Further tags

Χαριτωμενίστικη έως και ρατσιστική αναφορά σε μέλος του εκ Brooklyn ορμώμενου δόγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

... λετε να ειναι μαρτυριαρης του ιεχωβα;
(εδώ)

- Για ψάξε και εσύ για το θέμα της ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑΣ στους μάρτυρες του Ιεχωβά και τα ξαναλέμε (...) Τι μόνο οι Ορθόδοξοι κι οι Καθολικοί θα έχουν ανώμαλους. Θέλουν κι οι μαρτυριάρηδες τους δικούς τους ανώμαλους.
(εκεί)

(από Vrastaman, 13/05/11)Μαρτυριάρικες ιατρικές πρακτικές (από Vrastaman, 13/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ανήκει στην ιδιόλεκτο των δεξιών, ακροδεξιών και όσων εντοπίζουν τα προβλήματα της νεοελληνικής κενωνίας ιδίως στην αθρόα προσέλευση αλλοδαπών μεταναστών. Το λογοπαίγνιο αφορά στην αρρώστια Ηπατίτιδα και στο κτήριο της Υπατίας, όπου κατέφυγαν στις αρχές του 2011 τριακόσιοι μετανάστες απεργοί πείνας.

Στην (ακρο)δεξιά ιδιόλεκτο ο όρος σημαίνει δύο πράγματα κυρίως: α) Αριστερές ιδεολογίες που βάζουν τον εργασιακό διεθνισμό πάνω από το θεωρούμενο εθνικό συμφέρον, και οι οποίες κατά τους χρήστες του όρου μεταδίδονται μολυσματικώς χτυπώντας κατ' αρχήν συριζαίους και θολοκουλτουριάρηδες και μετά άλλα ευπαθή μέλη της κοινωνίας. β) Τους ίδιους τους μετανάστες ως μολυσματική ασθένεια για την εθνική κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι οι εν λόγω απεργοί πείνας αντιμετωπίστηκαν συχνά ως «κίνδυνος για την υγεία» από έναν ευρύτερο κυριαρχικό λόγο (discourse) όχι μόνο δεξιών.

(Σ.ς.: Ο ρατσισμός ιδίως της δεύτερης σημασίας είναι προφανής, προκειμένου περί συνανθρώπων μας που κινδυνεύουν με θάνατο ή με μη αναστρέψιμες βλάβες εν μέσω γενικής αδιαφορίας, και χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλο τον σλανγκικό μου αμοραλισμό για να το αναρτήσω).

  1. Τελικά κυβερνάει κανείς αυτόν τον τόπο; Έχει περάσει περίπου ένας μήνας από την τελευταία ανάρτηση και 32 μέρες από την έναρξη της απεργίας πείνας των απίθανων που μάζεψε ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. στο μέγαρο ηπατίτιδα, εε Υπατία ήθελα να πω. (Εδώ).

  2. - Πλάκα με κάνεις; Κόλλησες κι εσύ υπατίτιδα και πας για αλληλεγγύη; Στην γιαγιούλα που έριξαν χτες τρεις μαχαιριές οι πάκηδες στον άγιο Παντελεήμονα ποιος θα δείξει αλληλεγγύη;
    (Σύνηθες παπαραλήρημα).

Και η λατρεία της Υπατίας. (από Khan, 04/03/11)(από Vrastaman, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βαφτίζω τον μπέμπη, δηλαδή γαμώ, συνουσιάζομαι. Ο Αλβανός δηλαδή είναι μεταφορικώς το πέος -και η ένυδρη κολυμπήθρα είναι το αιδοίο.

Η έκφραση βγάζει μια ναϊντίλα, καθώς τότε έρχονταν πολλοί Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες στην Ελλάδα, πολλοί εκ των οποίων ήθελαν να βαφτιστούν για να ενσωματωθούν στην ελληνική κενωνία, ή μπορεί να ήταν από παλιές ορθόδοξες οικογένειες και να ήθελαν να επαναλάβουν την οικογενειακή παράδοση την διακομένη από τον κομμουνισμό. Πάντως το θέαμα συχνών βαφτίσεων ενηλίκων από την Αλβανία ήταν παράδοξο για την ελληνική κοινωνία που έχει συνηθίσει στο νηπιοβαπτισμό, τώρα και στις γαμοβαπτίσεις.

Δεν είναι παράξενο που η κολυμπήθρα παρομοιάζεται με το αιδοίο, καθώς υποτίθεται κατά τον θρησκευτικό συμβολισμό ότι πρόκειται για γεννήτρια ζωής και ότι έχει ζωηφόρα νάματα / ύδατα. Ούτε είναι παράξενο που ο πέων παρομοιάζεται με τον κατά την ελληνική ρατσιστική αντίληψη άξεστο Αλβανό, καθώς πολλές φορές γίνεται αυτή η ταύτιση του πέοντα με τον ξένο, τον αλλοδαπό, τον απόβλητο, τον ανατροπέα.

Στην μορφή τον βαφτίζει τον Αλβανό χρησιμοποιείται και ως μπανεύκολο υπονοούμενο για γκέι του στυλ την τρίζει την όπισθεν, ωστόσο νομίζω ότι αξίζει ξεχωριστή καταχώρα, επειδή αναφέρεται συχνά σε ετεροφυλόφιλο σεξ.

  1. - Πώς πήγε με την Μαιρούλα; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;

  2. Ειμαστε καλά παιδία...
    Καθαρά ... γιατι ξεσκονίζουμε τον κουραμπιέ και το σακάκι οπως επίσης γυαλίζουμε το πόμολο.
    Αντιρατσιστές γιατι βαφτίζουμε τον Αλβανό
    Εξυπηρετικά γιατι το πάμε το γράμμα. (pisoglendis.blogspot.com).

(από Vrastaman, 09/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση υποδηλώνει:

Α. Σοβαρότατη σωματική, αλλά κυρίως νευρο-ψυχική και ψυχολογική καταπόνηση ένεκα στέρησης, καρτερίας, ταλαιπωρίας, δοκιμασίας, αναμονής, υπομονής, βασανισμού κλπ.

Το μάτι μαυρίζει εξαπανέκαθεν από 3 αιτίες:

α) μακιγιάζ
β) μπουκέτο
γ) μυδρίαση

Η γ' περίπτωση είναι κυρίως αυτή που υπαινίσσεται η έκφραση μεταφορικά, καθ' όσον η μέτρια μυδρίαση (διαστολή της κόρης του ματιού) αποτελεί σύμπτωμα σοβαρής νευρο-σωματικής πάθησης, ενώ η πλήρης μυδρίαση αποτελεί τυπική εικόνα του νεκρού.

B. Πλήθος ατόμων, πραγμάτων κλπ με μαύρο ή σκούρο εξωτερικό χαρακτηριστικό χρώμα όπως μελαψοί, ιερείς, μαυροφορεμένοι, κοράκια κλπ, όπου το μάτι μαυρίζει είτε εξ ανακλάσεως είτε από μείωση της φωτεινότητας.

Ιστορικό ανάλογο: «Καλύτερα, θα πολεμάμε υπό σκιάν», απάντησε ο Λεωνίδας στους πολυπληθέστερους Πέρσες, όταν απείλησαν τους Σπαρτιάτες ότι θα κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους.

Γ. Συγκέντρωση μεγάλου πλήθους γενικότερα, ασχέτως χρωματικής απόχρωσης ή διαβάθμισης φωτεινότητας.

Σημ:. Η έκφραση-έννοια «μαύρισε το μάτι μου, από μπουνιά» παραλείπεται ως πλέον τετριμμένη.

  1. - Μαύρισε το μάτι μας να περιμένουμε πότε θα μας προσλάβουν για δουλειά.

  2. - Πού να σ'τα λέω; Ανακάλυψα μπουρδελάκι με Αφρικανές. Μπήκα μέσα και μαύρισε το μάτι μου.

  3. - Μαύρισε το μάτι μου όταν είδα τις στίβες με τα χαρτιά στο γραφείο μου, όταν επέστρεψα απ την άδεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάρμοστη πράξη ή συμπεριφορά που δεν συνάδει με όσα επιτάσσει το σαβουάρ βιβρ. Προφ επειδή οι γύφτοι δεν δίνουν δυάρα για λεπτές συμπεριφορές όπως η καθαριότητα, οι καλοί τρόποι, η τάξη, κλπ. Όλος ο χρόνος κλασική γυφτιά, πχ, είναι οι ανασκαφές με το τσαπόνυχο μπροστά σε κόσμο.

Γυφτιά όμως μπορεί να είναι και μια κακόγουστη ή υπερχλιδάτη παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ως γνωστόν οι γύφτοι που κάναν καλά λεφτά δουλεύοντας σκληρά ή απλά κλέβοντας (πράμα για το οποίο είναι περήφανοι -και μάλιστα στη Ρουμανία, αν θυμάμαι καλά από ντοκ. του BBC, υπάρχει και Μουσείο Κλοπής, μέσα στη μέση μιας συνοικίας δισεκατομμυριούχων ρομ που έχτισαν κιτσοπάλατα εκεί όπου ήταν οι τρώγλες τους), οι αθίγγανοι λοιπόν που έκαναν καλά λεφτά, έχουν εμμονή στην επίδειξη πλούτου, χωρίς όμως να έχουν αυτό που λέμε «γούστο» (αν και έχει γούστο πάντως και αυτό, κατ' εμέ).

Συν.: σαβούρα-βίβρ, αρχοντοβλαχιά.
Αντ.: ζαμπουνιά.

Ωσεκτουτού υπάρχει και ο χαρακτηρισμός γύφτος.

  1. (Πρωινό σε μπουφέ ξενοδοχείου. Ανοίγει το βαζάκι με την μαρμελάδα, το βάζει σαν ποτήρι στο στόμα, πίνει την μαρμελάδα)
    - Ρε μαλάκα, κόφ' τις γυφτιές επιτέλους, σε βλέπει όλος ο κόσμος!

  2. βλ. εδώ και εδω και εδω και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η οικιακή βοηθός εν γένει, ανεξάρτητα από το αν κατάγεται από την συμπαθή χώρα των Φιλιππινών ή όχι. Οι φίλοι της (;;;) την φωνάζουν Φιλίππα. Παρετυμολογείται και από την πινέζα για να χαρακτηρίσει μια ακαθορίστου ηλικίας Asian πιπινέζα.

  2. Μία από τις πλέον σλανγκ στιγμές του Μπάμπη είναι ότι όρισε την φιλιππινέζα και ως «πρόσωπο που χρησιμοποιείται σε βοηθητικές ή δευτερεύουσας σημασίας δουλειές». Το γεγονός αυτό μαζί με τον ορισμό της Φιλιππινέζας ως «οικιακής βοηθού» κόστισε στον Μπάμπη ένα διάβημα από την πρεσβεία των Φιλιππινών, ή τουλάστιχον έτσι το θέλει ο αστικός μύθος.

  3. Ό,τι και η ορντινάντσα. Αναπαράγω τον εύγλωττο ορισμό Ηλεκτρώνος του εν σλανγκ αδελφού:
    «Ο στρατιώτης που εκτελούσε χρέη υπηρέτη και ακόλουθου ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού. Συνήθως κατοικούσε στο σπίτι του στρατιωτικού, αποσπασμένος, και τον βοηθούσε σε οτιδήποτε, από το άνοιγμα της αλληλογραφίας, μέχρι και το ντύσιμο. Ενίοτε, ήταν και αυτός που βόλευε την γυναίκα ή την κόρη του αφέντη, ή και τον ίδιο τον αφέντη, πήγαινε για ψώνια, κράταγε το λαμπατέρ κ.λ.π.». Με αυτήν την έννοια, φιλιππινέζα μπορεί να χαρακτηριστεί λ.χ. ο μεταπτυχιακός φοιτητής που κουβαλάει τον προτζέκτορα ενός Καθηγητή Πανεπιστημίου, ή ένας θαλαμηπόλος στο Ναυτικό (βλ. σχόλιο Χότζα στην ορντινάντσα), ένας επίμονος κηπουρός κ.ο.κ.

  4. Προσφάτως χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ειδικά τον εκτελούντα χρέη σωματοφύλακα - σεκιουριτά σημαντικού προσώπου που χρήζει προστασίας έναντι τρομοκρατικών απειλών.

  1. - Ανησυχώ Σούλα μου, γιατί τώρα τελευταία πιάνω τον Μάκη να γλυκοκοιτάει την φιλιππινέζα μας...
    - Μα και συ γλυκιά μου, παίρνεις φιλιππινέζα ξανθιά, γαλανομάτα και 1.80 να σου μεγαλώσει το παιδί; Δεν είδες τι έπαθε ο Jude Law;

  2. Η ασκούμενη δικηγόρος είναι η φιλιππινέζα του γραφείου. Κάνει όλες τις άλλες δουλειές εκτός από το να δικηγορεί.
    (Το παράδειγμα του Μπάμπη).

  3. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τη Φιλιππινέζα του υπουργείου. Να ξεκινήσουν άμεσα οι εργασίες για το λιμάνι της Σχοινούσας»
    (Δες)

  4. [...] Διέθετε (σ.ς.: εννοείται το θύμα) δύο Φιλιππινέζες που άλλαζαν μεταξύ τους συνήθως ανά βδομάδα. Ο πρώτος ήταν νεαρός 25-30 χρονών με fitness στυλάκι, που συνήθως χάζευε παίζοντας με το κινητό του και χρησιμοποιούσε μηχανή μαύρη-ασημί μάρκας TDM ενώ ο δεύτερος ήταν πιο έμπειρος, 40άρης γκριζομάλλης, είχε αγαπημένη συνήθεια να διαβάζει εφημερίδα πάνω στη μηχανή, να περπατάει σαν να έχει καρπούζια κάτω από τις μασχάλες ενώ χρησιμοποιούσε και αυτός μηχανή on-off transalp. [...]
    (Από την προκήρυξη της Σέχτας Επαναστατών 28/7/2010).

Η φιλιππινέζα Μαίρη Παναγιωταρά  (από GATZMAN, 02/08/10)(από electron, 02/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη εκδοχή της εκφράσεως διαφοροποιείται από το έλα κούτσα κούτσα και πιάσε μου την πούτσα καθώς παραπέμπει στην Σισύφεια ματαιότητα.

Η ειδοποιός διαφορά είναι το «κλάσε» (χωρίς σεξουαλικά υπονοούμενα) από το «πιάσε» (που παραπέμπει σε φραπέδες κιέτσ'). Αναλύοντας τα επί μέρους:

  • Έλα: αποτελεί πρόκληση σε αγώνα ή αναμέτρηση.
  • …κούτσα - κούτσα: για να αντιπαρατεθεί, ο αποδέκτης της πρόκλησης θα ταλαιπωρηθεί είτε από αντικειμενικές δυσκολίες ή από δικά του μειονεκτήματα.
  • …και κλάσε μας τη μπούτσα: Ο εκστομίσας την φράση δεν έχει λόγο ανησυχίας λόγω των γνωστών περιορισμών του προκληθέντος. Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο.

Ταυτόσημη σημασία έχουν οι φράσεις: θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, κλάσε μας τα αρχίδια, στ' αρχίδια μου σε γράφω και κάνω τον ζωγράφο, κουτουλού.

Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.

.#
@gatti201 ΕΛΑ ΚΟΥΤΣΑ ΚΟΥΤΣΑ ΚΑΙ ΚΛΑΣΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΠΟΥΤΣΑ. ΚΟΙΤΑ ΠΟΙΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΝΙCΚΝΑΜΕ;!!! AKOY GATTI... HAHAHAHAH!!! (σχόλια από το συσιφόνι)

(από perkins, 07/06/10)κουτσα κούτσα αλλά με όπλο (από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βλάχος όχι κατ' ανάγκη με την σημασία του ανήκοντος στο συμπαθές φύλο των Bλάχων, αλλά γενικότερα κάποιος «χωριάτης» και πρωτόγονος (ή και αστός) οπαδός του υπαρκτού ο,τινανισμού, που δεν έχει κανέναν αυτοπεριορισμό, υπευθυνότητα, αλλά κάνει ό,τι νά 'ναι.

  2. Η φράση προϋπήρχε, αλλά η ειδική σεξουαλική της σημασία καθιερώθηκε με την ανυπέρβλητη καλτιά τσόντα Εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει (άκα Οι Βλάχοι επιμένουν ελληνικά) του 1971 με τον θρυλικό Παύλο Καρανικόλα, αντίπαλον πέος του Γκουσγκούνη, κι άλλα γνήσια ελληνικά προϊόντα. Η ταινία είχε και σίκουελ το 1985. Σεξουαλικώς η φράση σημαίνει σεξ χωρίς κανένα ταμπού και περιορισμό αιμομειξίας, μονογαμίας, κοινωνικών θεσμίσεων, ως προς τις στάσεις / επιτρεπόμενες οπές / αριθμό συντρόφων, δηλ. για μια παν-σεξουαλικότητα ο,τινανικού τύπου.

  3. Ειδικά το εμείς οι Βλάχοι όπου λάχει, υπό την επήρεια και της θρυλικής τσόντας, κατέστη ένας οιονεί τεχνικός όρος για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο genre της βιομηχανίας του πορνό, το λεγόμενο sex in open space / air, δηλ. το σεξ σε ανοικτούς χώρους, σε δημόσια θέα.

  4. Η φράση έγινε επίκαιρη όταν έγινε Υπουργός ΧΩΔΕ (γιατί Υπουργός Περιβάλλοντος ΔΕΝ ήταν) ο Σαρακατσάνος Γιώργος Σουφλιάς, διαβόητος για ο,τινανικά αυθαίρετα, άδειες και άλλη διάλυση του περιβάλλοντος. Χρησιμοποιείται επίσης για ο,τινανισμούς του ποδοσφαιριστή Καραγκούνη.

  1. Εμείς οι Βλάχοι, όπου λάχει....αλλά όχι κι έτσι!
    Tι σχέση έχουν οι Βλάχοι, με μια «εταιρεία ψυχικής υγειας» και το ..Παρατηρητήριο των συμφωνιών του Ελσίνκι;;
    Μήπως όπως μας έγραψε και ο καθηγητής Πιπερόπουλος, εντάσσεται στο «η Ελλάδα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο;», πού είπε κι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής;
    (Δες).

  2. Δες κι εδώ.

  3. και απο το περιφημο «εμεις οι βλαχοι οπως λαχει», οταν η πραξη γινεται σε βουκολικο σκηνικο, με ποταμια, πλατανια και ιστοριες «πωπω μεχρι και τυρι πηζεις εδωπερα»
    (Δες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified