Ο Θεός έφτιαξε πλάσματα, έφτιαξε και κλάσματα! Τώρα διαλέγετε και παίρνετε! Είτε την αριθμητική έννοια (κυριολεκτικά μία μισοριξιά ή μεταφορικά ένας περιορισμένης ευθύνης), είτε την σκατολογική έννοια (το προϊόν της κλανιάς, την κοινή πορδή, δηλαδή ένας ασήμαντος, ένας τιποτένιος).

All time classic μπαρμπαδισμός.

συνώνυμα : μυγόχεσμα, ρετάλι, ρεμάλι, μπετόβλακας,

  1. - Ρε χθες ανακάλυψα ότι αυτοί οι δύο είναι αδέλφια. Δεν θα το πίστευα αν δεν μου το 'λεγαν οι ίδιοι.
    - Κανείς δεν το πιστεύει. Ο ένας σοβαρός, λιγομίλητος, ντεκλαρέ και ωραίος τύπος, και ο άλλος αλήτρα πρεζέμπορας, χωρίς ιερό και όσιο.
    - Ο θεός έφτιαξε πλάσματα, έφτιαξε και κλάσματα.....

  2. - Και που λες, σκάει μύτη χθες ένα πλάσμα στην καφετέρια, πάθαμε όλοι. Ίσαμε τρία χιλιόμετρα πρέπει να ήταν το δεξί της πόδι, κι άλλα τόσα το αριστερό. Και άριστη κατασκευή. Όχι σαν κάτι ασύνδετα αγγούρια. Αλφαδιασμένη, από πάνω μέχρι κάτω. Αναστάτωση, πέφταν δίσκοι, ποτήρια, σταμάτησαν συζητήσεις κλπ.
    - Και να λείπω;
    - Κάτσε να ακούσεις τη συνέχεια. Και εκεί που είναι απλωμένο το πλάσμα, σκάει ένα κλάσμα ανδρός, και ο μούναρος σκύβει και του ρίχνει ένα ρουφηχτό! Και μένουμε σέκοι!! Κοίτα να δεις το λιμό αντράκι. Να κυκλοφορεί τέτοιο πλάσμα. Κουφαθήκαμε!!!

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτιμητικός χαρακτηρισμός ατόμου, συνήθως άρρενος, ηλικίας πενήντα φεύγα και άνω.

Απαραίτητη προϋπόθεση, κιλά και μπόι ύπερθεν του κανονικού. Χρώμα δέρματος προς το χωματί, ένεκα καταχρήσεων ουσιώνε, κυρίως αλκοόλ (το φτηνότερο και το καλύτερο) και τσιγάρου, εξ ου δείκτης παράμεσος ενός χεριού επιχρωματισμένοι προς τσιρλί και μύτη μελιτζάνα. Μάτια θολά με το ασπράδι κιτρινίζον. Από τη μύτη ρέει υγρό υψηλού ιξώδους, υποπράσινο, σε κατάσταση αμφιταλάντευσης (να πέσω να μην πέσω). Χείλη οιδηματώδη, μπλαβιά στις γωνίες τους, παρατηρούνται κομματάκια άσπρα (σάλιο πηγμένο) στο κέντρο, βλέννα διάφανη (σάλιο άπηχτο). Βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ημιμέθης.

Ενδυμασία: σακκάκι παλιοκαιρισμένο, μανίκια με «αγκώνες» και γυαλάδα, έχει σχήμα κρεμάστρας καφενείου. Πουκάμισο κάποτε άσπρο, το μισό απέξω (βγήκε μετά το τελευταίο κάτουρο, δεν το πήρε χαμπάρι). Ζώνη, απαραίτητο αξέσορυ του adra, σχόλιο ουδέν. Παντελόνι «μελεκέ», αναλόγως των πολιτικών πεποιθήσεων ο λεκές δεξιά ή αριστερά, γιατί η διαρκής μπυρο-κρασο-ουζο τσιπουροκατάνυξη ανοίγει τα νεφρά και γιατί όσο και να την τινάζεις η τελευταία σταγόνα μένει στο σώβρακο. Παπούτσια χιλιοπατήμενα και σαβουριασμένα, τόσο που διαγράφεται το σχήμα του έσωθεν ποδαριού καταλεπτώς.

Οσμή: έντονη αποφορά νηστείας και υπογλυκαιμίας, ανάκατη με ξινίλα. Κάτι σαν σκατίλα απ' το στόμα ένα πράμα. Αυτό και η κοιλιά σωσίβιο, μου βγάζει το εσάνς του λήμματος.

- Κοίτα ρε, ποιος κάθεται στη γωνία...
- Ωμπωωωω, ο Χεσταίας ... η σκατοσακούλα... παναφύ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση εμπνευσμένη από το ζάρωμα των ματιών κατά τη διάρκεια προσπάθειας συγκράτησης επερχόμενου χεσίματος.

Συνώνυμες εκφράσεις: με πήγε σπρέι, με πήγε αίμα, με κυνηγάει ζαρκάδι.

Τρέχω στο σπίτι, ήρθε ο κινέζος....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προσθήκη που έγινε την 29η Μαρτίου του σωτηρίου έτους 2010: ξεσκατώστρα είναι και η ποπέρα).

Η γυναίκα που, προς κακήν της τύχη, εργάζεται σε σπίτια και προσέχει γριές, γέρους, κατοικίδια και μωρά, τώρα πια που η ένδοξη οικογένεια δεν υπάρχει κι έτσι τα είδη αυτά πρέπει κάποιος να τα φροντίζει. Βασικό θέμα της εργασίας αυτής είναι το ξεσκάτωμα και το πλύσιμο. Και καλά για τα μωρά. Τους γέρους όμως και τις γριές δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο να τους ξεσκατώνεις. Ο όρος ξεσκατώστρα είναι λίαν υποτιμητικός και χρησιμοποιείται 1. όταν το αφεντικό είναι σκέτη σνομπίλα (οπότε με τον υποτιμητικό όρο δηλώνουμε την στάση του απέναντι στο άτομο αυτό) 2. στην περίπτωση που έχει πάρει κανείς χαμπάρι πως η γυναίκα αυτή εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις, κακοποιεί τον γέρο, τα βάζει με τη γριά, αδιαφορεί για το μούλικο, κλωτσάει το κατοικίδιο, κλέβει καν' ασημικό κλπ κλπ. Αλλιώς λέμε, ξέρω γω: «εσωτερική», «γυναίκα για το σπίτι», «οικιακή νοσοκόμος».

- Καλά, ο Τάκης πρέπει να τά 'χει παίξει. Έναν χρόνο τώρα έχει τη μάνα του φυτό μέσα στο σπίτι...
- Ε, καλά, πέρα από τη στεναχώρια τ' άλλα τα έχει βολέψει με κείνη την ξεσκατώστρα, δεν θυμάσαι;
- Ναι αλλά του βγήκε πολύ σκάρτη γιατί την έπιασε να ταΐζει τη μάνα γατοτροφές και να της μιλά άσχημα. Την έδιωξε και τώρα ψάχνει γι άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified