Παρατσούκλι που καθιέρωσε ο πρώην προπονητής του ΠΑΟΚ Άγγελος Αναστασιάδης για τον Γκανέζο αμυντικό Koffi Amponsah. Η προέλευση του είναι από τον γνωστό «Friday» του Ροβινσώνα Κρούσου. Η έκφραση συνεχίζεται (αν και σπάνια) να ακούγεται στην Τούμπα για μαύρους παίκτες, είτε του ΠΑΟΚ, είτε της αντίπαλης ομάδας.

Ο συμπαθεστατος Κόφι για κάποιο περίεργο λόγο δέχονταν και απαντούσε στο συγκεκριμένο παρατσούκλι.

Άγγελος κατά την διάρκεια του αγώνα: «Παρασκευααααά, ανέβα ρε παλίκαρε να τον βγάλεις οφσάιντ!» (λέξη προς λέξη)

- Γαμώ την τρέλα μου, αυτός ο Παρασκευάς της Ξάνθης τον εχει κάνει κουδούνι τον Αραμπατζή σήμερα!

(από Groucho, 27/11/08)(από Groucho, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρατσιστική έκφραση που βασίζεται στο δόγμα: πας μη Έλλην βάρβαρος και λέγεται ειρωνικά μεταξύ ελληναράδων, με στόχο τον περιπαικτικό χαρακτηρισμό αλλοδαπών που ζουν στην Ελλάδα και το διαχωρισμό τους από «τα βλαστάρια» της χώρας.

Οι αλλοδαποί για τους οποίος γίνεται λόγος, προέρχονται όχι μόνο από την Τσετσενία, αλλά από περιοχές της ανατολικής Ευρώπης γενικότερα, από τα Βαλκάνια καθώς και από περιοχές της δυτικής Ασίας. Ο όρος έχει παρεμφερή σημασία με τη λέξη ατζγκόνια.

Ο όρος αφορά είτε ομάδα ατόμων ή και μεμονωμένες περιπτώσεις αφού, για πολλούς από αυτούς, ο κάθε αλλοδαπός που προέρχεται από τις παραπάνω περιοχές είναι μέλος ενός κλαμπ, ενός κλαμπ που απαρτίζεται από πλήθος ετερόκλητων κουλτούρων που έχουν όμως για αυτούς ως κοινό χαρακτηριστικό τη διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα μη προοδευμένων λαών.

Ο όρος Τσετσένια κλάμπ ή εναλλακτικά Τσέτσεν κλαμπ αποτελεί έναν εύηχο, για αυτούς όρο, όρο που τους βοηθά να εκφράσουν την ξενοφοβία τους για τους συγκεκριμένους αλλοδαπούς, ξενοφοβία που αντανακλά και έναν ενδόμυχο φόβο για ενδεχόμενη αλλοτρίωση τους. Η ξενική δε εκφορά του όρου σχετίζεται με την αντιμετώπιση των αλλοδαπών ως ξένο σώμα.

Συζήτηση φίλων. - Πάμε για καφέ στο μαγαζί του Δημήτρη στην πλατεία;
- Τι λες ρε βαρεμένε; Μες στο Τσετσένια κλαμπ θες να πάμε;

"...Well the Chechen girls really knock me out they leave the west behind..."  (από Vrastaman, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οι Έλληνες της Γερμανίας, με αποδέκτες τους μελαχρινούς αλλοδαπούς που διαβιούν στη χώρα (Βορειαφρικάνους και Ινδοπακιστανούς). Η λέξη είναι ελληνισμός,και προέρχεται από την παράφραση της λέξης der Kanake (die Kanaken), που στη γερμανική αργκό σημαίνει ο μελαχρινός-σκουρόχρωμος αλλοδαπός (ο αγγλικός όρος είναι wog) και είναι εξαιρετικά αρνητική. Η προέλευση της λέξης είναι από τον δυτικό Ειρηνικό και συγκεκριμένα τη νέα Καληδονία, όπου στις τοπικές γλώσσες Kanaka σημαίνει άνθρωπος. Στα νέα ελληνικά αντίστοιχα χρησιμοποιείται ο όρος Κούληδες.

- Έχει πολλούς Έλληνες στην Κολωνία θεία;
- Όχι αγόρι μου, έχει γεμίσει ο κόσμος Κανάκηδες, η Γερμανία κάποτε δεν ήταν έτσι.

(από krepsinis, 06/09/08)Κι αυτός Κανάκης είναι (από GATZMAN, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά αντιστοιχία με τα ουζερί (το μέρος όπου τρώμε και πίνουμε ούζα), κρεπερί (το μέρος όπου τρώμε κρέπες ), πατισερί (το μέρος που τρώμε γλυκά), ουκρανιζερί είναι το μέρος που τρώμε ουκρανέζες (βλέπε και κωλάδικο). Για να είμαστε όμως πιο ακριβείς ουκρανιζερί είναι το μέρος που μας τα τρώνε οι ουκρανέζες (τέλεις χορό;)

- Ρε μάγκες ο Γιάννης παντρεύεται το άλλο Σάββατο. Που λέτε να πάμε για μπάτσελορ;
- Δικέ μου ξέρω μια ουκρανιζερί στη Συγγρού άλλο πράγμα. Σερβίρει τα καλύτερα κομμάτια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πας μη Έλλην. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλλοδαπό, κυρίως Βαλκάνιο και Ανατολικοευρωπαίο, αλλά και Δυτικοασιάτη. Η λέξη αποτελεί εφεύρεση του Φουσέκη. Μπορεί να παραπέμψει και σε αλλοδαπές εγκληματικές μορφές. Μεγεθυντικό: ατζγκόνιαρος. Άκλιτο (πληθυντικός: οι ατζγκόνια).

- Καλά ρε μαλάκα Αλμπέρτο, γιατί λαχάνιασες;
- Ασ' τα! Μου την πέσανε κάτι ατζγκόνια για να μου κλέψουν το κινητό και τρέχω να τους ξεφύγω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ο ευνούχος. Έτσι χαρακτηρίζεται επίσης και ο ομοφυλόφιλος ή ο άντρας τον οποίο η γυναίκα του τον έχει βάλει στο βρακί της. Απο το δημοφιλές κόμικ του Αρκά (στα αγγλικά ο ευνούχος λέγεται castrated).

- Θα έρθει μαζί μας για μπύρες ο Τάσος τελικά;
- Πού να έρθει ρε; Αφού τον έχει κάνει καστράτο η Σούλα να πούμε!

Ο γάτος μου είναι γκέι (από Hank, 12/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός αποκλειστικά παθητικού ομοφυλόφιλου από άλλους ομοφυλόφιλους οι οποίοι είναι ή μόνο ενεργητικοί ή, το πολύ πολύ, βερς.

Η λέξη προκύπτει από το αγγλικό bottom = ο από κάτω, με την προσθήκη της κατάληξης -ιέρα. Ωσεκτουτού κλίνεται όπως π.χ. τα ψωμιέρα, σιφονιέρα και μπετονιέρα.

  1. (Από http://the-wrong-guy.blogspot.com)
    Σιχαινόμαστε στους άλλους πράγματα που ενδόμυχα γνωρίζουμε πως βρίσκονται μέσα μας. Εκνευρίζομαι πολύ με τους ψυχαναγκαστικούς γιατί και εγώ σε μερικά πράγματα θέλω να υπάρχει μια σειρά. Πάρε για παράδειγμα αυτές τις σιχαμένες τις ομοφοβικιές. Γιατί ταράζονται τόσο όταν αντιλαμβάνονται ένα γκέι; Διότι κατά βάθος αντί για αντρουά μάγκες όπως αυτοχαρακτηρίζονται είναι μποτομιέρες του ελέους.

  2. (Από http://raptusr.blogspot.com)
    Με τους κοιλιακούς μου και το παραμύθιασμα μου τους έχω γαμήσει όλους. Κώλο για κώλο δεν άφησα. Μπορώ να πω, είμαι ο γαμιάς της Θεσσαλονίκης. Όπως επίσης και ο καλύτερος στο να αποφεύγω τις σχέσεις. Όλες οι μποτομιέρες θέλουν σχέση τόσο απεγνωσμένα, που με το παραμικρό χάδι και με λίγα γλυκόλογα σου κάθονται ασυζητητί. Η Θεσσαλονίκη είναι ο παράδεισος μου. Άσε που έχει περισσότερους bottoms από tops, το αντίθετο με την Αθήνα δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός φίλου μου, που σημαίνει πως θα έχω να γαμάω εις τον αιώνα τον άπαντα.

(από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτεράντζα, όχι και πολύ καλής ποιότητας.

Παρά την ευρέως κρατούσα άποψη ότι προέρχεται από το bus class και αναφέρεται σ' αυτούς που λόγω χαμηλού εισοδήματος πηγαίνουν με το λεωφορείο, είναι μάλλον πιθανότερο να προέρχεται από το basse classe, όπου basse σημαίνει κάτω και classe σημαίνει τάξη. ΟΚ, πάλι έχει μία ταξικότητα ως έκφραση αλλά τουλάχιστον απενεχοποιούνται έτσι οι αστικές συγκοινωνίες και είναι πλέον politically correct και για τα υψηλά εισοδήματα να τις χρησιμοποιούν. Ουφ...

Παίζει και ως μπασκλασαρία.

  1. - Για την Λίτσα τι λες;
    - Πολύ μπασκλασαρία ρε αδερφάκι μου.

  2. Είπα να χτυπήσω ένα μεταχειρισμένο παπάκι να κάνω τη δουλίτσα μου και μου την πέσανε όλοι ότι είναι λέει πολύ μπας κλας και θα ρίξω το επίπεδο μου.

  3. - Πώς ήταν χθες το πάρτι;
    - Δεύτερο μεγάλε. Πολύ μπας κλας. Το κέτερινγκ μάπα, τα ποτά μπόμπες, ο κόσμος άσ' τα να παν'. Σε μισή ώρα την έκανα και πήγα για ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας με το υπερβολικά μεγάλο πέος.

Ο όρος προέρχεται από την γνωστή ασφαλιστική εταιρία INTERAMERICAN, με το ιστορικό πλέον σλόγκαν 'Μεγάλη και σίγουρη!', ο οποίος καθιερώθηκε μετά από την πρεμιέρα της ομώνυμης τσόντας 'INTERARAPICAN: Μεγάλη και σίγουρη', όπου πρωταγωνιστές ήταν μαύροι με αλογίσιες ψωλές.

Χρησιμοποιείται κυρίως για τύπους για τους οποίους έχει κυκλοφορήσει φήμη ότι την έχουν 2 μέτρα, ή για άτομα που κυκλοφορούν απίστευτες γκόμενες, που όμως είναι δυσανάλογες σε σχέση με τα εμφανή χαρακτηριστικά τους (π.χ. κοντοί, φαλακροί, χοντροί, κ.τ.λ.) οι οποίες όμως ΔΕΝ ξεκολλάνε από πάνω τους και συνήθως τους τρίβουνε το πόδι όπου και να βρίσκονται.

Επίσης, παίζει πολύ και η χρήση του όρου για interracial ζευγάρια (όπου ο άντρας είναι μαύρος). Ειδικά σε χώρες όπου η mixed λογική δεν είναι και πολύ αποδεκτή (βλ. Ελλάδα), όταν βλέπουμε ένα τέτοιο ζευγάρι, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι στάνταρ αυτό.

- Ρε ψηλέ, τσίμπα με να δω αν είμαι ξύπνιος!!! Τι δουλειά έχει αυτή η μουνάρα με τον αράπακλα;;;
- Πού ζεις αγόριιιι μουυυυ;;; Δεν τον βλέπεις τον τύπο; 'ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ: Μεγάλη και σίγουρη'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified