Further tags

Τονίζει ιδιαίτερα την ιδιότητα του «βλάχου» και ολοκληρώνει το σκηνικό (βλάχος + μπαστούνι).

-Ήρθε που λες αύτος ο μπαστουνόβλαχος απο το χωριό και ζήτησε να φάει σουβλάκια στα Goodys!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για την αμερικάνικη ντίσκο των '70's.

- Πάλι Boney M έβαλε; Αμάν πια με την γυφτοντίσκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του όρου «φουστανελάς» ο οποίος περιγράφει συνοπτικά τον τσολιά με ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις, τον γκέι τσολιά.

Η κυρά Μαρία καμαρώνει που μπήκε ο γιος της στην Εθνική Φρουρά... Δεν ξέρει μάλλον ότι είναι πουστανελάς.

(από patsis, 08/07/13)(από Khan, 21/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός που χρησιμοποιείται από κατοίκους μεγάλων πόλεων για να περιγράψει τους βλάχους συγγενείς τους ή μη, οι οποίοι συνήθως μυρίζουν τυρόγαλο και γίδα και κόβουν όλα τα φωνήεντα.

- Ο Λάμπης, το τυρόγαλο, περιμένει να ανοίξουν ξανά οι σχολές για να γυρίσει στην Αθήνα, έχει πάει στο χωριό του στη Λάρισα και δεν λέει να ξεκουνήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάγκουρας είναι εκείνο το είδος οδηγού που παρεμβαίνει στην εμφάνιση του εκάστοτε αυτοκίνητου που έχει με ποικίλα είδη αισθητικών βελτιώσεων. Ο λόγος για τον οποίο γίνονται αυτές οι αισθητικές βελτιώσεις διαφέρει ανάλογα το είδος του κάγκουρα. Η δραστηριότητα του κάγκουρα επεκτείνεται και στην παρακολούθηση αγώνων μηχανοκίνητων αυτοκινήτων και στην ανάγνωση περιοδικών με τιμές αυτοκινήτων που δε θα αγοράσει ποτέ. Μάλιστα οι περισσότεροι κάγκουρες των 90's μεγάλωσαν παίζοντας με κάρτες που ανέγραφαν πληροφορίες για την ισχύ των μηχανών, τη μέγιστη ταχύτητα και το βάρος των αυτοκινήτων υπερ-ατού. Ένας τυπικός κάγκουρας φοράει αθλητικό παπούτσι του οποίου η σόλα πλησιάζει την υφή των ελαστικών του αυτοκινήτου του. Επίσης μια ιεροτελεστία του είδους αποτελεί η ηχορύπανση κυρίως τις βραδινές ώρες όπου κυκλοφορούν τα θηλυκά του είδους. Θα λέγαμε πως η πράξη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο απο τον χορό γονιμότητας του είδους.

Ετυμολογία

Η πρωτογενής έννοια της λέξης κάγκουρας σημαίνει ο επιδειξίας, ο λαϊκός τύπος, αυτός που αυτοπροβάλλεται άκομψα γελοιοποιώντας τον εαυτό του σε μια προσπάθεια να καταξιωθεί, χωρίς όμως ο ίδιος να το καταλαβαίνει.

συνώνυμα: μανιάουρο (κάγκουρας με καταγωγή από Ζαρουχλέικα Πατρών), σεμπρικομανιάουρο (αυτός που έχει σεμπρικ στο αυτοκινούμενο όχημα του), ψαχνιώτης (κάγκουρας με καταγωγή από χαλκίδα) .

Είδη

Κάγκουρες συναντώνται σε αρκετές χώρες, με κυριότερες τις ΗΠΑ, την Αγγλία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Υπάρχουν διάφορα είδη στη φύση, ανάλογα με το μέγεθος της μετατροπής που έχει υποστεί το αυτοκίνητο, ή ανάλογα της φιλοσοφίας του κάγκουρα. Τα πιο συνηθισμένα είδη που συναντά κανείς στους ελληνικούς δρόμους είναι τα εξής:

  • ο εκκολαπτόμενος
  • ο γρήγορος
  • ο κυριλάτος
  • ο ψαγμένος
  • ο δάγκουρας
  • ο μάγκουρας ή μάκουρας
  • ο καβουροκάγκουρας

Άλλα χόμπυ

Ο κάγκουρας επίσης ασχολείται πολύ με το καρτοκινητό του.

Από την Ανεγκυκλοπαίδεια, την ελεύθερη παρωδία

καγκουράμαξο

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.

Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.

  1. — Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
    — Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;

  2. — Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
    — Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.

  3. Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
    — Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λούγκρα.

λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.

-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ηλίθιος.

- Σκάσε ρε μόγγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αηδιαστικός βλάκας.

Άντε πάγαινε ρε μπιντέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified