Ναυτική σλανγκ. Μπαρκαρούτσος είναι αυτός που μπαρκάριζε ή μπαρκάρει σαν κατώτερο πλήρωμα. Η λέξη προέρχεται από το «μπαρκάρω σαν μούτσος» --> μπαρκαρούτσος (φαντάζομαι).

Αλλά έλα που η σλανγκ έχει και τη σλανγκ της!!! Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται από τους στεριανούς για να χαρακτηρίσει όλους τους ναυτικούς, υποτιμητικά βέβαια. Επίσης χρησιμοποιείται υποτιμητικά για ανώτερο πλήρωμα, υποννοώντας ότι είναι κακοί επαγγελματίες ή άσχετοι με την δουλειά τους.

  1. - Πάμε για καφέ;
    - Οκ, για πού;
    - Πάμε στην Κιβωτό.
    - Όχι ρε μαλάκα, εκεί πάνε όλοι οι μπαρκαρούτσοι!!! Θα πάθουμε ναυτία.

  2. - Ρε Γιώργο, ποιος είναι αυτός που σε χαιρέτησε;
    - Για τον συνάδελφο κύριο Μπαρκαρούτσο λες;
    - Ναι, και πως λέγεται;

  3. - Που λες Κώστα μου, το τελευταίο μπάρκο ήταν για κλάματα. Είχα πρώτο ένα μαλάκα ολκής.
    - Δηλαδή;
    - Ο μαλάκας, ούτε να γράφει δεν ήξερε. Όλα τα ραπόρτα εγώ τά 'γραφα του μπουχέσα. Και κόντεψε να μας βουλιάξει και μία φορά. Μπαρκαρούτσος από τους λίγους...

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ιδιόλεκτο των παλιατζήδων της Πλατείας Αβυσσηνίας στο Μοναστηράκι, μαύρος είναι ο γύφτος.

Οι εν λόγω κύριοι θεωρούν εαυτούς ως την αριστοκρατία των παλιατζήδων, η οποία απειλείται από τις ορδές των περιφερόμενων γύφτο-παλιατζήδων. Για έναν μη παλιατζή είναι τις περισσότερες φορές δυσχερές να ξεχωρίσει ποιος από τους παλιατζήδες στην Αβησσυνίας (και όχι μόνο) είναι γύφτος και ποιος όχι. Ούτως ή άλλως όλοι είναι το ίδιο μαυριδεροί, το ίδιο λαμόγια, κι έχουν το ίδιο έμπειρο (δηλαδή πειναλέο) βλέμμα... Σε τέτοιες καταστάσεις, ο μακροχρόνιος συγχρωτισμός οδηγεί μαθηματικά στην απόλυτη εξομοίωση...

Και για να συνεχίσω την ανθρωπολογική διατριβή μου, ιστέον ότι στη Λατινική Αμερική η «λευκότητα» ενός ανθρώπου ελάχιστα έχει να κάνει με το πραγματικό χρώμα του δέρματός του. Αντιθέτως, όσο πιο ψηλά βρίσκεται κανείς στην κοινωνική ιεραρχία και όσο πιο πολλά φράγκα έχει στο παντελόνι του, τόσο πιο «λευκός» είναι...

Πελάτης: Μάστορα πόσο πάει το μαλλί γι' αυτό εδώ το φωτιστικό;
Γαλαζοαίματος παλιατζής: Αυτό είναι στα 300.
Πελάτης: Κι αυτό εκεί πίσω;
Γαλαζοαίματος παλιατζής (βαριεστημένα ως εκεί που δεν πάει): 380.
Πελάτης: Πολλά είναι... να κάνουμε κάτι καλύτερο;
Γαλαζοαίματος παλιατζής: Εμείς κύριε έχουμε άλφα άλφα πράγματα, άμα θες φτηνά πήγαινε στους μαύρους δίπλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μή λευκός. Το άτομο αραβικής, ασιατικής ή ακόμα και αφρικανικής καταγωγής. Ναυτική αργκό, αρχικά για να χαρακτηρίζει τους Φιλιπινέζους ναύτες που δεν ήταν λευκοί αλλά ούτε και μαύροι, ούτε και κίτρινοι.

Κατόπιν επεκτάθηκε η χρήση του και για Πακιστανούς, Ινδούς ακόμα και για τους Αφρικανούς οι οποίοι ανάλογα με την φυλή έχουν διάφορες αποχρώσεις δέρματος. Ειδικά αναφέρεται στους Αφρικανούς με το ανοιχτότερο δέρμα.

Υπάρχει και η λέξη σκουριά που προέρχεται από το «σκούρος» και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους πολλούς (βλ. παράδειγμα 2)

  1. - Λοστρόμε, γιά φώναξε τους σκούρους στην κουβέρτα!

  2. Πολλή σκουριά μαζεύτηκε σήμερα στην Νομαρχία.

Εμένα αυτή η σκούρα δεν με χαλάει καθόλου πάντως... (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα, τα οποία γνωρίζουν τους πάντες, είναι δικτυωμένα, έχουν όλα τα κονέ και υπόσχονται ότι μπορούν να εξυπηρετήσουν οποιοδήποτε αίτημα.

Η λέξη προέρχεται από το χαρακτηριστικό των υποψηφίων της επαρχίας, όπου βασική προϋπόθεση νίκης είναι η προσωπική, εις βάθος γνωριμία με το σύνολο του εκλογικού σώματος και κυριότερα, η αποδεδειγμένη ικανότητα ικανοποίησης κάθε αιτήματος.

Χρησιμοποιείται η λέξη «-δήμαρχος», καθώς υφίσταται η εξής αλληλεπίδραση:
α. στην επαρχία υπάρχει πολύ πιο άμεση σχέση των κατοίκων με τους τοπικούς άρχοντες.
β. οι τοπικοί άρχοντες στην επαρχία έχουν πολύ μεγαλύτερη επιρροή απ' ότι στα αστικά κέντρα.

Ωσεκτουτού, ο Βλαχοδήμαρχος γνωρίζει τους πάντες και πιο σημαντικά, γνωρίζει τι χρειάζεται και ταυτόχρονα, τι μπορεί να του προσφέρει ο καθένας. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να πιέζει ή/και να εξυπηρετεί διάφορα αιτήματα και έτσι να εξασφαλίζει περαιτέρω υποστήριξη.

Στην καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα τα οποία έχουν έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών και μπορούν να εξυπηρετήσουν διάφορες δουλειές, οι οποίες υπό Κ.Σ. είναι αδύνατον ή εξαιρετικά χρονοβόρο/κοστοβόρο να ολοκληρωθούν.
Ο σωστός Βλαχοδήμαρχος, δεν θα δεχτεί χρήματα για τις υπηρεσίες του, αντιθέτως θα αρνηθεί σθεναρά οποιαδήποτε προσπάθεια άμεσης αποζημίωσης. Αντ' αυτού, ο εξυπηρετούμενος εντάσσεται στη «λίστα» γνωριμιών και κάποια στιγμή, μπορεί να κληθεί να εξυπηρετήσει με τη σειρά του, κάποιο αίτημα.

Στην κατηγορία των Βλαχοδήμαρχων, εντάσσονται επίσης και άτομα τα οποία λόγω της δημοσιότητας τους (π.χ. αθλητές, ηθοποιοί, τραγουδιάρηδες, κλπ.), απολαμβάνουν ταχύτερης, καλύτερης και αποτελεσματικότερης εξυπηρέτησης στην καθημερινή τους ζωή, ειδικά σε δημόσιες υπηρεσίες. Ομοίως, αλλά σε σαφώς μικρότερη κλίμακα, λειτουργεί και η «ιδιαίτερη πατρίδα» (π.χ. οι κύκλοι γνωριμιών που δημιουργούν οι Κρητικοί εκτός Κρήτης).

Παραδόξως, ο όρος δεν χρησιμοποιείται για τους «μεγάλους» πολιτικάντηδες (βουλευτές, υπουργούς), αλλά συχνά για τους «παρά τω» αυτούς (γραμματείς και παρατρεχάμενους), οι οποίοι ως γνωστόν, αποτελούν την πραγματική ραχοκοκαλιά αυτού που ονομάζουμε «κράτος».

Παρόλο που ο χαρακτηρισμός είναι σχετικά ειρωνικός λόγω του πρώτου συνθετικού, συνήθως χρησιμοποιείται ως εκδήλωση θαυμασμού ή αξιοσύνης του φέροντα τον τίτλο.

Παρόμοια έκφραση είναι και ο Γυφτοπρόξενος.

- Τι πράγμα είναι αυτός ο Κώστας;
- Γιατί τι έκανε;
- Δύο μήνες τραβιόμουνα στη Νομαρχία και την Πολεοδομία με κείνες τις άδειες και δεν έβγαζα άκρη. Το είπα στον Κώστα, έκανε μερικά τηλέφωνα, μου έδωσε δύο ονόματα και μέσα σε δύο ημέρες τα κανόνισα όλα.
- Αφού είναι μεγάλος Βλαχοδήμαρχος ρε συ...

(από Desperado, 29/12/08)Βλαχοδήμαρχος Δημητσάνας Αναστάσιος Βλάχος. Κύριο μέλημά του η αποδόμηση του έργου του προκατόχου του. (από Vrastaman, 29/12/08)(από MXΣ, 06/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλβανικό βε είναι είδος ανομοιόμορφου μαυρίσματος που συνήθως δεν αποκτάται σε ινστιτούτα αισθητικής.

Υπάρχουν τρεις γενικές κατηγορίες αλβανικού βε :

  1. Το ηλιοκαμένο look (κυρίως στο λαιμό και τον σβέρκο) που αποκτάται με κόπο και ιδρώτα σε οικοδομές και χωράφια. Πρόκειται για σήμα κατατεθέν υπαιθρίων επαγγελματιών κάθε είδους -- και όχι απαραιτήτως οικονομικών μεταναστών. Αγγλιστί, redneck.

  2. Το μαύρισμα που αποκτούν ορισμένοι κοτσονάτοι συνταξιούχοι και οι γιαγιούμπες τους καθώς απολαμβάνουν το λυκόφως της νιότης τους βολτάροντας ή αράζοντας σε ανοιχτούς χώρους.

  3. Η χαρακτηριστική τριγωνική ασπρίλα που εμφανίζεται καλοκαιριάτικα στην βουβωνική περιοχή πολλών λουόμενων μόλις ξεβρακωθούν.

Μπαίνουν δύο φίλοι σε ένα μπουρδέλο στην Αλάσκα και ρωτάνε τον μπάρμαν: - Ρε φίλε, άσπρες γυναίκες έχετε εδώ; - Φυσικά και έχουμε. - Μαύρες γυναίκες έχετε; - Και με Αλβανικό βε έχετε; - Αλβανικό βε; Όχι, με Αλβανικό βε δεν έχουμε! Γυρνάει αυτός που ρώτησε και λέει στον φίλο του: - Στο είπα, ρε μαλάκα, πιγκουίνο γαμήσαμε χτες το βράδυ…

Αλβανικό βε (από Vrastaman, 14/10/08)Albania Uber Alles! (από Vrastaman, 14/10/08)UCK ! (από Vrastaman, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.

Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O οδηγός ταξί. Ακούει πάντα σκυλάδικα, επίσης ανταποκρίνεται στο savoir vivre του Έλληνα οδηγού και σε όλους τους χαρακτηρισμούς που επιβάλλει αυτό. (Λέγεται και Κίτρινη Φυλή)

- Κοίτα τι κάνει ο μαλάκας ο ταρίφας, ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified