Further tags

Το ανύπαρκτο πέος! Μικρό και δύσκολο στην ανεύρεση.

-Για πες μου τελικά βρε Μαρία, πώς πήγε το ραντεβού με τον Δημήτρη; Καλός;
-Τι να σου λέω τώρα φιλενάδα, καλό παιδί δε λέω, ωραίο σώμα, αλλά από προσόντα άστα να πάνε... Αφαλός!

(από agou, 06/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χαρακτηριστικός τύπος που μιλάει για σκηνικά ενώ δεν ήταν ποτέ μπροστά, απλά τα έχει ακούσει. Συνήθως υπερηφανεύεται για τις κατακτήσεις του, για τις αντοχές του στο ποτό και για τους σαματάδες σε γήπεδα, τις πορείες που είδε αλλά δεν πήρε μέρος.

Μπορεί να συμμετέχει σε καταστάσεις που δεν υπάρχει περίπτωση να του βγουν σε κακό, π.χ. πεσίματα 10 σε 1.

Ακούει λαϊκή μουσική και βγαίνει κυρίως σε μπουζούκια, αλλά δεν έχει πρόβλημα να βρεθεί σε τρεντομάγαζα όπου συνήθως το παίζει ζάντα ακόμα κι αν έχει πιει μια μπύρα φωνάζοντας «Πω πάλι κομμάτια έγινα».

Συνώνυμο του στραβοστόμης.

- Τι σου έλεγε ο Γιώργος;
- Έλα μωρέ... Ότι έδειρε 10 άτομα μόνος του, ότι πήδηξε τρεις γκόμενες σε παρτούζα και τέτοιες παπαριές. Δεν τον ξέρεις τον βλαχόμαγκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βλάχος, μα και πολύ χωριάτης συνάμα, στη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τη γλώσσα ή συνδυσμό τους.

-Έσκασε ένας βλαχωριάτης στην αντιπροσωπία το πρωί και με ρώταγε αν έχω τη M3 «σιμπιζάκι»!
-Και;
-Του είπα να πάει δίπλα στα τυριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του ΠΑΟΚ.

-Με ποιους παίζουμε το Σάββατο;
-Με τους Τουρκόγυφτους στην Τούμπα.

Βλ. και Βούλγαρος, γύφτοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ χοντρή γυναικα, η υπέρβαρη, αυτή που περπατάει και τρέμουν τα θεμέλια.

Είδα χθες την Ελένη και έχει γινει σαν μποχλάδα, όλη μέρα τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο επαρχιώτης νεαρός, που προσπαθεί ν' ακολουθήσει την τελευταία λέξη της μόδας σε μουσική και ντύσιμο χωρίς παράλληλα ν' απωλέσει τη γοητεία του πρωτόγονου που τον διακρίνει απ' τους φλώρους της πόλης. Το αποτέλεσμα όμως, ακροβατεί συχνά στα όρια του κιτς και του νεοπλουτίστικου.

Εξέλιξη:

Προ δύο δεκαετιών, που η μέση ελληνική επαρχιακή οικογένεια δε μπορούσε να συντηρήσει 2 αυτοκίνητα (έστω και κορεάτικα) πλέον του αγροτικού (ή «αγρότη»), το τελευταίο ήταν και το όχημα που συνόδευε τον αγροτινέιτζερ στις εξόδους του. Την περίοδο δε των ποτισμάτων, έφευγε συχνά απ' το κλαμπ στη μέση της νύχτας για την καθιερωμένη «αλλαγή» (όχι του ΠΑΣΟΚ αλλά των σωλήνων). Σήμερα ενδέχεται να έχει εκλείψει το φαινόμενο αυτό, με τις εξελίξεις στην τεχνολογία αλλά και τη γενικότερη κρίση στην ελληνική γεωργική οικονομία.

- Για πού είμαστε απόψε; Κλαμπ «Γιδοκίνηση» για πριόνια ή στου «Τσέλιγκα» για ψητό και μπίρα;
- Κοψίδια ρε μαλάκα, η «Γιδοκίνηση» θα 'ναι ζίγκα στον αγροτινέιτζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη που δηλώνει πολύ άσχημη γυναίκα. Από την φόλα, το δηλητήριο.

- Τι φόλα αυτή η καινούργια!
- Έλα μωρέ, καλή κοπέλα είναι, τι να κάνουμε, δεν μπορεί να είναι όλες μουνάρες..
- Μπα, τι σ' έπιασε εσένα τώρα ; Δε νομίζω να την γουστάρεις;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γελοίος τύπος, ο σαχλός, ο αναξιοπρεπής, αυτός τον οποίον είναι αδύνατο να πάρει κανείς στα σοβαρά. Ο ίδιος όμως προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο (παράδειγμα 1).

(Σημείωση για τους γατόφιλους: ο όρος αυτός δυστυχώς χρησιμοποιήθηκε αφελώς ως όνομα γάτου στο παραμύθι «Η απαγωγή του Λούλη» της Ε.Ζ. Οι γάτοι όμως είναι πάντα αξιοπρεπείς, δεν είναι Λούληδες.)

Στην υποτιμητικότερη μορφή του ο όρος αποκτά γένος θηλυκό (παράδειγμα 2).

  1. -Ρε τον λούλη, που μου το παίζει χρήμα και μπαίνει τζαμπατζής στα λεωφορεία!

  2. -... και του λέει: «Ίσα μωρή λούλα!»...
    -Και τι του απάντησε;
    -... αντί να θυμώσει έβαλε τα κλάματα.

Ο καλός ο Λούλης τα αλέθει όλα (καθ\' ότι και πονηρούλης!) (από Vrastaman, 22/04/09)πολύ μεγάλος Λούλης και καργιούλης (από xalikoutis, 23/04/09)Καστράτο, ο λούλης (καθότι και ευνουχισμένος) γάτος του Αρκά. (από Cunning Linguist, 23/04/09)(από joe909, 01/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Υποτιμητικός όρος για την γυναίκα που επιβλέπει την καθαριότητα στις τουαλέτες δημοσίων χώρων, νυχτερινών κέντρων, κλπ.

  2. Γενικά, η γυναίκα που υποτιμούμε.

  1. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, αλλά με σταμάτησε η σκατού λέγοντάς μου να περιμένω λίγο να τελειώσει το σφουγγάρισμα.

  2. -Είδες τι του έκανε, η σκατού, του ανθρώπου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή που δεν το κρύβει.

-Είχα καιρό να δω τον Σάκη.
-Είδες, σκέτη σφυρίχτρα έγινε ο Σάκης μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified