1. Ο αρχιπαλιόπουστας. Ο πούστης με τριπλό λειρί. Ο αρχηγός του πουστροκοτετσιού. Το πάνθεον της πουστιάς. Ο πούστης με τα πολλά ένσημα. Ο πουστοπατέρας.

  2. Ο άνθρωπος του οποίου ο λόγος αξίζει λιγότερο κι από το σκατό μιας κάμπιας.

Μιλάμε γιά μεγάλο πούστη. Για πούστη με λειρί. Για τριλειρόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κι αυτός είναι πούστης, όπως και ο πισωγλέντης και πολλοί πολλοί άλλοι.

Ακα: πουτσογλεντζές.

- Τον χορεύει τον καρσιλαμά ο Πέρι! Μεγάλος πουτσογλέντης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της

- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «αδελφή», «ντιγκιντάγκα». Ομοφυλόφιλος. Απαξιωτικό και χιουμοριστικό.

«Πάμε στο gay parade να χαζέψουμε κανέναν κουδουνίστρα; It's gonna be fun» είπε ο Φανούρης και αμέσως κέρδισε ομόφωνα το βραβείο Μίστερ Υφήλιος Ομοφοβικός 2007

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική πικρόχολη έκφραση που χρησιμοποιείται μεταξύ αντρογύνων σε κρίση. Ο υποτιμητικός όρος έχει αποδέκτη τη σύζυγο, η οποία ενώ παντρεύτηκε ως άπορη κορασίδα, με τη σκληρή δουλειά και τις λαμογιές του συζύγου της κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά. Ο πικραμένος σύζυγος τονίζει αυτή την ωφελιμιστική σχέση και εκφράζει το παράπονό του: ενώ σού τα έδωσα όλα, δεν φέρεσαι όπως εγώ επιθυμώ.

- Θέλω διαζύγιο... Αυτό ήταν...
- Τι θέλεις μωρή, διαζύγιο; Αυτό είναι το ευχαριστώ... Σε πήραμε με ένα βρακάκι και σε κάναμε κυρία, αυτά τα ξεχνάς όμως... Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα, αντικείμενο ή συμπεριφορά που καταδεικνύει άμεσα τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσιες και διαθέσεις κάποιου.

- Καλά, τι είναι αυτό το μπλουζάκι ρε Μπάμπη; Και κολλητό και ροζ πουστριλέ;
- Δεν είναι ροζ πουστριλέ ρε ανώμαλε. Ζαχαρί πουστριλέ είναι. - Σωστόστ τοτε. Πάω πάσο.
- Τα ρέστα.
- Δικαίωμα.

(από GATZMAN, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πούστης, αλλά στο πιο αλούμπαρδο (βλ. αλούμπαρδος). Επειδή υπάρχει μια ηχητική ομοιότητα με το ασκέρι, που παραπέμπει στην ηρωική επανάσταση του '21, στους λεβέντες τσολιάδες μας και γενικά σε μια εικόνα μακριά από την ομοφυλοφιλία, η λέξη έχει μια ξεχωριστή γοητεία. [citation needed]

Τράβα μίλα τής γκόμενας που σε κοζάρει τόση ώρα, ρε παλιοπουστέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος σοβιετικών καταδιωκτικών αεροσκαφών. Επίσης, συλλογική ονομασία για τα σμήνη των καλλιτέχνιδων που ενέσκηψαν στην Ελλάδα - επίσης στην Κύπρο και την Τουρκία - από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του '90.

Τα γνήσια μιγκ ήταν κατασκευασμένα στη Ρωσία και την Ουκρανία, αλλά ο όρος χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά και για μοντέλα από άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως την Τσεχία και, μάλλον απροσδόκητα, την Μολδαβία. Στην έκδοση export είχαν ύψος τουλάχιστον 1.75, διαστάσεις 36-25-34, ξανθό μαλλί και γαλανό μάτι που χάραζε κρύσταλλο στα 20 μέτρα. Οι γλωσσικές τους δυνατότητες ήταν μάλλον περιορισμένες: «πώς σε λένε;», «εμένα με λένε Νατάσα/Ταμάρα» και «δέκα χιλιάδες» το οποίο με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε «διακόσια πενήντα γιούρο».

Τα πρώτα χρόνια τα Μιγκ είχαν τις βάσεις τους κυρίως στα επαρχιακά κωλόμπαρα, όπου χάρη στον προηγμένο επιχειρησιακό εξοπλισμό τους άκοπα έκαμψαν τις περιορισμένες ούτως ή άλλως αντιστάσεις των επί δεκαετίες στερημένων τοπικών παραγόντων και ρήμαξαν χιλιάδες αγροτικές περιουσίες. Βαθμιαία εξαπλώθηκαν σε τουριστικά θέρετρα και τα μεγάλα ξενοδοχεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Λευκωσίας και της Λεμεσού. Σήμερα τα μιγκ είναι πιθανότερο να τα συναντήσουμε σε διευθυντικούς ρόλους σε κτηματομεσιτικά γραφεία με Ρωσική πελατεία ή σε εταιρείες διοργάνωσης συνεδρίων.

- Τι καλλιτεχνικό γραφείο, ρε παραμυθά, σοβαρά μιλάς; Είχε πρίζες στο Αλλοδαπών κι έβγαζε βίζες για τα Μιγκ. Έτσι τά 'κανε τα λεφτά.

(από Khan, 29/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που «γεμίζει» ή «γεμίζεται» από πίσω, ο πούστης.

Ο Τάκης είναι τελικά πισωγιομίδης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified