Further tags

Μερεμέτι, μικροδουλειά του σπιτιού (ηλεκτρολογικά, υδραυλικά). Γενικότερα, οποιαδήποτε «υποδεέστερη» δουλειά που έχει ανατεθεί σε κάποιον: θέλημα, βοήθεια σε χειρωνακτική εργασία, μεταφορά κάποιου πράγματος κ.λπ.

- Πού πας;
- Με έχει χώσει ο κυρ-Αλέξης να πάω να κάνω μια αλβανιά στο εξοχικό του, κάτι ηλεκτρολογικά.
- Πω ρε φίλε, πήξιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναφορά είναι στην πάστα σοκολατίνα. Ο όρος χαρακτηρίζει Αφρογενές καυλάκι ως γλυκό αντικείμενο του πόθου τ. παστάκι ένα πράμα. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι η Αφρογενής κορασίς, είτε τ. μουνί τσοκολάτα σε πουτανόπιατσες και ντέλα, είτε τ. αράμπικα σε φραπενεία. Ο έχων ένα θεματάκι με τις τοιαύτες κορασίδες αποκαλείται λάτρης της σοκολατίνας, και συνήθως είτε ποιεί την ανάγκην φιλοτιμίαν, καθώς οι σοκολατίνες έρχονται σε πιο οικονομικό πακέτο, είτε πρόκειται για άποψη, αφού αποτελούν μια πιο σοκολάτα επιλογή σε σχέση με τις βανίλια ξεπλένες του Βορρά.

Επίσης, είναι το πρωκτικό σεξ εν γένει, ή ειδικότερα η πισωκολάτα, άκα μερέντα, που τους λάτρεις της σοκολατίνας δεν τους χάλασε καθόλου, πιστέψτε με. Το ιδεώδες βέβαια είναι ο συνδυασμός των δύο σημασιών.

(Από μπουρδελοσάη):

  1. α. ...το Τζενάκι όμως στήν τρίτη βάρδια,αν και σοκολατίνα τρώγεται πολύ ευχάριστα!!!Φοβερό κωλαράκι έχει η κοπέλα!!... Στανταράκι με λίγα λόγια...

β. Σοκολατινα δεν ειχα δοκιμασει ποτε στη ζωη μου, αλλα η συγκεκριμενη (της οποιας δε θυμαμαι ουτε το ονομα), λογω εμφανισης, μου εκανε ενα κλικ. Πολυ κακως, γιατι οι μετριες υπηρεσιες παραλιγο να μου κοστισουν σε στυση. Αφου καταφερα και αδειασα το φορτιο, παλι καλα... Ποτε πια σοκολατινες. μονο γαλακτομπουρεκα....

  1. α. απλά έχει κωλοτρυπίδα πολύ πρόστυχη , πολύ ευχαρίστως θα της έδινα παραπάνω για ένα καλώ milfanal (σοκολατίνα).

β. Το αρνητικό της βραδιάς ήταν η σοκολατίνα στο τέλος.

(από Vrastaman, 13/08/12)(από Khan, 13/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: κουσούρι < τουρκική (kusur) < αραβική كسور (küsûr).

Κυριολεκτικά είναι το ελάττωμα, το μειονέκτημα, η αναπηρία, η κακή συνήθεια.

Στην σλαγκ, το κουσούρι, όπου δεν διευκρινίζεται, είναι η ομοφυλοφιλία.

Παλιότερα η χρήση περιοριζόταν σε ευσεβείς αλλά ψυχοπονιάρες θειές, που αν και δεν μπορούν να αντικρούσουν τον παπά της ενορίας και τις γραφές ότι η ομοφυλοφιλία είναι θανάσιμο αμάρτημα, νιώθουν μια κάποια συμπάθεια προς τους ομοφυλόφιλους -ή μάλλον στις οικογένειές τους.

Ως καλές γειτόνισσες, γνωρίζουν τα άπλυτα ολάκερης της γειτονιάς, και αναγνωρίζουν ότι η οικογένεια που της «έλαχε το κακό» δεν είναι χειρότερη απ' τις άλλες, δεν κουβαλάει πολλά κρίματα ώστε να τους τιμωρήσει ο θεός με τόσο σκληρό τρόπο και κάπου μέσα τους νιώθουν και μία ανακούφιση, γιατί αναγνωρίζουν ότι θα μπορούσε να είναι το δικό τους παιδί ή εγγόνι.

Για την συμπάθεια που δείχνουν, συνηγορεί και η συμπεριφορά του «καημένου του παιδιού», που δεν είναι όπως το φαντάζονταν όταν άκουγαν τους πύρινους λόγους του παπά, αλλά είναι ένα -κατά τα άλλα- φυσιολογικό παιδί.

Προφέρεται δε με χαμηλή φωνή, συνωμοτικά, και πιθανόν να συνοδεύεται από την φράση: τι φταίει κι αυτό το καημένο, έτσι τόφτιαξε ο θεός

Στην μέινστριμ σλαγκ μπήκε το 2004, όταν ο Μακαριστός Χουντόδουλος δήλωσε για την ομοφυλοφιλία: «Σε ποιο κατάντημα έχει φτάσει σήμερα η ανθρωπότητα, η οποία αυτό που είναι αμαρτία βοώσα και κράζουσα θέλει να το καλύψει. Να μη μιλάμε, γιατί ενοχλούνται αυτοί που έχουν το κουσούρι».
Του γύρισε όμως μπούμερανγκ, όταν δημοσιεύματα αφιερωμένα στην ιδιωτική του ζωή είχαν σαν τίτλο «το κουσούρι του Χριστόδουλου» πχ εδώ, και εδώ.

  1. @ιρον : άντε βρε νούμερο που θα βάλω και σικ. α στο διάλο.
    (κάποια εκεί στην χα πρέπει να του πει ότι δεν είναι κ πολύ αντρουά ατάκες αυτές κ ότι πρέπει να σταματήσουν τις αντρίλες εκεί στ' αποδυτήρια γιατί θα του μείνει κάνα κουσούρι). τζίζους, εδώ (απ' όπου πήρα και την πάσα)

  2. Τὸ λεβεντοπούστης εἶναι δοκιμότατος σλαγκόρος, ἀλλὰ δὲν εἶναι ταυτόσημος τοῦ πουστόμαγκα. Ἂν τὰ εἶχα συσχετίσει στὸ μυαλό μου, θὰ εἶχα ἀναφέρει τὴ διάκρισι μέσα στὸ ὁρισμό, διότι ἀξίζει τὸν κόπο. Μιὰ καὶ τὸ συζητοῦμε, ἕνας λεβεντοπούστης εἶναι κυρίως λεβέντης, ποὺ ἔχει καὶ ΤΟ κουσοῦρι (οὐδεὶς τέλειος). Θὰ μποροῦσε νὰ ὅμως νὰ ἔχῃ κάποιο ἄλλο. Τὸ ὅτι ἐμεῖς ἀσχολούμεθα εἰδικῶς μὲ τὸν λεβεντοΠΟΥΣΤΗ καὶ ὄχι τόσο πχ μὲ τὸν λεβεντοΧΑΣΙΚΛΗ ἢ λεβεντοΤΖΟΓΑΔΟΡΟ κλπ, ἔχει νὰ κάνῃ μὲ δικά μας θέματα. Σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο, δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ πχ νὰ χαρακτηρισθῇ λεβεντοπούστης ἕνας κίναιδος, ποὺ ἐκμεταλλεύεται ἄλλους κιναίδους. Αίας, εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοικος του Ελλαδιστάν, δηλαδή ο Έλληνας όταν συμπεριφέρεται τριτοκοσμικά ή τεταρτοκοσμικά και απολίτιστα, σαν κάφρος. Άργκιουαμπλjυ ο όρος προσβάλλει περισσότερο τους κατοίκους κρατών σε -σταν, όπως τους συμπαθείς και ευγενικούς Πακιστανούς παρά τους Ελληνάρες, αλλά τέσπα. Εξάλλου όταν λέμε κάποιον Ελλαδιστανό σκεφτόμαστε περισσότερο τα χαρακτηριστικά ελαττώματα του Νεοέλληνα, που τον εμποδίζουν να εξευρωπαϊστεί, παρά υποτιθέμενα ελαττώματα ασιατικών λαών.

Ο όρος μπορεί να συγκριθεί και με το ελληνέζος: Ο ελληνέζος από την ιταλική κατάληξη -ese είναι περισσότερο ο Έλληνας που αλλοτριώνεται επειδή αλλοιθωρίζει προς την Δύση ή προς παντού αλλού εκτός από τον τόπο του, και δεν ριζώνει στην ιδιαιτερότητα του πολιτισμού του, ενώ ο Ελλαδιστανός από το -στάν είναι, αντιθέτως, αυτός που έχει υπερβολικά εντρυφήσει στην ανατολίτικη συνιστώσα του ρωμέικου.

Πάσα: Το άρθρο του Ν. Σαραντάκου για τους αυτοφαυλισμούς των Ελλήνων.

Με την ευκαιρία, να αναφέρω άλλον ένα:
Ως Ελλαδοπίθηκοι αναφέρονται πίθηκοι πιθανώς πρόγονοι του ανθρώπου που έζησαν στον ελλαδικό χώρο πριν από εκατομμύρια χρόνια, βλ. λ.χ. εδώ για το είδος Helladopithecus Semierectus, που έζησε πριν την ανακάλυψη του εγέρθουτου και παρέμενε γι' αυτό μόνο semierectus. Μεταφορικώς είναι ο Έλληνας που φέρεται σαν αγκαούγκας ή αούγκανος.

  1. ο «ανυπομονος»/αγενης Ελλαδιστανος,αρχιζει,σαν κλασσικο μουνοπανο Ελληναρας που ειναι,να γκρινιαζει με ενταση στη φωνη,για να τον ακουσω,η παλιοκουφαλα,λεγοντας...«...κοιτα ρε μαγαζι αυτο!!!!....καλα,τα φαγητα αργουνε,...τα κρασια;;;...ουτε αυτα δεν μπορουνε να σερβιρουνε;;;; (Εδώ).

  2. Les kai swnei kai kala prepei o autokinhtodromos na pernaei MESA ap' thn aylh tou ka0enos malaka mpas kai bgalei kana eyrw parapanw...kai den skeftetai o typikos elladistanos apogonos tou HomusElladipi0hkous oti kapoia stigmh 0a perasei to paidi tou apo kei, h gynaika tou, to soi tou klp.klp. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ του κόμματος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της χώρας του Πακιστάν, ή ευρύτερα του συνήθους γαμοσλανγκοτέτοιου β΄ συστατικού -στάν.

Δηλώνει την Ελλάδα των τελευταίων τριών δεκαετιών από το 1981 έως σήμερα ως μια χώρα, όπου πρωταγωνιστής στη διαμόρφωση κοινωνικοπολιτικών ψυχισμών, νοοτροπιών, έξεων και ταλιμπάν ήταν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και δευτεραγωνιστής η Νέα Δημοκρατία, που κατά πολλούς μιμείτο ή, έστω, ακολουθούσε εκούσα άκουσα το κυρίαρχο πασοκικό μοντέλο. Με την έκφραση Πασοκιστάν ασκείται κριτική στις αρνητικές πτυχές του άλα ΠΑ.ΣΟ.Κ. «ελληνικού ονείρου», που τελικά οδήγησαν την Ελλάδα να ομοιάζει με ημιυπανάπτυκτες ανατολίτικες χώρες τρεπόμενη σε Ελλαδιστάν. Θίγονται, δηλαδή, στοιχεία, όπως το μοντέλο κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, η μπαχαλώδης δημόσια διοίκηση, η ισοπέδωση της αξιοκρατίας, η μη παραγωγικότητα, το λαμογιστάν, και νοοτροπίες όπως ο νεοπλουτισμός, η βλαχογιαποσύνη, η βλαχοκυριλοσύνη και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

Ειδικά από μια εθνικιστική σκοπιά, η έκφραση Πασοκιστάν κρίνει την θεωρούμενη χαλαρότητα και χλιαρότητα στο θέμα της προσέλευσης στην Ελλάδα παράτυπων μεταναστών, την οποία οι κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν ή και δεν ήθελαν να ανακόψουν, του Προκο-πάκη της νουδούλας συμπεριλαμβανομένου. Διαδίδονται μάλιστα και σχετικοί διχ-αστικοί μύθοι ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. μοίρασε με ευκολία ελληνικές υπηκοότητες για ψηφοθηρικούς λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η έκφραση εντάσσεται σε ένα πρόσφατο ντίσκουρς να εντοπιστούν τα πρόβληματα της ελληνικής κρίσης ειδικά στους αλλοδαπούς κατοίκους της Ελλάδας με παράλληλο (αυτο)μαστίγωμα του πρόσφατου πασοκικού παρελθόντος.

Η έκφραση πάντως διαδόθηκε δραματικά όταν στην προεκλογική ομιλία του υποψηφίου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, ένα πολύ μεγάλο μέρος του λιγοστού ακροατηρίου του αποτελείτο από μελαψούς Ασιάτες, δημιουργώντας υποψίες ότι επρόκειτο για σχεδιασμένη προσέλευσή τους ώστε να διασκεδαστεί η έλλειψη ακροατών οπαδών. Ήταν μοιραίο, φαίνεται, ο κύκλος της μεταπολίτευσης να αρχίσει με τους πάκηδες του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος και να τελειώσει με συλλήψεις πάκηδων, τόσο των εκ Πακιστάν ορμωμένων που μπουζουριάζονται μαζικώς σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όσο και του παλαιού Πάκη- Άκη Τσοχατσόπουλου, που οδηγήθηκε οικογενειακώς στον Κορυδαλλό.

  1. ΠΑΣΟΚΙΣΤΑΝ
    Μια ομάδα μελαψών διαδηλωτών, Πακιστανών και Αφγανών, φτάνει στη πλατεία Συντάγματος για να μαζικοποιήσει την ισχνή κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ. Με το αζημίωτο, φυσικά, αφού το πρωί ο κ. Χρυσοχοίδης του ΠΑΣΟΚ τους κυνηγάει για να τους στείλει στην Αμυγδαλέζα. Εκτός κι αν πρόκειται για ένα νέο είδος: μετανάστες- μαζοχιστές! - Φτασανε οι μισθοι μας ισα με τους μισθους της πατριδας τους.να μη χαρουν οι ανθρωποι; (Εδώ).

  2. Ο Πέτρος του άρθρου 99* - Το τέλος ενος υπερεκτιμημένου λαμογιού του Πασοκιστάν! [...] Το άλλοτε cool αφεντικό έβγαλε την μάσκα, πήρε το πούρο του ανά χείρας και άρχισε να δείχνει τις ανασφάλειες του, τον εγωισμό του και την ανευθυνότητα του κάνοντας την ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει από τα χρέη της εταιρίας του και γιατί όχι να διαφύγει στο εξωτερικό τώρα που ο κλοιός σφίγγει και «τσιμπάει» και τους «celebrities». * 99 του πτωχευτικού κώδικα. (Εδώ).

  3. - Επιδόματα κοινωνικής αλληλεγγύης έχει ήδη δώσει το ΠΑΣΟΚΙΣΤΑΝ σε χιλιάδες ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ και συνεχίζει να δίνει την στιγμή που οι Έλληνες άνεργοι, επί χρόνια γραμμένοι στον ΟΑΕΔ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΣΕΝΤ ΑΚΟΜΗ. πεινάνε.
    - Τελικά συμφέρει να πας στο Πακιστάν, να πολιτογραφηθείς πακιστανός, και να γυρίσεις λαθρομετανάστης στη μαζοχιστική αυτή χώρα. (Εδώ).

Η λαοθάλασσα του Πασοκιστάν. (από Khan, 22/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Τρε καυλωτίκ υποκείμενο ή αντικείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό.

Αντώνυμο: ντεκαυλέ.

- Τι πατούρι είναι αυτό, τι καυλιδερό ψαρωμένο ύφος, πιπίνι σούπερ... από επιδόσεις φυσικά δεν έχω ιδέα γιατί δεν μπήκα. Αλλά κ γαμώ ...
(crash test μπουρδέλων, εδώ)

- το γκαζι ειναι το πιο καυλιδερο πραγμα σε ενα αυτοκινητο και οσο πιο πολυ μπορεις να παρεις τοσο το καλυτερο :rtfm:
(crash test αυτοκινήτων, εκεί)

- Πάρε το New dark age να ακούσεις πρόστυχο, επικό, καυλιδερό και ανυπόταχτο doom!
(crash test συγκροτημάτων, παραπέρα)

- Πως το λένε το καυλιδερό του Πέρι;
- Εεε, πιέρ;
- Όχι ρε, για το άλλο λέω...
(ως ουσιαστικό, περισσότερα εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του αλβαναρία. Το λήμμα αυτό, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε κάποια παρέα αλβανών (μεγάλη συνήθως) η οποία ως γνωστόν το παίζει «γαμάμε» (τίγκα στο φλίπερ, και δώστου οι μπύρες). Αλβανίες θα συναντάτε στο μετρό, σε πλατείες, στην Ομόνοια, και όχι μόνο.

-Κοίτα την αλβανία που πλάκωσε...
-Τσάμπα μπύρες, τι περίμενες;;

(από boulgaroktonos, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πουστοποίηση.

Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον Πλεύρη (père).

- Όχι στην εκπούστευση της ελληνικής γλώσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τις δουλειές του σπιτιού, το κοινώς λεγόμενο «νοικοκυριό» (σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, μαγείρεμα) για το οποίο η «αφέντρα του σπιτιού» επαίρετο κατά την προ της καθόδου των Δωριέων (συγνώμη, διαγράφεται μια λέξη) Αλβανών εποχής, και το οποίο σήμερα αναθέτει κατά περίστασιν ή καθ' έξιν σε αμειβόμενη αντί 6.50 ευρώ την ώρα κυρία, συνήθως Αλβανίδα ή Bορειοηπειρώτισσα κατά δήλωσίν της.

Η φράση συνήθως εκφέρεται χαριέντως, σκωπτικώς ή μετ' αναστεναγμού, είτε κατά της εσχάτως ενσκηψάσης οικονομικής κρίσεως ή κατά του δικαιώματος των διακοπών, το οποίο δεν απεμπολούν πλέον ούτε η Αλβανοί. Μην εκπλαγείτε δε αν το ακούσετε και από Αλβανίδα που πρόκοψε στην Ψωροκώσταινα ως παραδουλεύτρα ή σύζυγος τοποθετητού πλακιδίων.

- Πήρε άδεια και η Λιντίτα (Ανατολή) και πρέπει ν' αλβανιάσω τώρα.
(από το άμεσο περιβάλλον μου)

- Η Λουμτουρί (Ευτυχία) σήκωσε ψηλά τον αμανέ και ζητάει αύξηση. Ας αλβανιάσω κι εγώ λίγο. (από τον ευρύτερο κύκλο μου)

- Αχ! Στο εξοχικό... δεν φτάνει που δεν έχω βοήθεια, λερώνουν τα παιδιά, έρχονται και οι φίλοι τους... κι εγώ όλη μέρα αλβανιάzω. Δε στέκομαι! Ούτε για μπάνιο δεν πάω. Να! Να! Είδες τι γίνεται; (σύζυγος κατασκευαστού πολυκατοικιών με τρία «σκαφάκια», το ένα μόνο φουσκωτό, το πάλει ποτέ μπετατζή)

- Πού να βρεις Αλβανίδα μέσα στον Αύγουστο; (από Αλβανίδα, δεύτερη σύζυγο ιδιοκτήτου mini market)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γυφτιλίκι, το γκεϊλίκι και η εξουσία που ασκείται μέσω αυτών.

  2. Κάτι σαν το γκεϊμπέκικο, αλλά με στοιχεία τσιφτετελιού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified