναδεί. Λεωφορειάκι. Μέσα είχε διάσπαρτα 6-7 Νομιστεράκια.
    (από το αρχείο της 17Ν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νίγκερ μπαθ (nigger bath): Το πλύσιμο μόνο των γεννητικών οργάνων, συνήθως λόγω έλλειψης χρόνου, κατά την προετοιμασία για ραντεβού που ευελπιστούμε να οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε σεξουαλική συνεύρεση.

Παραμένει αδιευκρίνιστο το κατά πόσο αποτελεί όντως συνήθεια των νέγρων.

- Κοίτα sms που μου έστειλε η Μαρία!
- (διαβάζει) «Θέλω επειγόντως παγωτό. Σε μισή ώρα ακριβώς να είσαι εδώ με το χωνάκι σου...». Καλή φάση! Έφυγες!
- Ρε μαλάκα, βρωμάω από την κορυφή ως τα νύχια. Πρέπει να κάνω ένα μπάνιο, πώς θα πάω έτσι; Δεν προλαβαίνω!
- Έλα μωρέ, κάνε ένα νίγκερ μπαθ και είσαι έτοιμος.

(από jesus, 05/06/10)Γιάννης Σερβετάς, Γιάννης ο όμορφος. (από patsis, 05/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να μην παρεξηγούμαστε, τρέφουμε απόλυτο σεβασμό και θαυμασμό στους αθλητές των Παραολυμπιακών αγώνων.

Παραολύμπικ αποκαλείται ειρωνικά ο άνθρωπος ο οποίος είναι ατζαμής, αδέξιος, ανίκανος και γενικά περιορισμένης ευθύνης.

Η αναφορά έγκειται στους Παραολυμπιακούς αγώνες και στους αθλητές που παίρνουν μέρος οι οποίοι δεν είναι 100% αρτιμελείς.

  1. - Κοίτα τον παραολύμπικ πώς πάει να παρκάρει, έχει κλείσει όλη την κυκλοφορία...

  2. - Ρε Γιάννη για πέτα μια το φόκο.
    (Τον πετάει αλλά στο γάμο του Καραγκιόζη)
    - Τι παραολύμπικ που είσαι ρε πούστη μου, ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις σωστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη σκύλα, από το καρα- και μπιτς (όχι παραλία αλλά η σκύλα, από τα αγγλικά).

Αργκό από την Βόρεια Ελλάδα.

— Άσε αυτή η παλιοφακλάνα που μου έκλεψε τον πίνακα.
— Τι λες τώρα, καραμπιτσαριό τελείως;
— Τελείως σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αφρικανός πωλητής CD.

Δεν είναι ούτε πέντε λεπτά που έχω κάτσει στο γαμομάγαζο, και έχουν περάσει δέκα σιντάραπες! Έλεος πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καράβλαχος, ο μπουρτζόβλαχος. Άτομο της υπαίθρου, με αστικές αξιώσεις (όχι με τη νομική έννοια).

Ο όρος προέρχεται από το τουρκ. Karacova < Karaca + ova (τοπωνύμιο).

- Για κόψε τον καρατζόβα, που μου θέλει και ακριβό γκομενάκι!
- Τι περίμενες, ρε μαλάκα. Άμα έχεις φράγκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκαυλιάρικο κινεζάκι.

- Έχει τουριστριες;
- Ναι, έχει και τσόου μέιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον ξένο, κυρίως τον οικονομικό μετανάστη, Γεωργιανό, Αλβανό, Πακιστανό, Φιλιπινέζο κλπ. Προέρχεται από τα ομώνυμα φροντιστήρια ξένων γλωσσών.

  1. - Τι έγινε ρε Μήτσο, το νοίκιασες το σπίτι;
    - Ναι.
    - Οικογένεια, φοιτητές;
    - Μμμ...
    - Κατάλαβα, ιντερλίνγκουα πάλι.

  2. Πήγαμε Γλαρόκαβο και ήταν πίτα ιντερλίνγκουα. Ελληνικά δεν άκουγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified