Ακόμα ένα συνώνυμο της λούγκρας.
(βλέπεις τον κολλητό σου απέναντι)
- Μωρή Λουκίααααααα!!!!!
Ακόμα ένα συνώνυμο της λούγκρας.
(βλέπεις τον κολλητό σου απέναντι)
- Μωρή Λουκίααααααα!!!!!
Got a better definition? Add it!
Ο εκδηλωτικός gay, που προσπαθεί να δείξει ότι είναι πούστης λες και δεν το καταλάβαμε.
- Πάρε ρε μια θρασόπουστα που περνάει...
Got a better definition? Add it!
Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...
- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....
Got a better definition? Add it!
Γενικά ο καραγκιοζαίος, ο λεβιές, ρόμπα ξεκούμπωτη, τύπος που καταφέρνει πάντα να ξεφτιλίζεται δημοσίως. Κανένα επίπεδο ή αξιοπρέπεια. Αγνώστου προελεύσεως η λέξη. Ίσως από τους λουστράκους, υποθέτω...
Got a better definition? Add it!
Η ενέργεια και η προοπτική της απομάκρυνσης των emo από το κοινωνικό προσκήνιο.
Εμοκάθαρση τώρα!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.
- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!
Got a better definition? Add it!
Ο ηλίθιος.
- Σκάσε ρε μόγγο!
Got a better definition? Add it!
Η λούγκρα.
λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.
-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...
Got a better definition? Add it!
Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.
— Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
— Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;
— Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
— Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.
— Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
— Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;
Got a better definition? Add it!